Выбрать главу

— Μα πρέπει να φύγω, είπε ο Φρόντο. Δε γίνεται διαφορετικά, καλοί μου φίλοι. Όλοι λυπόμαστε γι’ αυτό, αλλά άδικα θα προσπαθήσετε να με κρατήσετε. Μια και μαντέψατε τόσα πολλά, σας παρακαλώ να με βοηθήσετε και να μη μ’ εμποδίζετε!

— Δεν καταλαβαίνεις! είπε ο Πίπιν. Εσύ πρέπει να φύγεις — κι επομένως πρέπει κι εμείς να φύγουμε. Ο Μέρι κι εγώ ερχόμαστε μαζί σου. Ο Σαμ είναι εξαιρετικό παιδί κι είναι ικανός να πηδήξει στου δράκου το λαρύγγι μέσα για να σε σώσει, αν δεν πεδικλωθεί με τα ίδια του τα πόδια· θα χρειαστείς όμως παραπάνω από ένα σύντροφο στο επικίνδυνο ταξίδι σου.

— Καλοί μου και πολυαγαπημένοι μου χόμπιτ! είπε ο Φρόντο, βαθιά συγκινημένος. Μα εγώ δε θα μπορούσα να το επιτρέψω. Κι αυτό το έχω αποφασίσει εδώ και πολύ καιρό. Μιλάτε για κίνδυνο, μα δεν καταλαβαίνετε. Αυτό δεν είναι κυνήγι θησαυρού, ούτε ταξίδι «Εκεί-και-πίσω-πάλι». Θα τρέχω να ξεφύγω τον ένα θανάσιμο κίνδυνο και θα πέφτω σ’ άλλον.

— Και φυσικά καταλαβαίνουμε, είπε ο Μέρι σταθερά. Γι’ αυτό έχουμε αποφασίσει και να ’ρθούμε. Ξέρουμε πως το Δαχτυλίδι δεν είναι υπόθεση για γέλια· θα κάνουμε όμως ό,τι περνάει από το χέρι μας για να σε βοηθήσουμε ν’ αντιμετωπίσεις τον Εχθρό.

— Το Δαχτυλίδι! είπε ο Φρόντο, κατάπληκτος τώρα.

— Ναι, το Δαχτυλίδι, είπε ο Μέρι. Καλέ μου γερο-χόμπιτ, ξεχνάς πως οι φίλοι έχουν και περιέργεια. Ξέρω για την ύπαρξη του Δαχτυλιδιού χρόνια τώρα — πριν φύγει ο Μπίλμπο, για την ακρίβεια. Αφού όμως ήταν φανερό πως το θεωρούσε μυστικό, το κράτησα μέσα μου, μέχρι που κάναμε τη συνωμοσία μας. Δεν τον ήξερα τον Μπίλμπο, βέβαια, όσο καλά ξέρω εσένα-ήμουν πολύ μικρός κι αυτός ήταν πιο προσεκτικός — μα όχι όσο έπρεπε. Αν θέλεις να μάθεις πώς το πρωτοανακάλυψα, θα σ’ το πω.

— Συνέχισε! είπε ο Φρόντο ξέπνοα.

— Οι Σάκβιλ-Μπάγκινς ήταν η αιτία που την έπαθε, όπως και θα το περίμενε κανείς. Μια μέρα, ένα χρόνο πριν από το Πάρτι, έτυχε να περπατώ στο δρόμο, όταν είδα τον Μπίλμπο μπροστά μου. Ξαφνικά, από πέρα, φάνηκαν οι Σάκβιλ-Μπάγκινς να έρχονται προς το μέρος μας. Ο Μπίλμπο έκοψε το βήμα του και τότε — ώσπου να πεις κρεμμύδι! — εξαφανίστηκε.

