Выбрать главу

Ο Φρόντο ακούμπησε την πλάτη του πάνω στον κορμό του δέντρου κι έκλεισε τα μάτια. Ο Σαμ κι ο Πίπιν κάθισαν κοντά κι άρχισαν να μουρμουρίζουν κι έπειτα να τραγουδούν σιγανά:

Χο! Χο! Χο! το κρασάκι μου θα πιω, Τα μεράκια μου να πνίξω και να γιάνω τον καημό. Βρέχει και φυσούν αγέρες, Περπατώ νύχτες και μέρες Και ο δρόμος μου δεν έχει τελειωμό.
Το φλασκί μου θε να πιάσω στα γερά. Κι από κάτω από ’να δέντρο θα ξαπλώσω μια χαρά! Και τα σύννεφα ας πάνε Και οι μέρες ας κυλάνε Και ο δρόμος ας μη φτάνει πουθενά!

— Χο! Χο! Χο! άρχισαν πάλι πιο δυνατά.

Ξαφνικά, κόπηκαν στη μέση. Ο Φρόντο πετάχτηκε όρθιος. Ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό έφτασε ως κάτω μαζί με τον άνεμο, σαν το κλάμα κάποιου κακόβουλου και μοναχικού πλάσματος. Δυνάμωνε κι έπεφτε και τέλειωσε σε μια ψιλή διαπεραστική νότα. Κι ακόμα εκεί, όπως κάθονταν ή στέκονταν, λες κι είχαν ξαφνικά μαρμαρώσει, ένα άλλο ουρλιαχτό απάντησε στο πρώτο, πιο αδύναμο και μακρινό, μα όχι λιγότερο απαίσιο. Μετά ακολούθησε ησυχία, που την έσπαγε μόνο η βουή του ανέμου στις φυλλωσιές.

— Και τι νομίζετε πως ήταν αυτό; ρώτησε τέλος ο Πίπιν προσπαθώντας να το ρίξει στ’ αστείο, μα έτρεμε λιγάκι. Αν ήταν πουλί, για πρώτη φορά ακούγεται στο Σάιρ.

— Δεν ήταν ούτε πουλί ούτε ζώο, είπε ο Φρόντο. Ήταν κάλεσμα ή συνθηματική κραυγή — υπήρχαν λέξεις σ’ αυτό το ουρλιαχτό, αν και δεν μπόρεσα να τις πιάσω. Πάντως κανένας χόμπιτ δεν έχει τέτοια φωνή.

Δεν είπαν περισσότερα. Όλοι σκέφτονταν τους Καβαλάρηδες, μα κανείς δε μιλούσε γι’ αυτούς. Τώρα τους είχε κοπεί κάθε διάθεση είτε να μείνουν είτε να προχωρήσουν. Αλλά, αργά ή γρήγορα, έπρεπε να διασχίσουν τον κάμπο ως το Φέρι Μποτ κι ήταν καλύρερα να πάνε γρηγορότερα, με το φως της μέρας. Σε λίγα λεπτά είχαν φορτωθεί τα σακίδιά τους και ξεκινούσαν.

Σε λίγο το δάσος τέλειωσε απότομα. Μπροστά τους απλώνονταν ευρύχωροι τόποι γεμάτοι χορτάρια. Τώρα είδαν πως είχαν, πραγματικά, στρίψει προς το νοτιά. Πέρα απ’ τα λιβάδια έβλεπαν λιγάκι το χαμηλό λόφο του Μπάκλμπερι, απ’ την άλλη μεριά του Ποταμού, μα τώρα ήταν αριστερά τους. Γλιστρώντας προσεχτικά έξω απ’ την άκρη των δέντρων, πήραν δρόμο να διασχίσουν την απλωσιά όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.

