Выбрать главу

Οι κάτοικοι του Βάλτου είχαν φιλικές σχέσεις με τους κατοίκους του Μπάκλαντ και, ακόμα κι οι γεωργοί ανάμεσα στο Στοκ και στο Διακοφτό, αναγνώριζαν την αυθεντία του Αφέντη του Χολ (όπως λεγόταν ο αρχηγός της οικογένειας των Μπράντιμπακ). Αλλά ο περισσότερος κόσμος του παλιού Σάιρ θεωρούσε τους κατοίκους του Μπάκλαντ, τους Μπακλάντερς, παράξενους, λες κι ήταν σχεδόν ξένοι. Μόλο που, στ’ αλήθεια, δεν παράλλαζαν απ’ τους άλλους χόμπιτ των Τεσσάρων Μοιρών. Εκτός από ένα σημείο: αγαπούσαν τις βάρκες και μερικοί απ’ αυτούς ήξεραν να κολυμπούν.

Αρχικά ο τόπος τους ήταν αφύλαχτος απ’ την Ανατολή· αλλά σ’ εκείνη την πλευρά είχαν φτιάξει μια βατουλιά[7]: τον Ψηλό Φράχτη. Τον είχαν φυτέψει πολλές γενιές πριν και τώρα ήταν ,πυκνός και ψηλός γιατί τον φρόντιζαν συνέχεια. Έπιανε όλο το μέρος απ’ τη Γέφυρα του Μπραντιγουάιν, έκανε μια μεγάλη καμπύλη αφήνοντας το ποτάμι, ως το Τέλος του Φράχτη (όπου ο Ελικοπόταμος χυνόταν, απ’ το Δάσος, μες στον Μπράντιγουάιν): πάνω από είκοσι μίλια απ’ τη μια άκρη ως την άλλη. Αλλά, φυσικά, δεν τους εξασφάλιζε τελείως. Το Δάσος πλησίαζε τη βατουλιά σε πολλά μέρη. Οι Μπακλάντερς κλείδωναν τις πόρτες τους μόλις νύχτωνε· κάτι που δε συνηθιζόταν στο Σάιρ.

Το φέρι μποτ προχωρούσε αργά διασχίζοντας το νερό. Η παραλία του Μπάκλαντ πλησίαζε. Ο Σαμ ήταν ο μόνος της παρέας που δεν είχε ξαναπεράσει ποτάμι. Ένα παράξενο συναίσθημα τον είχε καταλάβει καθώς το ποτάμι γλιστρούσε μ’ αργό φλοίσβισμα: η παλιά του ζωή βρισκόταν πίσω στην ομίχλη και μπροστά βρίσκονταν σκοτεινές περιπέτειες. Έξυσε το κεφάλι του και, για μια στιγμή φευγαλέα, ευχήθηκε να μπορούσε ο κύριος Φρόντο να συνέχιζε να ζει ήσυχα στο Μπαγκ Εντ.

Οι τέσσερις χόμπιτ κατέβηκαν απ’ το φέρι. Ο Μέρι το έδενε κι ο Πίπιν οδηγούσε κιόλας το πόνυ στο ανηφορικό μονοπάτι, όταν ο Σαμ (που κοίταζε συνέχεια πίσω, λες για ν’ αποχαιρετίσει το Σάιρ), είπε μ’ ένα βραχνό ψίθυρο:

— Για κοίταξε πίσω, κύριε Φρόντο! Βλέπεις τίποτα;

Στην απέναντι αποβάθρα, στο φως των μακρινών φαναριών, μόλις που μπορούσαν να διακρίνουν μια σιλουέτα: έμοιαζε σαν ένας μαύρος μπόγος που τον είχαν ξεχάσει αντίπερα. Αλλά εκεί που κοίταζαν, φάνηκε να κουνιέται και να λυγιέται πέρα δώθε λες κι έψαχνε στο χώμα. Μετά σύρθηκε ή πήγε σκυφτή πίσω στη σκοτεινιά, πέρα απ’ τα φανάρια.

