Выбрать главу

— Αν βιαζόσαστε, ο δρόμος θα σας είχε εξυπηρετήσει καλύτερα, είπε ο χωριάτης. Μα εγώ δε νοιαζόμουνα γι’ αυτό. Έχεις την άδεια να περνάς μέσ’ απ’ τα χωράφια μου, σαν το θέλεις, κύριε Πέρεγκριν. Κι εσύ, κύριε Μπάγκινς — αν και θα ’λεγα πως ακόμα σ’ αρέσουνε τα μανιτάρια. Α, ναι, το γνώρισα τ’ όνομα. Θυμάμαι τον καιρό που ο νεαρός Φρόντο Μπάγκινς ήταν ένα απ’ τα χειρότερα μικρά ζιζάνια του Μπάκλαντ. Μα δε σκεφτόμουνα τα μανιτάρια. Είχα μόλις ακούσει τ’ όνομα Μπάγκινς λίγη ώρα πριν φανείτε. Σαν τι νομίζετε πως με ρώτησε εκείνος ο παράξενος τύπος;

Τον περίμεναν ανήσυχοι να συνεχίσει.

— Το λοιπόν, συνέχισε ο κτηματίας, φτάνοντας στο κύριο σημείο αργά κι απολαυστικά, αυτός ήρθε καβάλα σ’ ένα μεγάλο μαύρο άλογο, απ’ την εξώπορτα, που έτυχε να ’ναι ανοιχτή κι έφτασε ίσια στην πόρτα μου απέξω. Κι ο ίδιος ήταν κατάμαυρος και τυλιγμένος με μανδύα και κουκούλα, λες και δεν ήθελε να τον γνωρίσουν. Τώρα τι μπορεί να γυρεύει στο Σάιρ τούτος δω: σκέφτηκα μέσα μου. Δε βλέπουμε πολλούς Μεγάλους Ανθρώπους δώθε απ’ τα σύνορα· κι εδώ που τα λέμε, δεν ξανάχα ακούσει ποτές μου για κάτι σαν κι αυτόν τον κατάμαυρο τον τύπο.

» Καλή σου μέρα! είπα, βγαίνοντας έξω. Αυτό το δρομάκι δε βγάζει πουθενά, όπου κι αν πηγαίνεις. Ο γρηγορότερος δρόμος θα ’ναι να βγεις πίσω στον κεντρικό δρόμο. Δε μ’ άρεσε η φάτσα του· και σα βγήκε έξω ο Δαγκάνας, τον μυρίστηκε μια φορά κι έβγαλε τέτοια φωνή, λες και τον είχε κεντρίσει σφήκα: έβαλε την ουρά στα σκέλια κι έτρεξε μακριά γαβγίζοντας φοβισμένα. Ο μαύρος καθόταν δίχως να κουνιέται καθόλου.

«Έρχομαι από πέρα, είπε αργά και κάπως μουδιασμένα, δείχνοντας πίσω δυτικά, μέσ’ απ’ τα δικά μου τα χωράφια! Μάλιστα!

»Εχεις δει τον Μπάγκινς; ρώτησε με μια παράξενη φωνή κι έσκυψε κατά το μέρος μου. Εγώ δεν μπορούσα να δω καθόλου πρόσωπο, γιατί η κουκούλα του έπεφτε κάτω πολύ χαμηλά. Ένιωσα μια ανατριχίλα να κατεβαίνει στο ραχοκόκαλό μου. Μα δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί θα ’πρεπε να περνάει καβάλα μέσ’ απ’ τα χωράφια μου, με το έτσι θέλω.

» Για πάρε δρόμο και δίνε του! είπα. Εδώ δεν υπάρχουν Μπάγκινς. Ήρθες σε λάθος μέρος. Καλά θα κάνεις να πας δυτικά, στο Χόμπιτον — μα να πας απ’ το δρόμο αυτή τη φορά.

» Ο Μπάγκινς έχει φύγει, απάντησε ψιθυριστά. Έρχεται. Δεν είναι μακριά. Θέλω να τον βρω. Αν περάσει, θα μου το πεις; Θα γυρίσω με χρυσάφι.