Στην αρχή φοβόντουσαν, μακριά απ’ την προστασία του δάσους. Μακριά πίσω τους βρισκόταν το ψήλωμα, που είχαν φάει το πρωί. Ο Φρόντο μισοπερίμενε να δει τη μακρινή σιλουέτα ενός καβαλάρη στη ραχούλα, μαύρη στο φόντο τ’ ουρανού· μα δε φαινόταν τίποτα. Ο ήλιος ξέφυγε απ’ τα σύννεφα που σκόρπιζαν, όπως χαμήλωνε προς τους λόφους που είχαν αφήσει, κι έλαμπε τώρα ξανά. Ο φόβος τους έφυγε, αν κι ακόμα δεν ένιωθαν άνετα. Αλλά η γη γινόταν όλο πιο ήμερη και στρωτή. Σύντομα έφτασαν σε καλοφροντισμένα χωράφια και λιβάδια, με φράχτες και πόρτες και χαντάκια για να φεύγουν τα νερά. Όλα φαίνονταν ήσυχα κι ειρηνικά, μια απλή γωνιά του Σάιρ μονάχα. Με κάθε τους βήμα τα κέφια τους έφτιαχναν. Η γραμμή του Ποταμού ερχόταν όλο και πιο κοντά· κι οι Μαύροι Καβαλάρηδες άρχισαν να γίνονται φαντάσματα του δάσους, που είχαν τώρα αφήσει μακριά πίσω τους.

Πέρασαν την άκρη ενός χωραφιού με γογγύλια κι έφτασαν σε μια γερή πόρτα. Πίσω της ξετυλιγόταν ένα αυλακωμένο δρομάκι ανάμεσα από χαμηλούς καλοβαλμένους φράχτες, που πήγαινε σε μια συστάδα δέντρων. Ο Πίπιν σταμάτησε.

— Τα ξέρω αυτά τα χωράφια κι αυτή την πόρτα! είπε, Αυτό είναι το Φασολοχώραφο του γερο-Μάγκοτ του Τσιφλικά το κτήμα. Εκείνο κει κάτω στα δέντρα είναι το υποστατικό του.

— Μπα, κακό που με βρήκε! έκανε ο Φρόντο, κι ήταν τόσο τρομαγμένος, λες κι ο Πίπιν να ’χε πει πως το δρομάκι ήταν το άνοιγμα της σπηλιάς κάποιου δράκου.

Οι άλλοι τον κοίταξαν μ’ έκπληξη.

— Τι έχει ο γερο-Μάγκοτ; ρώτησε ο Πίπιν. Αυτός είναι φίλος καλός μ’ όλους τους Μπράντιμπακ. Βέβαια, είναι ο φόβος κι ο τρόμος όσων μπαίνουν κρυφά στα χωράφια του. Κι έχει και κάτι άγριους σκύλους — μα, στο κάτω κάτω, ο κόσμος εδώ είναι κοντά στα σύνορα και χρειάζεται να προσέχουν περισσότερο.

— Το ξέρω. είπε ο Φρόντο. Μ’ όλ’ αυτά, όμως, πρόσθεσε γελώντας ντροπιασμένα, εγώ τον τρέμω κι αυτόν και τα σκυλιά του. Απόφευγα το υποστατικό του για χρόνια και χρόνια. Μ’ είχε τσακώσει αρκετές φορές να του κλέβω μανιτάρια, σαν ήμουν πιτσιρίκος στο Μπράντι Χολ. Την τελευταία φορά μου τις έβρεξε κι ύστερα με πήρε και μ’ έδειξε στα σκυλιά του. «Κοιτάξτε εδώ, λεβέντες μου» είπε «αν αυτός ο μπαγαπόντης ξαναπατήσει το ποδάρι του στα χωράφια μου, μπορείτε να τον φάτε! Τώρα ξεπροβοδίστε τον!» Με κυνήγησαν μέχρι το Φέρι Μποτ. Ακόμα δεν έχω καταφέρει να νικήσω το φόβο μου — αν και τολμώ να πω, πως τα ζώα ήξεραν τη δουλειά τους και δε θα μ’ άγγιζαν στ’ αλήθεια.