Выбрать главу

Κεφάλαιο VI

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΤΟ ΔΑΣΟΣ

Ο Φρόντο ξύπνησε απότομα. Το δωμάτιο ήταν ακόμα σκοτεινό. Ο Μέρι στεκόταν εκεί μ’ ένα κερί στο χέρι και με τ’ άλλο χτυπούσε την πόρτα.

— Εντάξει! Τι συμβαίνει; είπε ο Φρόντο ακόμα ταραγμένος και σαστισμένος.

— Τι συμβαίνει! φώναξε ο Μέρι. Ώρα να σηκωθείς. Είναι τεσσερισήμισι κι έχει πολλή ομίχλη. Άντε, μπρος! Ο Σαμ ετοιμάζει κιόλας το πρωινό. Ακόμα κι ο Πίπιν είναι σηκωμένος. Εγώ πάω τώρα να σελώσω τα πόνυ και να φέρω αυτό που θα κουβαλάει τις αποσκευές. Ξύπνα αυτόν τον τεμπέλαρο το Χοντρό! Πρέπει τουλάχιστο να σηκωθεί να μας ξεπροβοδίσει.

Λίγο μετά τις έξι, οι πέντε χόμπιτ ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν. Ο Χοντρός Μπόλγκερ ακόμα χασμουριόταν. Βγήκαν στα κλεφτά έξω. Ο Μέρι πήγαινε μπροστά τραβώντας ένα φορτωμένο πόνυ κι ακολούθησε ένα μονοπάτι που περνούσε μέσα από ένα δασάκι, πίσω απ’ το σπίτι, και μετά έκοβε μέσα από αρκετά χωράφια. Τα φύλλα των δέντρων γυάλιζαν και κάθε κλαδάκι έσταζε· η χλόη ήταν γκρίζα απ’ την παγωμένη δροσιά. Τίποτα δεν κουνιόταν κι οι μακρινοί θόρυβοι φαίνονταν κοντινοί και καθαροί: πουλερικά που κακάριζαν σε κάποια αυλή, κάποιος που έκλεινε μια πόρτα σ’ ένα σπίτι μακριά.

Στο σταύλο βρήκαν τα πόνυ· γεροδεμένα μικρόσωμα ζωντανά από εκείνα που αγαπούν οι χόμπιτ, όχι γρήγορα, αλλά ό,τι πρέπει για ν’ αντέχουν στη δουλειά όλη τη μέρα. Καβάλησαν και σε λίγο ταξίδευαν μες στην ομίχλη, που φαινόταν ν’ ανοίγει απρόθυμα μπροστά τους και να κλείνει απειλητικά πίσω τους. Αφού προχώρησαν περίπου μια ώρα αργά και χωρίς να μιλούν, είδαν το Φράχτη να υψώνεται ξαφνικά μπροστά τους. Ήταν ψηλός και η κορφή του ήταν γεμάτη από ασημένια δίχτυα αράχνης.

— Πώς θα βγείτε απ’ την άλλη μεριά; ρώτησε ο Φρέντεγκαρ.

— Ακολουθήστε με! είπε ο Μέρι, και θα δείτε.

Έστριψε αριστερά ακολουθώντας το Φράχτη και σε λίγο έφτασαν σ’ ένα μέρος, που ο Φράχτης έγερνε προς τα μέσα, ακολουθώντας τα χείλη ενός μικρού κοιλώματος. Ένας διάδρομος ήταν σκαμμένος σε κάποια απόσταση από το Φράχτη και κατηφόριζε ομαλά μες στη γη. Οι πλευρές του ήταν χτισμένες με τούβλα, που συνεχώς ανέβαιναν μέχρι που, ξαφνικά, έκαναν αψίδα και σχημάτιζαν έναν υπόγειο διάδρομο, που κατέβαινε βαθιά κάτω απ’ το Φράχτη κι έβγαινε σ’ ένα κοίλωμα στην απέναντι πλευρά. Εδώ ο Χοντρός Μπόλγκερ σταμάτησε.

