Οι Τριχοπόδαροι είχαν πολλές σχέσεις με τους Νάνους τα παλιά χρόνια, και για πολύ καιρό έζησαν στα ριζώματα των βουνών. Μετανάστευσαν στη δύση νωρίς» περιπλανήθηκαν στο Έριαντορ κι έφτασαν στην Κορυφή των Καιρών, ενώ οι άλλοι ήταν ακόμη στη Χώρα της Ερημιάς. Ήταν ο πιο συνηθισμένος κι αντιπροσωπευτικός τύπος Χόμπιτ και οι πιο πολυάριθμοι. Αγαπούσαν να πιάνουν ρίζες σ’ ένα μέρος και διατήρησαν περισσότερο απ’ όλους την προγονική τους συνήθεια να ζουν σε υπόγειες στοές και τρύπες.
Οι Χονδροκόκαλοι έζησαν πολύ στις όχθες του Μεγάλου Ποταμού Άντουιν κι απόφευγαν λιγότερο τους Ανθρώπους. Πήραν το δρόμο για τη δύση μετά τους Τριχοπόδαρους κι ακολούθησαν το Θορυβόνερο ποταμό προς το νοτιά. Κι εκεί πολλοί απ’ αυτούς έζησαν για καιρό ανάμεσα απ’ το Θάρμπαντ και τα σύνορα της Μαυροχώματης Χώρας πριν κινήσουν πάλι για το βοριά.
Οι Λευκόδερμοι, που ήταν και οι λιγότεροι, ζούσαν στα βορινά. Αυτοί τα είχαν πιο καλά με τα Ξωτικά απ’ τους άλλους Χόμπιτ και ήταν πιο επιτήδειοι στα λόγια και στα τραγούδια παρά στα έργα των χεριών. Από παλιά προτιμούσαν να κυνηγούν παρά να οργώνουν. Διασχίσαν τα βουνά βορινά του Σκιστού Λαγκαδιού και κατεβήκαν ακολουθώντας τον ποταμό Ασημόπηγο. Φτάνοντας στο Έριαντορ γρήγορα έγιναν ένα με τις άλλες φυλές που είχαν φτάσει πριν απ’ αυτούς, αλλά επειδή ήταν κάπως πιο τολμηροί και ριψοκίνδυνοι συχνά γίνονταν αρχηγοί ή οπλαρχηγοί στις διάφορες ομάδες των Τριχοπόδαρων και των Χονδροκόκαλων. Ακόμη και στον καιρό του Μπίλμπο, το αίμα των Λευκόδερμων φαινόταν ανάμεσα στις σημαντικότερες οικογένειες, όπως των Τουκ και των Αφεντάδων του Μπάκλαντ.
Στις δυτικές περιοχές του Έριαντορ, ανάμεσα στα Ομιχλιασμένα Βουνά και στα Βουνά Λουν, οι Χόμπιτ βρήκαν και Ανθρώπους και Ξωτικά. Γιατί εκεί στ’ αλήθεια ζούσαν ακόμα τ’ απομεινάρια των Ντούνεντεν, των βασιλιάδων δηλαδή των Ανθρώπων, που είχαν έρθει απ’ τη θάλασσα πέρα απ’ τη Μακρινή Δύση. Αλλ’ αυτοί έσβηναν με γοργό ρυθμό και οι διάφορες περιοχές του Βόρειου Βασίλειου ερημώνονταν. Υπήρχε και με το παραπάνω χώρος ελεύθερος για μετανάστες και πολύ γρήγορα οι Χόμπιτ άρχισαν να φτιάχνουν οργανωμένες κοινότητες. Οι περισσότερες απ’ τις παλιές τους εγκαταστάσεις είχαν από χρόνια εξαφανιστεί και τον καιρό του Μπίλμπο είχαν ξεχαστεί. Αλλά μια απ’ αυτές, που απ’ τις πρώτες είχε γίνει ξακουστή, βαστούσε ακόμα μόλο που ’χε ξεπέσει. Αυτή ήταν στο Μπρι και στο Δάσος Τσετ, που απλωνόταν γύρω, περίπου 40 μίλια στ’ ανατολικά του Σάιρ.
Χωρίς αμφιβολία, τότε θα ήταν που οι χόμπιτ έμαθαν γράμματα κι άρχισαν να γράφουν με τον τρόπο των Ντούνεντεν, που με τη σειρά τους, πολύ παλιά, είχαν μάθει την τέχνη απ’ τα Ξωτικά. Επίσης εκείνη την εποχή ξέχασαν ό,τι γλώσσες χρησιμοποιούσαν πριν και μίλησαν την Κοινή Γλώσσα, την Γουέστρον όπως λεγόταν, που ήταν κοινή σ’ όλες τις χώρες των βασιλιάδων από την Άρνορ ως τη Γκόντορ και σ’ όλες τις ακτές απ’ το Μπέλφαλας ως το Λουν. Κράτησαν όμως μερικές λέξεις δικές τους, όπως και τα ονόματα των μηνών, των ημερών και μια μεγάλη κληρονομιά . από ονόματα του παρελθόντος.
