Выбрать главу

Τα δάση κι απ’ τις δυο πλευρές πύκνωσαν· τα δέντρα τώρα ήταν πιο νέα και πυκνά· και, καθώς το δρομάκι κατηφόριζε σ’ ένα πέρασμα ανάμεσα από λόφους, υπήρχαν πολλές πυκνές συστάδες από φουντουκιές στις πλαγιές δεξιά κι αριστερά. Τέλος, τα Ξωτικά άφησαν το μονοπάτι. Ένα πράσινο δρομάκι, πέρασμα ζώων, βρισκόταν, σχεδόν αόρατο, ανάμεσα στις λόχμες δεξιά. Το ακολούθησαν όπως φιδογύριζε ανεβαίνοντας στις δασωμένες πλαγιές, μέχρι την κορφή μιας ραχούλας, που ξεπεταγόταν μέσ’ από τα χαμηλώματα της κοιλάδας του ποταμού. Ξαφνικά, βγήκαν απ’ τη σκιά των δέντρων. Μπροστά τους απλωνόταν ένα ξέφωτο, στρωμένο με χόρτα, γκρίζο μέσα στη νύχτα. Απ’ τις τρεις πλευρές το έκλειναν τα δάση- μα απ’ την ανατολή η γη κατηφόριζε απότομα κι οι κορφές των σκοτεινών δέντρων, που φύτρωναν στο ρίζωμα της πλαγιάς, ήταν κάτω απ’ τα πόδια τους. Πέρα, οι πεδιάδες απλώνονταν αμυδρές κι επίπεδες κάτω απ’ τ’ άστρα. Πιο κοντά μερικά φώτα τρεμόσβηναν στο χωριό του Γούντχολ.

Τα Ξωτικά κάθισαν στο χορτάρι και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα· φαίνονταν να μη δίνουν πια σημασία στους χόμπιτ. Ο Φρόντο κι οι σύντροφοι του τυλίχτηκαν σε μανδύες και κουβέρτες και τους κυρίεψε νύστα. Η νύχτα προχώρησε και τα φώτα στην κοιλάδα έσβησαν. Ο Πίπιν αποκοιμήθηκε, έχοντας για μαξιλάρι ένα πράσινο υψωματάκι.

Πέρα στην Ανατολή βγήκαν τα Ρεμίραθ, τα Δικτυωτά Αστέρια, κι αργά, πάνω απ’ την καταχνιά, ανάτειλε ο κόκκινος Μπόργκιλ σαν πύρινο πετράδι. Τότε, από κάποια αλλαγή του ανέμου, όλη η καταχνιά τραβήχτηκε σαν πέπλο και ξεπρόβαλε πάνω απ’ την άκρη του κόσμου ο Ξιφομάχος τ’ Ουρανού, ο Μενελβάγκορ με την αστραφτερή του ζώνη. Τα Ξωτικά όλα ξέσπασαν σε τραγούδι. Ξαφνικά, κάτω από τα δέντρα ξεπήδησε μια κόκκινη φωτιά.

— Ελάτε! φώναξαν τα Ξωτικά στους χόμπιτ. Ελάτε! τώρα είναι η ώρα για συζητήσεις και διασκέδαση!

Ο Πίπιν ανασηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια του. Ανατρίχιασε.

— Πέρασε μέσα. Έχει φωτιά και φαγητό για πεινασμένους επισκέπτες, είπε ένα Ξωτικό που στάθηκε μπρος του.

Στη νότια άκρη του ξέφωτου υπήρχε ένα άνοιγμα. Εκεί το πράσινο χορτάρι έμπαινε στο δάσος και σχημάτιζε ένα μεγάλο άνοιγμα σαν αίθουσα, με σκεπή τα κλαδιά των δέντρων. Οι μεγάλοι τους κορμοί προχωρούσαν σαν κολόνες δεξιά κι αριστερά. Στη μέση μια φωτιά έκαιγε ζωηρά και, στα δέντρα-κολόνες, δάδες με φώτα χρυσά κι ασημένια έκαιγαν χωρίς να τρεμοσβήνουν. Τα Ξωτικά κάθισαν γύρω απ’ τη φωτιά στη χλόη ή πάνω σε φέτες από κομμένους παλιούς κορμούς. Μερικοί πηγαινοέρχονταν φέρνοντας κούπες και σερβίροντας ποτό· άλλοι έφερναν φαγητά φορτωμένα σε πιάτα και πιατέλες.

