Выбрать главу

Ο Φρόντο κάθισε λίγο βυθισμένος σε σκέψεις.

— Αποφάσισα, είπε τέλος. Θα ξεκινήσω αύριο, μόλις φέξει. Αλλά δε θα πάω απ’ το δρόμο: γιατί είναι πιο ασφαλισμένο να καθίσω εδώ, παρά να πάω απ’ το δρόμο. Αν φύγω απ’ τη Βόρεια Πύλη, το ότι έφυγα από το Μπάκλαντ, θα μπορούσε να μαθευτεί αμέσως, αντί να μείνει κρυφό γι’ αρκετές μέρες τουλάχιστον, όπως και μπορεί να γίνει. Και ακόμα πιο πολύ, η Γέφυρα κι ο Ανατολικός Δρόμος κοντά στα σύνορα θα παρακολουθούνται, είτε κάποιος Καβαλάρης φτάσει στο Μπάκλαντ, είτε όχι. Δεν ξέρουμε πόσοι είναι· αλλά είναι το λιγότερο δύο και πιθανότατα περισσότεροι. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να φύγουμε, παίρνοντας δρόμο που δεν τον περιμένουν.

— Μα αυτό δε σημαίνει τίποτ’ άλλο, παρά να μπείτε στο Παλιό το Δάσος! είπε ο Φρέντεγκαρ τρομαγμένος. Δε φαντάζομαι να σκέπτεστε να κάνετε κάτι τέτοιο! Αυτό είναι τόσο επικίνδυνο όσο κι οι Μαύροι Καβαλάρηδες.

— Όχι και τόσο, είπε ο Μέρι. Μπορεί να φαίνεται μεγάλη αποκοτιά, εγώ όμως πιστεύω πως ο Φρόντο έχει δίκιο. Είναι ο μόνος τρόπος να βγούμε έξω χωρίς να μας πάρουν αμέσως από πίσω. Κι αν έχουμε τύχη, μπορεί να κερδίσουμε κάμποσο δρόμο.

— Μα δε θα ’χετε καθόλου τύχη στο Παλιό το Δάσος, είχε αντίρρηση ο Φρέντεγκαρ. Κανείς ποτέ δεν είχε τύχη εκεί μέσα. Θα χαθείτε. Ο κόσμος δεν πάει εκεί μέσα.

— Και βέβαια, πηγαίνουν! είπε ο Μέρι. Οι Μπράντιμπακ μπαίνουν μέσα πότε πότε, όταν τους τη δίνει. Έχουμε ιδιωτική είσοδο. Ο Φρόντο μπήκε μια φορά, παλιά. Εγώ έχω πάει αρκετές φορές: συνήθως με το φως της μέρας, βέβαια, όταν τα δέντρα είναι νυσταγμένα κι αρκετά ήσυχα.

— Λοιπόν, κάνετε όπως νομίζετε καλύτερα! είπε ο Φρέντεγκαρ. Εγώ, απ’ όσα ξέρω, δε φοβάμαι τίποτα πιο πολύ απ’ το Παλιό το Δάσος: οι ιστορίες γύρω απ’ αυτό είναι εφιάλτες· αλλά η ψήφος μου δεν έχει σημασία, αφού δε θα κάνω το ταξίδι. Όμως, χαίρομαι που κάποιος θα μείνει πίσω για να μπορέσει να πει στον Γκάνταλφ τι έχετε κάνει, όταν φανεί, που είμαι σίγουρος πως γρήγορα θα το κάνει.

Όσο κι αν συμπαθούσε το Φρόντο, ο Χοντρός Μπόλγκερ δεν είχε καμιά διάθεση ν’ αφήσει το Σάιρ, ούτε να δει τι βρισκόταν έξω απ’ αυτό. Η οικογένειά του προερχόταν απ’ την Ανατολική Μοίρα, για την ακρίβεια δε, απ’ το Μπάντζφορτ των Γεφυροχώραφων, αλλ’ αυτός δεν είχε περάσει ποτέ από πάνω το Γεφύρι του Μπράντιγουάιν. Ο δικός του ρόλος, σύμφωνα με τ’ αρχικά σχέδια των συνωμοτών, ήταν να μείνει πίσω και ν’ αναλάβει τους περίεργους και να διατηρήσει, όσο πιο πολύ μπορούσε, την εντύπωση, πως ο κύριος Μπάγκινς ζούσε ακόμα στο Κρικχόλοου. Κι είχε φέρει μαζί μερικά παλιά ρούχα του Φρόντο, για να τον βοηθήσουν να παίξει το ρόλο του. Αυτοί πολύ λίγο σκέφτηκαν πόσο επικίνδυνος μπορούσε ν’ αποδειχτεί αυτός ο ρόλος.

