Выбрать главу

— Τότε, αν είναι να πάμε από βάλτους και βάτα, ας ξεκινήσουμε αμέσως, είπε ο Πίπιν.

Έκανε κιόλας σχεδόν τόση ζέστη, όση και την προηγούμενη μέρα. Σύννεφα όμως άρχισαν να σηκώνονται στη Δύση. Φαινόταν πιθανό να το γυρίσει σε βροχή. Οι χόμπιτ κατέβηκαν μια απότομη πράσινη πλαγιά και χώθηκαν στα πυκνά δέντρα από κάτω. Είχαν αποφασίσει ν’ αφήσουν το Γούντχολ στ’ αριστερά τους και να κόψουν λοξά μέσ’ απ’ τα δάση, που ήταν μαζεμένα στην ανατολική πλευρά του λόφου, μέχρι να φτάσουν στις πεδιάδες κάτω. Τότε θα τραβούσαν ίσια για το Φέρι Μποτ μέσ’ απ’ την πεδιάδα, που ήταν ανοιχτή, εκτός από μερικά χαντάκια και φράχτες. Όταν, με τα πολλά, κατάφεραν να φτάσουν στα ριζά της πλαγιάς, συνάντησαν ένα ποταμάκι να κατεβαίνει απ’ τους λόφους πίσω, σε μια βαθιά ρεματιά με απότομες και γλιστερές όχθες, σκεπασμένες με βάτα. Και, πολύ άβολα γι’ αυτούς, τους έκοβε το δρόμο που είχαν διαλέξει. Δεν μπορούσαν να το πηδήξουν ούτε να το περάσουν χωρίς να βραχούν, να γρατσουνιστούν και να λασπωθούν καθόλου. Σταμάτησαν κι αναρωτιόντουσαν τι να κάνουν.

— Πρώτη δυσκολία! είπε ο Πίπιν, χαμογελώντας σκυθρωπά.

Ο Σαμ Γκάμγκη κοίταξε πίσω. Μέσα από ένα άνοιγμα στα δέντρα είδε μια ματιά την κορυφή της πράσινης πλαγιάς που είχαν κατεβεί.

— Κοιτάξτε! είπε, αρπάζοντας το Φρόντο απ’ το μπράτσο.

Όλο; κοίταξαν και, στην άκρη ψηλά από πάνω τους στο φόντο τ’ ουρανού, είδαν ένα άλογο να στέκεται. Δίπλα του έσκυβε μια μαύρη σιλουέτα.

Αμέσως εγκαταλείψανε την ιδέα να γυρίσουνε πίσω. Ο Φρόντο μπήκε μπροστά και γρήγορα χώθηκε στους πυκνούς θάμνους πλάι στο ποταμάκι.

— Ουφ! είπε ο Πίπιν. Κι οι δυο μας είχαμε δίκιο. Ο ίσιος μας δρόμος στράβωσε κιόλας· μα ίσα ίσα προλάβαμε και κρυφτήκαμε. Εσύ που έχεις καλά αυτιά, Σαμ: ακούς τίποτα να ’ρχεται;

Στάθηκαν ακίνητοι, σχεδόν κρατώντας την αναπνοή τους, όσο αφουγκράζονταν· αλλά δεν ακουγόταν θόρυβος καταδίωξης.

— Δε φαντάζομαι να προσπαθήσει να κατεβάσει τ’ άλογό του απ’ αυτή την πλαγιά, είπε ο Σαμ. Μα νομίζω πως ξέρει, άτι την κατεβήκαμε. Καλά θα κάνουμε να προχωρήσουμε.

Το να προχωρήσουν δεν ήταν και τόσο εύκολο. Έπρεπε να κουβαλάνε τα σακίδίά τους και οι θάμνοι και τα βάτα δεν έλεγαν να τους αφήσουν να περάσουν. Η πλαγιά πίσω τους έκοβε τον άνεμο κι ο αέρας ήταν ασάλευτος κι αποπνικτικός. Όταν βγήκαν τέλος με δυσκολία σ’ ένα ξέφωτο, ήταν ξαναμμένοι, κουρασμένοι, καταγρατσουνισμένοι και, πάνω απ’ όλα, δεν ήταν σίγουροι για το πού έπρεπε να τραβήξουν. Οι όχθες του ποταμού χαμήλωναν, όπως έφτανε στον κάμπο και γινόταν πλατύτερο, λιγότερο βαθύ και κατευθυνόταν προς το Βάλτο και τον Ποταμό.