— Αντίο, Φρόντο! είπε. Μακάρι να μην πήγαινες στο Δάσος. Εύχομαι μόνο να μη χρειαστεί να σε σώσουν πριν τελειώσει η μέρα. Καλή σου τύχη όμως — σήμερα και κάθε μέρα!

— Αν μπροστά μου δε συναντήσω τίποτα χειρότερο απ’ το Παλιό το Δάσος, θα είμαι τυχερός, είπε ο Φρόντο, Πες στον Γκάνταλφ να βιαστεί στον Ανατολικό δρόμο: εμείς δε θ’ αργήσουμε να βγούμε ξανά σ’ αυτόν και τότε θα πηγαίνουμε όσο γίνεται γρηγορότερα.

— Αντίο! φώναξαν και προχώρησαν στην κατηφοριά και χάθηκαν απ’ τα μάτια του Φρέντεγκαρ μέσα στον υπόγειο διάδρομο.

Ήταν σκοτεινός και υγρός. Στην άλλη άκρη ήταν κλεισμένος με μια πόρτα με χοντρά σιδερένια κάγκελα. Ο Μέρι ξεπέζεψε και την ξεκλείδωσε και, σαν πέρασαν όλοι, την έσπρωξε πάλι. Έκλεισε με θόρυβο κι η κλειδαριά κλείδωσε απειλητικά.

— Να ’μαστε! είπε ο Μέρι. Έχετε αφήσει το Σάιρ και τώρα βρίσκεστε έξω, στην άκρη του Παλιού του Δάσους.

— Είναι αληθινές οι ιστορίες που λέγονται γι’ αυτό; ρώτησε ο Πίπιν.

— Λεν ξέρω ποιες ιστορίες θέλεις να πεις, απάντησε ο Μέρι. Αν λες για τα παλιά τρομαχτικά παραμύθια που έλεγαν οι παραμάνες του στο Χοντρό για καλικαντζάρους και λύκους και τέτοια πράγματα, θα σου έλεγα όχι. Εγώ τουλάχιστο δεν τις πιστεύω. Αλλά το Δάσος είναι παράξενο. Όλα εδώ είναι πολύ πιο ζωντανά, νιώθουν πιο πολύ το καθετί που γίνεται παρά, να πούμε, στο Σάιρ. Και τα δέντρα δεν αγαπούν τους ξένους. Σε παρακολουθούν. Συνήθως τους φτάνει να σε παρακολουθούν μόνο, όσο βαστά η μέρα, και δεν κάνουν τίποτα σπουδαίο. Πότε πότε, τα πιο εχθρικά, μπορεί να σου ρίξουν κανένα κλαδί ή να ξεπετάξουν καμιά ρίζα ή να σ’ αρπάξουν με κανένα μακρύ πλοκάμι. Αλλά τη νύχτα τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ τρομακτικά, τουλάχιστον έτσι μου έχουν πει. Έχω έρθει εδώ νύχτα μόνο μια δυο φορές, και τότε μόνο κοντά στο Φράχτη. Νόμιζα πως όλα τα δέντρα σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους κι έλεγαν τα νέα και τα σχέδιά τους σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα· και τα κλαδιά λικνίζονταν ψαχου-λευτά χωρίς να φυσάει αέρας. Λένε πως τα δέντρα μπορούν στ’ αλήθεια να κινούνται και μπορούν να περικυκλώσουν τους ξένους και να τους απομονώσουν. Και είναι γεγονός πως πολύ παλιά έκαναν επίθεση εναντίον του Φράχτη: ήρθαν και φύτρωσαν δίπλα του κι έγειραν από πάνω του. Αλλά ήρθαν οι χόμπιτ κι έκοψαν εκατοντάδες δέντρα κι άναψαν μια μεγάλη φωτιά στο Δάσος κι έκαψαν όλη την περιοχή, σχηματίζοντας μία μακρόστενη λουρίδα γυμνή, ανατολικά του Φράχτη. Ύστερα απ’ αυτό, τα δέντρα εγκαταλείψανε την επίθεση, αλλά έγιναν πολύ πιο εχθρικά. Ακόμα υπάρχει ένα μεγάλο γυμνό ξέφωτο, όχι βαθιά μέσα, εκεί που έγινε η μεγάλη φωτιά.