Выбрать главу

— Μόνο τα δέντρα είναι επικίνδυνα; ρώτησε ο Πίπιν.

— Υπάρχουν διάφορα παράξενα πλάσματα που ζούνε στο Δάσος βαθιά, στην πέρα του μεριά, είπε ο Μέρι, ή τουλάχιστον έτσι έχω ακούσει· αλλά εγώ ποτέ δεν έχω δει κανένα. Κάτι όμως φτιάχνει μονοπάτια· αλλά φαίνονται να μετακινούνται και ν’ αλλάζουν, από καιρό σε καιρό, με τρόπο αλλόκοτο. Όχι μακριά απ’ αυτόν εδώ το διάδρομο υπάρχει ή υπήρχε για πολύ καιρό η αρχή ενός αρκετά ευρύχωρου μονοπατιού που φέρνει στο Ξέφωτο της Φωτιάς κι ύστερα, λίγο πολύ, συνεχίζει προς την κατεύθυνσή μας, ανατολικά και λιγάκι βορινά. Είναι αυτό το μονοπάτι που θα προσπαθήσω να βρω.

Οι χόμπιτ άφησαν τώρα την πόρτα του υπόγειου διάδρομου και προχώρησαν στο ευρύχωρο κοίλωμα. Στην απέναντι πλευρά είχε ένα ξέθωρο μονοπάτι που οδηγούσε στο Δάσος, εκατό γυάρδες και παραπάνω, πέρα απ’ το Φράχτη· αλλά εξαφανίστηκε μόλις τους έφερε κάτω. από τα δέντρα. Κοιτάζοντας πίσω μπορούσαν να δουν τη σκοτεινή γραμμή του Φράχτη ανάμεσα απ’ τους κορμούς, που ήταν κιόλας πυκνοί γύρω τους. Κοιτάζοντας μπροστά μπορούσαν να δουν μόνο κορμούς σ’ αμέτρητα μεγέθη και σχήματα: ίσιους ή κυρτούς, στριμμένους ή γερμένους, κοντόχοντρους ή λεπτούς, λείους ή ροζιασμένους και διχαλωτούς· κι όλοι οι κορμοί ήταν πράσινοι ή γκρίζοι, γεμάτοι βρύα και γλοιώδη, τραχύμαλλα εξογκώματα.

Μονάχα ο Μέρι φαινόταν αρκετά κεφάτος.

— Θα ’κανες καλά να μπεις μπροστά και να βρεις αυτό το μονοπάτι, του είπε ο Φρόντο. Και το νου σας μη χάσουμε ο ένας τον άλλο ή μην ξεχάσουμε από ποια μεριά βρίσκεται ο Φράχτης.

Προχώρησαν ανάμεσα στα δέντρα και τα πόνυ αργοπατούσαν προσεκτικά, αποφεύγοντας τις πολλές ρίζες που έστριβαν και μπλέκονταν μεταξύ τους. Κάτω από τα δέντρα δε φύτρωνε τίποτα. Η γη ανηφόριζε σταθερά και, όπως προχωρούσαν μπροστά, φαινόταν λες και τα δέντρα γίνονταν ψηλότερα, πιο σκοτεινά και πιο πυκνά. Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος εκτός από καμιά σταγόνα υγρασίας πότε πότε, που έσταζε ανάμεσα στ’ ακίνητα φύλλα. Για την ώρα δεν ακούγονταν ούτε ψίθυροι ούτε κινήσεις μέσα στα κλαδιά· μα όλοι είχαν την άσχημη αίσθηση πως τους παρακολουθούσαν με δυσαρέσκεια, που γινόταν αποστροφή, εχθρότητα. Η αίσθηση αυτή συνέχεια δυνάμωνε μέχρι που άρχισαν να ρίχνουν γοργές ματιές ψηλά ή να κοιτάνε πίσω απ’ τις πλάτες τους, λες και περίμεναν κάποιο ξαφνικό χτύπημα.

Μέχρι στιγμής δεν υπήρχε ίχνος μονοπατιού και τα δέντρα φαίνονταν συνεχώς να εμποδίζουν το δρόμο τους. Ο Πίπιν ξαφνικά ένιωσε πως δεν μπορούσε να το αντέξει άλλο και, χωρίς προειδοποίηση, άφησε ένα ξεφωνητό;

— Ε! Ε! φώναξε. Δε θα κάνω τίποτα. Αφήστε με μόνο να περάσω, έτσι! Οι άλλοι σταμάτησαν ξαφνιασμένοι· αλλά το ξεφωνητό έσβησε, λες και το έπνιξε μια βαριά κουρτίνα. Δεν ακούστηκε αντίλαλος ή απάντηση, αν και το δάσος φάνηκε να πληθαίνει και να προσέχει περισσότερο.

— Αν ήμουν στη θέση σου, δε θα φώναζα, είπε ο Μέρι. Κάνει περισσότερο κακό παρά καλό.

Ο Φρόντο άρχισε ν’ αναρωτιέται αν είναι δυνατό να βρεθεί δρόμος για να περάσουν κι αν είχε το δικαίωμα να κάνει τους άλλους να έρθουν στο απαίσιο τούτο δάσος. Ο Μέρι κοιτούσε δεξιά κι αριστερά και φαινόταν κιόλας πως δεν ήταν βέβαιος προς τα πού να πάει. Ο Πίπιν το πρόσεξε.

— Δε χρειάστηκες και πολύ για να μας χάσεις, είπε.

Αλλά τη στιγμή ακριβώς εκείνη άφησε ένα σφύριγμα ανακούφισης κι έδειξε μπροστά.

— Λοιπόν, μα την αλήθεια! είπε. Αυτά τα δέντρα σίγουρα μετακινούνται. Να το το Ξέφωτο της Φωτιάς μπροστά μας (ή έτσι ελπίζω), μα το μονοπάτι φαίνεται να έχει φύγει.

Το φως δυνάμωνε όσο προχωρούσαν. Ξαφνικά βγήκαν απ’ τα δέντρα και βρέθηκαν σ’ ένα μεγάλο κυκλικό άνοιγμα. Ο ουρανός από πάνω τους ήταν γαλάζιος και καθαρός, είδαν μ’ έκπληξη, γιατί κάτω απ’ τη σκεπή του Δάσους δεν είχαν καταφέρει να δουν τον ερχομό του πρωινού και την ομίχλη που διαλύθηκε. Ο ήλιος όμως δεν ήταν αρκετά ψηλά ακόμα, για να φωτίσει μέσα στο ξέφωτο, αν και το φως του βρισκόταν στις κορφές των δέντρων. Όλες οι φυλλωσιές ήταν πυκνότερες και πιο πράσινες στις άκρες του ξέφωτου και το περικύκλωναν σχεδόν σαν στέρεος τοίχος. Μέσα δε φύτρωναν καθόλου δέντρα, μόνο άγρια χόρτα και πολλά ψηλά φυτά: βρομόχορτα, ξεθωριασμένα κι όλο κοτσάνια, αγριομαϊντανός και ζιζάνια που είχαν ξεσταχυάσει κι έβγαζαν πουπουλένιους κλέφτες. Οι τσουκνίδες και τ’ αγκάθια οργίαζαν. Ήταν ένα θλιβερό μέρος: μα τους φάνηκε χαριτωμένος και ζωηρός κήπος ύστερα απ’ το κλειστό δάσος.