Выбрать главу

Κλοπ-κλοπ, κλοπ-κλοπ. Ο καβαλάρης ήταν σχεδόν πάνω τους.

— Ε! εκεί! φώναξε ο Μάγκοτ ο Τσιφλικάς.

Τα πέταλα σταμάτησαν απότομα. Νόμισαν πως μπορούσαν αμυδρά να διακρίνουν μια σιλουέτα σκεπασμένη με μανδύα μες στην ομίχλη, δυο γυάρδες μπροστά.

— Πρόσεξε! είπε ο χωρικός, πετώντας τα λουριά στο Σαμ και βγαίνοντας μπροστά. Μην κάνεις βήμα μπροστά! Τι θέλεις και πού πας;

— Θέλω τον κύριο Μπάγκινς. Μήπως τον είδατε; είπε μια πηχτή φωνή — η φωνή τού Μέρι Μπράντιμπακ. Ένα σκοτεινό φανάρι ξεσκεπάστηκε και το φως του έπεσε στο έκπληκτο πρόσωπο του Τσιφλικά.

— Κύριε Μέρι! φώναξε.

— Ναι, μα φυσικά! Ποιος νόμιζες πως ήταν; είπε ο Μέρι προχωρώντας εμπρός.

Όπως βγήκε απ’ την ομίχλη και οι φόβοι τους καταλάγιασαν, αυτός φάνηκε ξαφνικά να μικραίνει στο συνηθισμένο χομπιτο-μέγεθος. Ήταν καβάλα σ’ ένα πόνυ κι ένα κασκόλ ήταν τυλιγμένο γύρω απ’ το λαιμό και το σαγόνι του, για να κρατά έξω την ομίχλη.

Ο Φρόντο πήδηξε έξω απ’ το κάρο για να τον χαιρετίσει.

— Ώστε φτάσατε επιτέλους! είπε ο Μέρι. Είχα αρχίσει ν’ αναρωτιέμαι αν θα φανείτε καθόλου σήμερα και μόλις γύριζα πίσω για το βραδινό μου. Όταν σηκώθηκε ομίχλη, βγήκα απέναντι και πήγα κατά το Στοκ, να δω μη τυχόν και πέσατε σε κανένα χαντάκι. Μα από πού στην ευχή ήρθατε; Πού τους βρήκατε, κύριε Μάγκοτ; Στο νερόλακκο για τις πάπιες σας;

— Όχι, τους τσάκωσα στα χωράφια μου, είπε ο τσιφλικάς, και παραλίγο να βάλω τα σκυλιά μου να τους κυνηγήσουν· μα θα σ’ την πουν όλη την ιστορία σίγουρα. Τώρα, με το συμπάθιο, κύριε Φρόντο κι όλοι σας, καλά θα κάνω να γυρίσω σπίτι μου. Η κυρα-Μάγκοτ θα με νοιάζεται, τώρα που η νύχτα προχωράει.

Πισώφερε το κάρο στο δρομάκι και το γύρισε.

— Λοιπόν, καληνύχτα σ’ όλους σας, είπε. Παράξενη τούτη η μέρα, όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Μα όλα καλά σαν τελειώνουν καλά· αν κι ίσως θα πρεπε να το πούμε αυτό σα φτάσουμε στις πόρτες μας. Και δεν τ’ αρνιέμαι πως θα χαρώ σαν το κάνω.

Αναψε τα φανάρια του και σηκώθηκε. Ξαφνικά παρουσίασε ένα μεγάλο πανέρι κάτω απ’ το κάθισμα.

— Παραλίγο να το ξεχάσω, είπε. Η κυρία Μάγκοτ το έβαλε αυτό για τον κύριο Μπάγκινς, μαζί με τα χαιρετίσματά της.

Το κατέβασε κάτω και ξεκίνησε ενώ τον ακολουθούσαν οι ευχαριστίες και οι καληνύχτες τους.

Κοίταξαν τους χλωμούς φωτεινούς κύκλους γύρω απ’ τα φανάρια όπως μίκραιναν στην ομιχλιασμένη νύχτα. Ξαφνικά ο Φρόντο έβαλε τα γέλια: απ’ το σκεπασμένο καλάθι που κρατούσε, έβγαινε η μυρωδιά από μανιτάρια.

