Выбрать главу

— Έτσι ακριβώς, είπε ο Φρόντο. Αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε να φτάσουμε εκεί· κι αυτό δε θα γίνει με το να καθόμαστε και να το σκεφτόμαστε. Γι’ αυτό φοβάμαι πως πρέπει να του δίνουμε. Σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ για την καλοσύνη σου! Σ’ έτρεμα κι εσένα και τα σκυλιά σου, πάνω από τριάντα χρόνια, κύριε Μάγκοτ, αν και μπορεί να γελάς που τ’ ακούς. Είναι κρίμα: γιατί έχασα έναν καλό φίλο. Και τώρα λυπάμαι που φεύγω τόσο γρήγορα. Θα ξαναγυρίσω, όμως, ίσως, μια μέρα — αν βρω την ευκαιρία.

— Θα ’σαι καλοδεχούμενος όποτε κι αν έρθεις, είπε ο Μάγκοτ. Μα έχω μια ιδέα τώρα. Είναι κιόλας ηλιοβασίλεμα κι εμείς θα φάμε το βραδινό μας· γιατί πάμε για ύπνο λίγο μετά τον Ήλιο. Αν, εσύ κι ο Πέρεγκριν κι όλοι σας, μπορούσατε να μείνετε και να τσιμπήσετε κάτι μαζί μας, θα το χαιρόμασταν !

— Το ίδιο κι εμείς! είπε ο Φρόντο. Αλλά φοβάμαι πως πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως. Ακόμα και τώρα, θα σκοτεινιάσει πριν μπορέσουμε να φτάσουμε στο Φέρι.

— Α! Μα για σταθείτε μια στιγμή! Εγώ ήμουνα έτοιμος να πω ότι μόλις τσιμπήσουμε για βράδυ, θα βγάλω έξω ένα μικρό κάρο και θα σας πάω στο Φέρι. Έτσι θα γλιτώσετε αρκετό ποδαρόδρομο και μπορεί να γλιτώσετε κι άλλες φασαρίες.

Ο Φρόντο τώρα δέχτηκε την πρόσκληση μ’ ευγνωμοσύνη, για μεγάλη ανακούφιση του Πίπιν και του Σαμ. Ο ήλιος βρισκόταν κιόλας πίσω απ’ τους λόφους στη δύση και το φως λιγόστευε. Δυο απ’ τους γιους του Μάγκοτ κι οι τρεις κόρες του μπήκαν μέσα κι έστρωσαν ένα πλούσιο δείπνο στο μεγάλο τραπέζι. Η κουζίνα φωτίστηκε με κεριά, και δυνάμωσαν τη φοτιά. Η κυρία Μάγκοτ μπαινόβγαινε όλο φούρια. Κάνα δυο άλλοι χόμπιτ του υποστατικού ήρθαν μέσα. Σε λίγο δεκατέσσερις χόμπιτ κάθισαν για να φάνε. Είχε άφθονη μπίρα και μια θεόρατη πιατέλα μανιτάρια με μπέικον, εκτός απ’ τ’ άλλα χορταστικά φαγητά του υποστατικού. Τα σκυλιά ήταν ξαπλωμένα πλάι στη φωτιά και μασουλούσαν φλούδες και σπασμένα κόκαλα.

Όταν τέλειωσαν, ο Τσιφλικάς κι οι γιοι του βγήκαν έξω μ’ ένα φανάρι κι ετοίμασαν το κάρο. Ήταν σκοτάδι στην αυλή, όταν οι φιλοξενούμενοι βγήκαν έξω. Έριξαν τα σακίδιά τους πάνω στο κάρο κι ανέβηκαν κι αυτοί, Ο χωριάτης κάθισε στη θέση του οδηγού και μαστίγωσε τα δυο γεροδεμένα του πόνυ. Η γυναίκα του στάθηκε στο φως της ανοιχτής πόρτας.

— Να προσέχεις, Μάγκοτ! φώναξε. Μην πας και τσακωθείς με κανέναν ξένο· και να γυρίσεις ίσια σπίτι!

— Και βέβαια! είπε αυτός κι οδήγησε το κάρο έξω απ’ την πόρτα. Δε φυσούσε καθόλου τώρα. Η νύχτα ήταν ασάλευτη κι ήσυχη. Έκανε ψύχρα. Πήγαιναν αργά, χωρίς φώτα. Έπειτα από ένα δυο μίλια το δρομάκι τέλειωσε και, περνώντας ένα βαθύ χαντάκι κι ανεβαίνοντας μια μικρή ανηφοριά, βγήκαν στο δρόμο πάνω στο ανάχωμα.

Ο Μάγκοτ κατέβηκε και κοίταξε καλά παντού, βόρεια και νότια. Τίποτα δε διακρινόταν στο σκοτάδι, και στον ήσυχο αέρα δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Λεπτές κορδέλες από ποταμίσια ομίχλη κρέμονταν πάνω απ’ τους υδατοφράχτες και σέρνονταν στα χωράφια.

— Θα πυκνώσει, είπε ο Μάγκοτ, μα δε θ’ ανάψω τα φανάρια μου μέχρι που να πάρω το δρόμο για το σπίτι. Μπορούμε να τ’ ακούμε όλα στο δρόμο απόψε, πολύ πριν τα συναντήσουμε.

Ήταν πέντε μίλια, ίσως και περισσότερο, απ’ το δρομάκι του Μάγκοτ μέχρι το Φέρι. Οι χόμπιτ τυλίστηκαν καλά, αλλά τ’ αυτιά τους ήταν τεντωμένα μήπως κι ακούσουν τίποτα, πέρα απ’ το τρίξιμο που έκαναν οι ρόδες και το σιγανό κλοπ, που έκαναν τα πέταλα των πόνυ. Στο Φρόντο το κάρο φαινόταν να πηγαίνει πιο αργά κι από σαλιγκάρι. Δίπλα του ο Πίπιν κουτουλούσε απ’ τη νύστα· ο Σαμ όμως τέντωνε τα μάτια του, κοιτάζοντας μπροστά στην ομίχλη που πύκνωνε.

Τέλος, έφτασαν στην αρχή του δρόμου για το Φέρι. Η είσοδος του δρόμου ξεχώριζε από δυο ψηλές άσπρες κολόνες, που ξαφνικά θαμποφάνηκαν δεξιά τους. Ο Μάγκοτ ο Τσιφλικάς τράβηξε τα λουριά των πόνυ και το κάρο έτριξε και σταμάτησε. Την ώρα που άρχισαν να κατεβαίνουν βιαστικά, άκουσαν ξαφνικά αυτό που όλοι τους φοβόνταν: πέταλα στο δρόμο μπροστά τους. Ο θόρυβος ερχόταν προς το μέρος τους.

Ο Μάγκοτ πήδηξε έξω και στάθηκε, κρατώντας τα κεφάλια των πόνυ και τεντώνοντας τα μάτια του μπροστά στη σκοτεινιά. Κλιπ-κλοπ, κλιπ-κλοπ πλησίαζε ο καβαλάρης. Τα πέταλα αντηχούσαν δυνατά στον ασάλευτο ομιχλιασμένο αέρα.

— Καλύτερα να κρυφτείτε, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ ανήσυχα. Ξαπλώστε χάμω στο κάρο και σκεπαστείτε με κουβέρτες. Εμείς θα στείλουμε τον καβαλάρη στη δουλειά του!

Σκαρφάλωσε και βγήκε έξω και στάθηκε στο πλευρό του χωριάτη. Οι Μαύροι Καβαλάρηδες θα χρειάζονταν να περάσουν από πάνω του, για να πλησιάσουν το κάρο.