— Μπα! Μ’ αυτό είναι το ρέμα του Στοκ! είπε ο Πίπιν. Αν είναι να προσπαθήσουμε να ξαναγυρίσουμε στην πορεία μας, πρέπει να περάσουμε αμέσως απέναντι και να τραβήξουμε δεξιά.

Πέρασαν το ποταμάκι με τα πόδια και με βιασύνη διασχίσανε ένα πλάτωμα μεγάλο, άδεντρο και γεμάτο βούρλα, στην άλλη μεριά. Μετά βρήκαν πάλι μια συστάδα δέντρα: ψηλές βελανιδιές βασικά και, πού και πού, καμιά φτελιά ή πασχαλιά. Η γη ήταν αρκετά επίπεδη και οι θάμνοι λιγοστοί· τα δέντρα όμως ήταν πολύ πυκνά και τους εμπόδιζαν να βλέπουν μακριά μπροστά τους. Ξαφνικά φυσήματα του ανέμου σήκωναν ψηλά τα πεσμένα φύλλα και βροχοσταγόνες άρχισαν να πέφτουν απ’ το βαρυφορτωμένο ουρανό. Μετά, έκοψε ο αέρας κι άρχισε να βρέχει με το τουλούμι. Τραβούσαν μπροστά, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, περνώντας τόπους στρωμένους χλόη κι ανεμομαζεμένους σωρούς από παλιά φύλλα. Παντού γύρω τους η βροχή έπεφτε ποτάμι. Δε μιλούσαν, μα έριχναν συνέχεια ματιές πίσω τους και στα πλάγια.

Ύστερα από μισή ώρα ο Πίπιν είπε:

— Ελπίζω να μην έχουμε στρίψει πολύ προς το νοτιά και να διασχίζουμε κατά μήκος αυτό το δάσος! Δεν είναι πολύ φαρδύ — θα ’λεγα όχι περισσότερο από ένα μίλι — και θα ’πρεπε να είχαμε βγει μέχρι τώρα.

— Δεν είναι καλό ν’ αρχίσουμε τα ζικ ζακ, είπε ο Φρόντο. Δε θα βοηθήσουμε την κατάσταση. Ας συνεχίσουμε όπως πάμε. Δεν είμαι σίγουρος πως θέλω να βγω στ’ ανοιχτά ακόμα.

Συνέχισαν για δυο περίπου μίλια ακόμα. Και τότε ο ήλιος λαμπύρισε πίσω απ’ τα κουρελιασμένα σύννεφα ξανά κι η βροχή έκοψε. Τώρα ήταν περασμένο μεσημέρι κι ένιωθαν πως ήταν πια ώρα για το μεσημεριανό. Σταμάτησαν κάτω από μια ιτιά: τα φύλλα της, αν και κιτρίνιζαν με γοργό ρυθμό, ήταν ακόμα πυκνά. Κάτω στα πόδια της ο τόπος ήταν αρκετά στεγνός και προφυλαγμένος. Σαν άρχισαν να μαγειρεύουν το φαγητό τους, ανακάλυψαν πως τα Ξωτικά είχαν γεμίσει τα παγούρια τους μ’ ένα διάφανο ποτό, στο χρώμα του χλωμού χρυσαφιού: μύριζε σαν μέλι φτιαγμένο από πολλά λουλούδια κι ήταν πολύ δυναμωτικό. Πολύ γρήγορα γελούσαν κι αδιαφορούσαν για τη βροχή και τους Μαύρους Καβαλάρηδες. Τα λίγα τελευταία μίλια, ένιωθαν, γρήγορα θα τ’ άφηναν πίσω τους.