Κεφάλαιο V

ΤΟ ΞΕΣΚΕΠΑΣΜΑ ΜΙΑΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ

— Τώρα καλά θα κάνουμε να πάμε κι εμείς σπίτι, είπε ο Μέρι. Βλέπω πως σ’ όλ’ αυτά κάτι παράξενο υπάρχει· αλλά ας περιμένει μέχρι να μπούμε μέσα.

Κατηφόρισαν το δρομάκι του Φέρι Μποτ, που ήταν ολόισιο και καλοδιατηρημένο, σημαδεμένο κι απ’ τις δυο πλευρές με μεγάλες ασπρισμένες πέτρες. Σε καμιά εκατοστή γυάρδες περίπου, τους έφερε στην όχθη του ποταμού, όπου υπήρχε μια πλατιά ξύλινη πλωτή αποβάθρα. Ένα μεγάλο επίπεδο φέρι μποτ ήταν δεμένο δίπλα της. Οι άσπρες δέστρες κοντά στην άκρη του νερού λαμπύριζαν στο φως δυο φαναριών κρεμασμένων πάνω σε ψηλούς στύλους. Πίσω από τα χωράφια η ομίχλη υψωνόταν πάνω απ’ τους φράχτες· το νερό όμως μπροστά τους κυλούσε θολό, με ελάχιστες κορδέλες που στριφογύριζαν σαν ατμός ανάμεσα στις καλαμιές της όχθης. Φαινόταν σαν να είχε λιγότερη ομίχλη στην απέναντι πλευρά.

Ο Μέρι ανέβασε, πάνω από μια τάβλα, το πόνυ στο φέρι κι οι άλλοι ακολούθησαν. Έπειτα ο Μέρι μ’ ένα μακρύ κοντάρι το ’σπρωξε αργά. Ο Μπράντιγουάιν κυλούσε αργός και πλατύς μπροστά τους. Στην άλλη πλευρά η όχθη ήταν απόκρημνη κι ένα στριφογυριστό μονοπάτι οδηγούσε πάνω απ’ την αποβάθρα. Εκεί τρεμόσβηναν φανάρια. Από πίσω υψωνόταν ο Λόφος του Μπακ· κι απάνω του, ανάμεσα από λεπτά συννεφάκια ομίχλης, έλαμπαν πολλά στρογγυλά παράθυρα, κίτρινα και κόκκινα. Ήταν τα παράθυρα του Μπράντι Χολ, του πατρογονικού των Μπράντιμπακ.

Πολύ παλιά, ο Γκόρχενταντ Όλντμπακ, αρχηγός της οικογένειας των Όλντμπακ, που ήταν μια απ’ τις αρχαιότερες στο Βάλτο ή μάλλον στο Σάιρ, είχε διαβεί τον ποταμό, που αποτελούσε στην αρχή το σύνορο της χώρας απ’ την ανατολή. Αυτός έχτισε (κι έσκαψε) το Μπράντι Χολ. Άλλαξε τ’ όνομά του σε Μπράντιμπακ κι εγκαταστάθηκε κι έγινε κύριος. στην πραγματικότητα, μιας μικρής κι ανεξάρτητης χώρας. Η οικογένεια του αύξαινε και πλήθαινε και, μετά το θάνατό του, συνέχισαν ν’ αυξάνονται και να πληθαίνουν, μέχρι που το Μπράντι Χολ έπιασε ολόκληρο το χαμηλό λόφο κι είχε τρεις μεγάλες κυρίες εισόδους, πολλά παραπόρτια κι εκατό παράθυρα περίπου. Οι Μπράντιμπακ κι οι αμέτρητοι υποταχτικοί τους άρχισαν να σκάβουν κι αργότερα να χτίζουν παντού γύρω. Αυτή ήταν η αρχή του Μπάκλαντ, μιας πυκνοκατοικημένης ζώνης ανάμεσα στον Ποταμό και στο Παλιό το Δάσος, ένα είδος αποικίας του Σάιρ. Το κυριότερο χωριό του ήταν το Μπάκλμπερι, μαζεμένο στις όχθες και στις πλαγιές πίσω απ’ το Μπράντι Χολ.