— Εξαιρετικό! είπε ο Φρόντο, όταν κατάλαβε το σχέδιο. Αλλιώς δε θα μποσούσαμε ν’ αφήσουμε μήνυμα στον Γκάνταλφ. Δεν ξέρω αν αυτοί οι Καβαλάρηδες ξέρουν να διαβάσουν ή όχι, βέβαια, αλλά δε θα τολμούσα να διακινδυνεύσω ένα μήνυμα γραμμένο, μήπως και μπαίνανε και ψάχνανε το σπίτι. Αλλά αν ο Χοντρός είναι πρόθυμος να βαστήξει το φρούριο και μπορώ να είμαι σίγουρος πως ο Γκάνταλφ θα μάθει το δρόμο που πήραμε, αυτό με κάνει κι αποφασίζω. Φεύγω για το Παλιό το Δάσος πρωί πρωί αύριο.

— Λοιπόν, εντάξει, είπε ο Πίπιν. Πάντως εγώ προτιμώ τη δουλειά μας από του Χοντρού — να περιμένω εδώ μέχρι που να φανούν οι Μαύροι Καβαλάρηδες.

— Περίμενε να μπεις καλά στο Δάσος, είπε ο Φρέντεγκαρ, και τότε θα εύχεσαι να ήσουν πίσω εδώ μαζί μου πριν αυτή την ώρα αύριο.

— Δε βγαίνει τίποτα να το συζητάμε άλλο πια, είπε ο Μέρι. Κι έχουμε να συμμαζέψουμε και ν’ αποτελειώσουμε το αμπαλάρισμα, πριν πάμε για ύπνο. Θα σας ξυπνήσω όλους πριν χαράξει.

Όταν τέλος έπεσε στο κρεβάτι, ο Φρόντο δεν μπορούσε να κοιμηθεί για αρκετή ώρα. Τα πόδια του πονούσαν. Χαιρόταν που το πρωί θα πήγαινε καβάλα. Αργότερα είδε ένα θαμπό όνειρο. Του φαινόταν πως κοίταζε, πάνω από ένα ψηλό παράθυρο, μια θάλασσα από μπερδεμένα δέντρα. Από κάτω, ανάμεσα στις ρίζες, ακούγονταν διάφορα ζώα να σέρνονται και να οσμίζονται. Ένιωθε πως θα τον μυρίζονταν αργά ή γρήγορα.

Τότε άκουσε ένα θόρυβο μακριά. Στην αρχή νόμισε πως ήταν άνεμος που ερχόταν πάνω στα φύλλα του δάσους. Ύστερα κατάλαβε πως δεν ήταν θρόισμα από φύλλα, μα ο θόρυβος της Θάλασσας πέρα μακριά· ένας θόρυβος, που ποτέ δεν τον είχε ακούσει ξυπνητός, αν και τάραζε συχνά τα όνειρά του. Ξαφνικά κατάλαβε πως βρισκόταν έξω. Δεν ήταν δέντρα αυτά που έβλεπε. Βρισκόταν σ’ ένα σκοτεινό κι άγονο μέρος όλο ρείκια κι ο αέρας μύριζε παράξενα αλάτι. Κοιτάζοντας ψηλά, είδε εμπρός του έναν ψηλό άσπρο πύργο να στέκεται μονάχος σ’ έναν γκρεμό ψηλά. Μια μεγάλη επιθυμία τον κυρίεψε ν’ ανεβεί στον πύργο και να δει τη θάλασσα. Άρχισε να προσπαθεί να σκαρφαλώσει το βράχο για τον πύργο: αλλά ξαφνικά ένα φως φάνηκε στον ουρανό κι ακούστηκε μια βροντή.