Выбрать главу

— Σ’ ευγνωμονώ βαθιά, είπε ο Φρόντο· αλλά θα ’θελα να μου ’λεγες καθαρά τι είναι οι Μαύροι Καβαλάρηδες. Αν ακολουθήσω τη συμβουλή σου, μπορεί και να μη δω τον Γκάνταλφ για πολύ καιρό και θα πρέπει να ξέρω τι είναι ο κίνδυνος που με απειλεί.

— Δε σου φτάνει να ξέρεις πως είναι υπηρέτες του Εχθρού; απάντησε ο Γκίλντορ. Όταν τους βλέπεις να το βάζεις στα πόδια! Μην πιάνεις κουβέντες μαζί τους! Είναι θανατηφόροι. Μη με ρωτάς περισσότερα! Αλλά η καρδιά μου προβλέπει πως, πριν όλα τελειώσουν, εσύ, Φρόντο, γιε του Ντρόγκο, θα γνωρίσεις περισσότερα γι’ αυτά τα απαίσια όντα παρά ο Γκίλντορ Ινγκλόριον. Η Έλμπερεθ ας σε προστατεύει!

— Μα πού να το βρω το θάρρος; ρώτησε ο Φρόντο. Αυτό είναι που κυρίως χρειάζομαι.

— Το θάρρος βρίσκεται σε απίθανα μέρη, είπε ο Γκίλντορ. Μην απελπίζεσαι. Κοιμήσου τώρα! Το πρωί θα ’χουμε φύγει· μα θα στείλουμε μηνύματα παντού. Οι Περιπλανώμενοι Λόχοι θα πληροφορηθούν το ταξίδι σου κι εκείνοι, που έχουν δύναμη για το καλό, θ’ αγρυπνούν. Σε ονομάζω φίλο των Ξωτικών· και είθε τ’ άστρα να φωτίζουν το δρόμο σου ως το τέλος. Σπάνια είχαμε τόση χαρά από ξένους κι είναι θαυμάσιο ν’ ακούμε λόγια της Παλαιάς Γλώσσας από τα χείλη άλλων που πλανιόνται στον κόσμο.

Ο Φρόντο ένιωσε να τον κυριεύει ύπνος, όπως τέλειωσε να μιλά ο Γκίλντορ.

— Θα κοιμηθώ τώρα, είπε.

Το Ξωτικό τον οδήγησε σ’ ένα προφυλαγμένο μέρος δίπλα στον Πίπιν κι αυτός έπεσε αμέσως σ’ ένα κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε δίχως όνειρα.

Κεφάλαιο IV

ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ

Το πρωί ο Φρόντο ξύπνησε αναζωογονημένος. Βρισκόταν ξαπλωμένος κάτω από ένα δέντρο, που τα κλαδιά του πλέκονταν κι έγερναν στη γη. Το κρεβάτι του ήταν από φτέρες και χλόη, βαθύ και μαλακό και παράξενα αρωματικό. Ο ήλιος λαμπύριζε μέσ’ απ’ τα φύλλα που αναδεύονταν, πράσινα ακόμα, πάνω στο δέντρο. Πήδηξε όρθιος και βγήκε έξω.

Ο Σαμ καθόταν στο χορτάρι στην άκρη του δάσους. Ο Πίπιν στεκόταν και μελετούσε τον ουρανό και τον καιρό. Απ’ τα Ξωτικά δε φαινόταν ίχνος.

— Μας άφησαν φρούτα, ποτό και ψωμί, είπε ο Πίπιν. Έλα να πάρεις το πρωινό σου. Το ψωμί είναι σχεδόν τόσο καλό, όσο και χτες το βράδυ. Δεν ήθελα να σ’ αφήσω καθόλου, μα ο Σαμ επέμενε.

Ο Φρόντο κάθισε δίπλα στο Σαμ κι άρχισε να τρώει.

— Ποιο είναι το σχέδιο για σήμερα; ρώτησε ο Πίπιν.

— Να πάμε στο Μπάκλμπερι όσο πιο γρήγορα γίνεται, απάντησε ο Φρόντο κι αφοσιώθηκε στο φαγητό του.

— Νομίζεις πως μπορεί να δούμε εκείνους τους Καβαλάρηδες; ρώτησε ο Πίπιν εύθυμα.

Κάτω απ’ τον πρωινό ήλιο, η ιδέα να δει ολόκληρο στρατό απ’ αυτούς, δεν τον τρόμαζε.

— Ναι, είναι πιθανό, είπε ο Φρόντο, που δεν του άρεσε η υπενθύμιση. Μα ελπίζω να περάσουμε το ποτάμι χωρίς να μας δουν.

— Έμαθες τίποτα γι’ αυτούς απ’ τον Γκίλντορ;

— Όχι πολλά — μόνο υπαινιγμούς κι αινίγματα, είπε ο Φρόντο αόριστα.

— Ρώτησες για το ρουθούνισμα;

— Δεν το συζητήσαμε, είπε ο Φρόντο με το στόμα γεμάτο.

— Θα ’πρεπε να το ’χες κάνει. Είμαι σίγουρος πως είναι πολύ σημαντικό. — Σ’ αυτή την περίπτωση, είμαι βέβαιος πως ο Γκίλντορ θα είχε αρνηθεί να το εξηγήσει, είπε ο Φρόντο απότομα. Και τώρα, άσε με και λίγο ήσυχο! Δεν έχω όρεξη ν’ απαντώ σ’ ένα σωρό ερωτήσεις την ώρα που τρώω. Θέλω να σκεφτώ!

— Ω, Ουρανοί! είπε ο Πίπιν. Την ώρα του πρωινού; Πήγε προς την άκρη του ξέφωτου.

Απ’ τη σκέψη του Φρόντο το ηλιόλουστο πρωινό — προδοτικά λαμπερό, σκέφτηκε — δεν είχε διώξει το φόβο της καταδίωξης. Αναλογιζόταν τα λόγια του Γκίλντορ. Η εύθυμη φωνή του Πίπιν έφτασε στ’ αυτιά του. Έτρεχε στο καταπράσινο χορτάρι και τραγουδούσε.

— Όχι! Δε θα μπορούσα! μονολόγησε. Άλλο είναι να πάρω τους νεαρούς μου φίλους για μια βόλτα στο Σάιρ μαζί μου, μέχρι που να πεινάσουμε, να κουραστούμε και το φαΐ και το κρεβάτι να γίνουν γλυκά. Το να τους πάρω στην εξορία όμως, που η πείνα κι η κούραση μπορεί να μην έχουν τελειωμό, είναι εντελώς διαφορετικό, ακόμα κι αν είναι πρόθυμοι να έρθουν. Η κληρονομιά είναι μόνο δική μου. Δε νομίζω πως πρέπει να πάρω ούτε και το Σαμ.

Κοίταξε το Σαμ Γκάμγκη κι ανακάλυψε πως ο Σαμ τον παρακολουθούσε.

— Λοιπόν, Σαμ! είπε. Τι λες; Φεύγω απ’ το Σάιρ όσο πιο γρήγορα μπορώ — δηλαδή αποφάσισα να μην περιμένω ούτε μια μέρα στο Κρικχόλοου, αν είναι δυνατό.