» Όχι, δε θα γυρίσεις, είπα εγώ. Θα πας πίσω από κει που ’ρθες και γρήγορα μάλιστα. Σου δίνω ένα λεπτό καιρό, πριν φωνάξω τα σκυλιά μου. Έβγαλε ένα σφύριγμα σαν φίδι. Μπορεί και να ’ταν γέλιο, μπορεί κι όχι. Σπιρούνισε το μεγάλο άλογό του ίσια καταπάνω μου. Μόλις που πρόλαβα και πήδηξα στην άκρη. Φώναξα τα σκυλιά, μ’ αυτός γύρισε κι έφυγε απ’ το δρομάκι τρέχοντας σαν αστραπή κατά το δρόμο πάνω στο ανάχωμα. Τι λέτε σεις για όλ’ αυτά;

Ο Φρόντο κάθισε για μια στιγμή κοιτώντας τη φωτιά, μα η μοναδική του σκέψη ήταν, πώς στο καλό θα κατάφερναν να φτάσουν στο Φέρι Μποτ.

— Δεν ξέρω τι να σκεφτώ, είπε τέλος.

— Τότες θα σου πω εγώ τι να σκεφτείς, είπε ο Μάγκοτ. Δεν έπρεπε ποτές σου να πας και ν’ ανακατευτείς μ’ εκείνους που μένουν στο Χόμπιτον, κύριε Φρόντο. Είναι παράξενοι αυτοί εκεί.

Ο Σαμ αναδεύτηκε στην καρέκλα του και κοίταξε τον κτηματία με μάτια εχθρικά.

— Μα πάντα σου ήσουνα άμυαλος. Σαν έμαθα πως έφυγες απ’ τους Μπράντιμπακ και πήγες με τον κυρ Μπίλμπο, είπα πως θα ’βρισκες μεγάλους μπελάδες. Και, πρόσεξε αυτό που θα σου πω, όλ’ αυτά γίνονται απ’ τα παράξενα καμώματα του κυρ Μπίλμπο. Τα λεφτά του τα βρήκε με περίεργο τρόπο, σε ξένα μέρη, λένε. Μπορεί να βρίσκονται καμπόσοι που να θέλουν να μάθουν τι απόγιναν το χρυσάφι και τα στολίδια, που έχωσε στο λόφο του Χόμπιτον, όπως ακούω;

Ο Φρόντο δεν είπε τίποτα: οι έξυπνες σκέψεις του κτηματία ήταν αρκετά ανησυχητικές.

— Λοιπόν, κύριε Φρόντο, συνέχισε ο Μάγκοτ, χαίρομαι που ’χες το μυαλό να ξαναγυρίσεις στο Μπάκλαντ. Κι αυτή είναι η συμβουλή μου: κάτσε εδώ! Και μην ανακατεύεσαι μ’ αυτούς τους ξενομερίτες. Θα ’χεις φίλους σ’ αυτά τα μέρη. Κι αν τίποτα απ’ αυτούς τους μαύρους σε ξανακυνηγήσουν, θα τους ταχτοποιήσω εγώ. Θα τους πω πως πέθανες ή πως έφυγες απ’ το Σάιρ ή ό,τι θέλεις. Κι αυτό θα ’ναι κι η αλήθεια, εδώ που τα λέμε· γιατί το πιο πιθανό είναι να γυρεύουν νέα του γερο-Μπίλμπο.

— Ίσως να ’χεις δίκιο, είπε ο Φρόντο, αποφεύγοντας τα μάτια του κτηματία και κοιτάζοντας τη φωτιά.

Ο Μάγκοτ τον κοίταξε σκεφτικά.

— Λοιπόν, βλέπω πως έχεις τις δικές σου ιδέες, είπε. Είναι φως φανάρι πως εσύ κι ο καβαλάρης δεν ήρθατε εδώ στην τύχη τούτο εδώ τ’ απομεσήμερο· ίσως τα μαντάτα μου να μην ήταν και πολύ σπουδαία για σένα, εδώ που τα λέμε. Δε σου ζητάω να μου πεις τίποτες που θες να το κρατήσεις για τον εαυτό σου· μα βλέπω πως έχεις μπλεξίματα. Θα σκέφτεσαι πως δε θα ’ναι και πολύ εύκολο να φτάσεις στο Φέρι δίχως να σε πιάσουν, ε;