— Είναι πολύ φτωχικά, είπαν στους χόμπιτ· γιατί τώρα μένουμε στο πράσινο δάσος μακριά απ’ τα παλάτια μας. Αν ποτέ είστε φιλοξενούμενοι μας στον τόπο μας, θα σας περιποιηθούμε καλύτερα.

— Εμένα μου φαίνονται αρκετά για πάρτι γενεθλίων, είπε ο Φρόντο. Ο Πίπιν αργότερα θυμόταν πολύ λίγο το φαΐ ή το ποτό, γιατί ο νους του είχε γεμίσει απ’ το φως, που είχαν στα πρόσωπά τους τα Ξωτικά, και από τις μελωδικές φωνές τους. Ήταν τόσο διαφορετικές και τόσο υπέροχες, που ένιωθε λες και ονειρευόταν ξυπνητός. Αλλά θυμόταν πως έφαγαν ψωμί, που ξεπερνούσε τη νοστιμάδα ενός ωραίου άσπρου καρβελιού, για έναν που πεθαίνει της πείνας· και φρούτα σαν αγριοφράουλες γλυκά και πιο νόστιμα απ’ τα ποτιστικά φρούτα των κήπων. Άδειασε μέχρι κάτω την κούπα του, που ήταν γεμισμένη μ’ ένα αρωματικό ποτό, δροσερό σαν μια γάργαρη πηγούλα και χρυσαφένιο σαν ένα καλοκαιριάτικο απομεσήμερο. Ο Σαμ δεν μπόρεσε ποτέ να περιγράψει με λόγια, ούτε να ζωγραφίσει καθαρά μέσα του, τι ένιωσε ή τι σκέφτηκε εκείνη τη νύχτα, αν κι έμεινε στις αναμνήσεις του, σαν ένα από τα κυριότερα γεγονότα της ζωής του. Το περισσότερο που μπόρεσε να πει ποτέ του ήταν:

— Λοιπόν, κύριε, αν μπορούσα να καλλιεργήσω μήλα σαν κι εκείνα, θα ’λεγα πως είμαι στ’ αλήθεια κηπουρός. Μα το τραγούδι τους ήταν αυτό που μπήκε βαθιά μες στην καρδιά μου, αν με καταλαβαίνετε.

Ο Φρόντο κάθισε κι έτρωγε κι έπινε και συζητούσε με απόλαυση· μα ο νους του ήταν κυρίως στα λόγια που λέγονταν. Ήξερε λίγο τη γλώσσα των Ξωτικών κι άκουγε όλος αυτιά. Πότε πότε μιλούσε σ’ αυτούς που τον σερβίριζαν και τους ευχαριστούσε στη δική τους γλώσσα. Του χαμογελούσαν κι έλεγαν γελώντας: — Αυτός εδώ είναι διαμάντι ανάμεσα στους χόμπιτ!

Σε λίγο ο Πίπιν αποκοιμήθηκε και τον σήκωσαν και τον πήγαν σ’ ένα προφυλαγμένο μέρος κάτω απ’ τα δέντρα· εκεί τον ξάπλωσαν σ’ ένα μαλακό κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε όλη την υπόλοιπη νύχτα. Ο Σαμ αρνήθηκε ν’ αποχωριστεί τον κύριό του. Όταν ο Πίπιν είχε φύγει, ήρθε και κουλουριάστηκε στα πόδια του Φρόντο, κι εκεί, τέλος, έγειρε το κεφάλι κι έκλεισε τα μάτια. Ο Φρόντο έμεινε πολλή ώρα ξυπνητός, μιλώντας με τον Γκίλντορ.