Σαράντα λεύγες απλώνονται απ’ τους Μακρινούς Κάμπους μέχρι τη γέφυρα του Μπράντιγουάιν και πενήντα από τα έλη στο βοριά μέχρι τους βάλτους στο νότο. Την περιοχή αυτή οι χόμπιτ ονόμασαν «το Σάιρ». Εκεί περνούσε η δύναμη του Θέην τους και ήταν ένας τόπος καλοοργανωμένης δουλειάς. Σ’ εκείνη λοιπόν την όμορφη γωνιά του κόσμου καταγίνονταν με τάξη στις δουλειές τους κι έβγαζαν το ψωμί τους. Και όσο περνούσε ο καιρός, τόσο και λιγότερο ενδιαφέρονταν για τον έξω κόσμο, όπου ζούσαν σκοτεινά όντα κι έφτασαν να. πιστεύουν πως η ειρήνη κι η αφθονία ήταν κανόνας στη Μέση-Γη καν το δικαίωμα όλου του μυαλωμένου κόσμου. Ξέχασαν ή αγνόησαν κι αυτά τα λίγα που ήξεραν για τους Προστάτες και τους κόπους εκείνων που έκαναν δυνατή τη μακροχρόνια ειρήνη του Σάιρ. Η αλήθεια είναι πως τους προστάτευαν, μα αυτοί είχαν πάψει να το θυμούνται πια.
Σε καμιά εποχή, κανένα είδος χόμπιτ δεν υπήρξε πολεμόχαρο και ποτέ τους δεν είχαν εμφύλιους πολέμους. Φυσικά τον παλιό καιρό χρειάστηκε να πολεμήσουν για να ζήσουν στο σκληρό αυτό κόσμο, αλλ’ αυτά τα γεγονότα, τον καιρό του Μπίλμπο, είχαν γίνει ιστορία. Την τελευταία μάχη πριν την αρχή της ιστορίας μας, που ήταν και η μοναδική που έγινε μέσα στο Σάιρ, κανείς, ούτε κι ο πιο γέρος, δεν τη θυμόταν. Αυτή ήταν η Μάχη των Πράσινων Λιβαδιών, Μ.τ.Σ. 1147, όταν ο Μπάντομπρας Τουκ σκόρπισε επίθεση των Ορκ. Ακόμα και οι καιρικές συνθήκες είχαν γίνει καλύτερες και οι λύκοι που κατέβαιναν απ’ το Βοριά και κατασπάραζαν τα πάντα, όταν ο χειμώνας ήταν βαρύς, τώρα υπήρχαν μόνο στις ιστορίες των παππούδων. Γι’ αυτό. αν και υπήρχαν ακόμα αρκετά όπλα στο Σάιρ. τα χρησιμοποιούσαν σαν τρόπαια και τα κρεμούσαν πάνω απ’ τα τζάκια ή στους τοίχους που βρίσκονταν στο μουσείο του Μίσελ-Ντέλβινγκ. Αυτό το έλεγαν Μάθομ-χάουζ· γιατί ό,τι πράγμα οι Χόμπιτ δεν ήξεραν πού να το χρησιμοποιήσουν, αλλά δεν ήθελαν και να το πετάξουν, το έλεγαν μάθομ. Τα σπίτια τους συχνά ήταν παραγεμισμένα από μάθομ και πολλά απ’ τα δώρα που άλλαζαν χέρια, ήταν αυτού του είδους.
Κι όμως, η άνεση και η ειρήνη είχαν πολύ περίεργα αφήσει το λαό αυτό ακόμα σκληρό. Αν υπήρχε ανάγκη πραγματική τότε πολύ δύσκολα τους τρόμαζε ή τους σκότωνε κανείς. Και μπορούσαν στην ανάγκη ν’ αντέξουν την κακομεταχείριση είτε από πόνο, είτε από εχθρό, είτε από κακοκαιρία τόσο, που έκανε ν’ απορούν εκείνοι που δεν τους ήξεραν καλά και δεν έβλεπαν πιο πέρα απ’ τις κοιλίτσες τους και τα καλοθρεμμένα τους πρόσωπα. Δύσκολα καβγάδιζαν, και το κυνήγι δεν το αγαπούσαν, αν τους στρίμωχνες όμως ήταν γεροί και στην ανάγκη μπορούσαν ακόμα και να μεταχειριστούν όπλα. Σημάδευαν καλά με το τόξο γιατί είχαν γερά μάτια και σταθερό χέρι. Και δεν ήταν καλοί στο σημάδι μόνο με τα τόξα και τα βέλη. Αλλά αν κάποιος Χόμπιτ έσκυβε να πιάσει πέτρα, καλό ήταν γρήγορα να κρυφτείς κι αυτό το ήξεραν καλά όλα τα ζώα, αν τύχαινε να μπουν σε κανένα χωράφι για να κλέψουν.
Αρχικά όλοι οι Χόμπιτ ζούσαν σε τρύπες μέσα στη γη, αυτό τουλάχιστον πίστευαν, και σε τέτοιου είδους κατοικίες ένιωθαν άνετα ακόμα και τώρα. Καθώς περνούσε ο καιρός όμως αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν άλλα είδη κατοικίας. Και τον καιρό του Μπίλμπο στο Σάιρ, κατά κανόνα, μόνο οι πλουσιότεροι και οι φτωχότεροι Χόμπιτ διατηρούσαν αυτή τη συνήθεια. Οι πιο φτωχοί εξακολουθούσαν να ζουν σε τρώγλες πρωτόγονες, σκέτες τρύπες, που είχαν μόνο ένα παράθυρο ή κανένα, Οι ευκατάστατοι όμως έφτιαχναν πολυτελέστερες παραλλαγές των απλών πρωτόγονων εγκαταστάσεων. Αλλά κατάλληλες τοποθεσίες γι’ αυτές τις ευρύχωρες και πολύκλαδες στοές (ή σμάιαλς όπως τις ονόμαζαν), δε βρίσκονταν παντού. Γι’ αυτό, στις πεδιάδες και στις χαμηλές περιοχές, οι Χόμπιτ, καθώς πολλαπλασιάζονταν, άρχισαν να χτίζουν πάνω απ’ τη γη. Κι έτσι ακόμα και σε περιοχές με λόφους, και στα αρχαιότερα χωριά όπως το Χόμπιτον, ή το Τούκμπορο ή και στην κύρια πόλη του Σάιρ, το Μίσελ Ντέλβινγκ στους Άσπρους Κάμπους, υπήρχαν τώρα πολλά σπίτια ξύλινα, τούβλινα ή πέτρινα. Αυτά τα προτιμούσαν ιδιαίτερα οι μυλωνάδες, οι σιδεράδες, οι σχοινοποιοί, οι αμαξοποιοί κι άλλοι Χόμπιτ αυτού του είδους, Γιατί ακόμα κι όταν είχαν τρύπες για να ζουν, οι Χόμπιτ συνήθιζαν να χτίζουν αποθήκες κι εργαστήρια.