— Τι, στο καλό, τώρα ήτανε αυτό; ξεφώνισε ο Μέρι.

— Κάτι που μας έχει πάρει στο κατόπι, είπε ο Φρόντο. Μα μη ρωτάς περισσότερα τώρα! Πάμε να φύγουμε αμέσως!

Ανηφόρισαν βιαστικά το μονοπάτι ως την κορφή της όχθης, μα, σα γύρισαν να δουν πίσω, η απέναντι όχθη ήταν τυλιγμένη στην ομίχλη και δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτα.

— Ευτυχώς που δεν αφήνετε βάρκες στη δυτική όχθη! είπε ο Φρόντο. Μπορούν άλογα να περάσουν απέναντι το ποτάμι;

— Μπορούν να πάνε είκοσι μίλια στο βοριά στο Γεφύρι του Μπράντιγουάιν — ή μπορούν να κολυμπήσουν. Αν και δεν άκουσα ποτέ μου άλογο να πέρασε κολυμπώντας τον Μπράντιγουάιν. Μα τι σχέση έχουν τ’ άλογα μ’ όλα αυτά;

— Θα σου πω αργότερα! Πάμε σπίτι και μετά τα λέμε.

— Εντάξει! Εσύ κι ο Πίπιν τον ξέρετε το δρόμο. Εγώ, λοιπόν, θα πάω με το πόνυ μπροστά να πω στο Χοντρό Μπόλγκερ πως ερχόσαστε. Θα κοιτάξουμε να ετοιμάσουμε το βραδινό κι ό,τι άλλο χρειάζεται.

— Φάγαμε για βράδυ νωρίς με το Μάγκοτ τον Τσιφλικά, είπε ο Φρόντο· όχι βέβαια πως δεν μπορούμε να ξαναφάμε!

— Μη σας νοιάζει! Δώσε μου εκείνο το καλάθι! είπε ο Μέρι κι έφυγε καβάλα μες στο σκοτάδι.

Το καινούριο σπίτι του Φρόντο στο Κρικχόλοου ήταν αρκετό δρόμο απ’ τον Μπράντιγουάιν. Προσπέρασαν το Λόφο του Μπακ και το Μπράντι Χολ αριστερά και, βγαίνοντας απ’ το Μπάκλμπερι, πήραν τον κεντρικό δρόμο του Μπάκλαντ, που ερχόταν δυτικά απ’ τη Γέφυρα. Μισό μίλι βορινότερα έφτασαν σ’ ένα δρομάκι στα δεξιά τους. Το ακολούθησαν για δυο μίλια, όπως ανηφόριζε και κατηφόριζε στην εξοχή.

Τέλος, έφτασαν μια στενή πόρτα σ’ ένα χοντρό φράχτη. Το σπίτι δε φαινόταν καθόλου μες στο σκοτάδι: στεκόταν μακριά απ’ το δρομάκι στη μέση ενός μεγάλου κύκλου με πρασινάδα, που είχε γύρω γύρω δέντρα, απ’ τη μέσα μεριά του φράχτη. Ο Φρόντο το είχε διαλέξει γιατί βρισκόταν σε μια απόμερη γωνιά της εξοχής και δεν είχε άλλα σπίτια κοντά. Μπορούσες να μπαινοβγαίνεις χωρίς να σε παίρνουν είδηση. Το είχαν χτίσει παλιά οι Μπράντιμπακ, για να το χρησιμοποιούν οι ξένοι τους ή μέλη της οικογένειας, που ήθελαν να ξεφύγουν για λίγο την πολυκοσμία του Μπράντι Χολ. Ήταν παλιό σπίτι, σε στιλ χωριάτικο κι έμοιαζε όσο το δυνατόν περισσότερο με χομπιτότρυπα: ήταν μακρόστενο και χαμηλό, χωρίς δεύτερο πάτωμα· η σκεπή του ήταν χορταρένια, είχε στρογγυλά παράθυρα και μια μεγάλη στρογγυλή πόρτα.

вернуться

7

Βατουλιά = φράχτης από βάτα. (Σημ. Μετ.)