Τόσο ξαφνιάστηκα, που μόλις κι είχα τα μυαλά μου να κρυφτώ κι εγώ, με πιο συνηθιμένο τρόπο. Πέρασα απ’ την άλλη μεριά του φράχτη κι άρχισα να περπατάω μέσα απ’ το χωράφι. Κρυφοκοίταζα στο δρόμο και, όταν πέρασαν οι Σάκβιλ-Μπάγκινς, βρέθηκα να κοιτάζω ίσια στον Μπίλμπο, που εμφανίστηκε ξαφνικά πάλι. Το μάτι μου σαν να ’πιασε τη λάμψη χρυσαφιού όπως έβαλε κάτι πίσω στην τσέπη του παντελονιού του.

«Ύστερα απ’ αυτό κρατούσα τα μάτια μου ανοιχτά. Στην πραγματικότητα, ομολογώ πως κατασκόπευα. Πρέπει όμως να παραδεχτείτε πως ήταν πολύ περίεργο και πως εγώ τότε δεν είχα φτάσει ούτε τα είκοσι. Θα πρέπει να είμαι ο μόνος στο Σάιρ, εκτός από σένα, Φρόντο, που έχω ποτέ δει το μυστικό βιβλίο του γέρου.

— Έχεις διαβάσει και το βιβλίο του! φώναξε ο Φρόντο. Ω ουρανοί από ψηλά! Τίποτα δεν είναι ασφαλισμένο;

— Θα ’λεγα πως δεν είναι και πάρα πολύ, είπε ο Μέρι. Αλλά κατάφερα να του ρίξω μόνο μια γρήγορη ματιά, κι αυτήν πολύ δύσκολα. Ποτέ δεν άφηνε αφύλαχτο το βιβλίο. Τι να ’γινε τάχα. Θα ’θελα να ξανάριχνα μια ματιά. Το έχεις εσύ, Φρόντο;

— Όχι. Δε βρέθηκε στο Μπαγκ Εντ, Θα πρέπει να το πήρε μαζί του.

— Λοιπόν, όπως έλεγα, συνέχισε ο Μέρι, αυτά που έμαθα τα κράτησα για τον εαυτό μου, ως τούτη εδώ την Άνοιξη, που τα πράγματα σοβάρεψαν. Τότε κάναμε τη συνωμοσία μας· κι επειδή το είχαμε πάρει στα σοβαρά και είχαμε αποφασίσει να κάνουμε δουλειά, είπαμε πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ήσουν όμως σκληρό καρύδι, κι ο Γκάνταλφ ακόμα χειρότερο. Μα αν θέλεις να σε συστήσουμε στον κυριότερο πληροφοριοδότη μας, μπορώ να σ’ τον παρουσιάσω.

— Πού ’ν ’τος; είπε ο Φρόντο, κοιτάζοντας γύρω, λες και περίμενε κανένα μασκοφορεμένο και σατανικό τύπο να βγει από κανένα ντουλάπι.

— Κάνε ένα βήμα μπροστά, Σαμ! είπε ο Μέρι, κι ο Σαμ σηκώθηκε κόκκινος ως τ’ αυτιά. Να τος αυτός που μας μάζευε τις πληροφορίες! Και μάζεψε ένα σωρό, μπορώ να σου πω, πριν να πιαστεί στο τέλος. Μετά απ’ αυτό, μπορώ να πω, φάνηκε να θεωρεί τον εαυτό του δεσμευμένο και δεν ξανάπε κουβέντα.

— Σαμ! φώναξε ο Φρόντο, νιώθοντας πως η έκπληξή του είχε ξεπεράσει τα όριά της, κι εντελώς ανίκανος ν’ αποφασίσει αν του φαινόταν αστείο, αν ήταν θυμωμένος, ανακουφισμένος ή σκέτα ανόητος.

— Μάλιστα, κύριε! είπε ο Σαμ. Με το συμπάθιο, κύριε! Μα δεν το έκανα για το κακό σου, κύριε Φρόντο, ούτε για του κυρίου Γκάνταλφ. Αυτός έχει και λίγο μυαλό, πρόσεξες; Κι όταν είπες θα πάω μόνος, αυτός είπε: Όχι! Πάρα κάποιον που να μπορείς να εμπιστευτείς.