Αυτή την εποχή περίπου οι θρύλοι των Χόμπιτ γίνονται για πρώτη φορά ιστορία. Γιατί το 1600, την πρώτη χρονιά της Τρίτης Εποχής, οι Λευκόδερμοι αδελφοί, Μάρκο και Μπλάνκο, έφυγαν απ’ το Μπρι και, αφού πήραν άδεια απ’ το μεγάλο βασιλιά στο Φόρνοστ[1], διαβήκανε τον καφετί ποταμό Μπαράντουϊν με μεγάλη δύναμη χόμπιτ. Πέρασαν τη Γέφυρα με τις πέτρινες Καμάρες που είχε στηθεί στις μέρες της ακμής της Βόρειας Βασιλείας και πήραν όλη τη γη πέρα απ’ τη γέφυρα για να εγκατασταθούν, ανάμεσα στον ποταμό και στους Μακρινούς Κάμπους. Το μόνο που τους ζητήθηκε ήταν να διατηρούν τη Μεγάλη Γέφυρα σε καλή κατάσταση καθώς κι όλες τις άλλες γέφυρες και τους δρόμους, να διευκολύνουν τους αγγελιοφόρους του βασιλιά και να δέχονται την υψηλή κυριαρχία του.
Έτσι άρχισε το Μέτρημα του Σάιρ, γιατί η χρονιά που διάσχισαν τον Μπράντιγουάιν (όπως οι χόμπιτ του άλλαξαν τ’ όνομα) έγινε ο πρώτος χρόνος στο ημερολόγιο του Σάιρ και όλες οι κατοπινές ημερομηνίες υπολογίζονταν από εκεί[2].
Αμέσως, οι Χόμπιτ απ’ τη δύση, αγάπησαν την καινούρια τους χώρα, εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί και, γι’ άλλη μια φορά, γρήγορα ξεχάστηκαν έξω απ’ τις ιστορίες των Ανθρώπων και των Ξωτικών. Για όσο καιρό υπήρχε ακόμα βασιλιάς, αυτοί τυπικά ήταν υπήκοοι του, στην πραγματικότητα όμως, είχαν δικούς τους κυβερνήτες και δεν ανακατεύονταν καθόλου στα γεγονότα που συνέβαιναν στον έξω κόσμο. Στην τελευταία μάχη στο Φόρνοστ εναντίον του Μάγου-Άρχοντα της Άνγκμαρ έστειλαν μερικούς τοξότες για να βοηθήσουν το βασιλιά, τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονται, αν κι αυτό δεν είναι πουθενά γραμμένο στις ιστορίες των Ανθρώπων. Αλλά με τον πόλεμο εκείνο, το Βόρειο Βασίλειο έσβησε κι οι Χόμπιτ πήραν τη γη δική τους και διάλεξαν ανάμεσα απ’ τους δικούς τους αρχηγούς ένα Θέην για να ’χει τις εξουσίες του βασιλιά που ’χε χαθεί. Σ’ εκείνο το μέρος λοιπόν για χίλια χρόνια έζησαν ανενόχλητοι και πρόκοψαν και πολλαπλασιάστηκαν μετά τη Μαύρη Πανούκλα (Μ. τ. Σ.[3] 37) ως την καταστροφή του Ατέλειωτου Χειμώνα και της πείνας που τον ακολούθησε. Τότε πολλές χιλιάδες αφανίστηκαν. Αλλά οι Μέρες της Πείνας (1158-60) είχαν περάσει εδώ και πολύ καιρό τώρα που λέμε αυτή την ιστορία και οι Χόμπιτ είχαν πάλι συνηθίσει την αφθονία. Η γη ήταν καλή κι εύφορη και, αν και ήταν από πολύ καιρό εγκαταλειμμένη όταν την πρωτοπήραν, παλιά ήταν καλοοργωμένη κι εκεί κάποτε ο βασιλιάς είχε πολλές φόρμες, χωράφια με καλαμπόκια, αμπέλια και δάση.
1
Σύμφωνα με τα αρχεία της Γκόντορ, αυτός ήταν ο Αργκέλεμπ II, ο Εικοστός βασιλιάς της Βορινής δυναστείας, που έσβησε με τον Αβέρντουϊ 300 χρόνια αργότερα.
2
Έτσι οι χρονολογίες της Τρίτης Εποχής σύμφωνα με το μέτρημα των Ξωτικών και των Ντούνεντεν μπορούν να βρεθούν αν προσθέσουμε 1600 στις χρονολογίες του Μετρήματος του Σάιρ.