Выбрать главу

Οι χόμπιτ πήραν κουράγιο και κοίταξαν μ’ ελπίδα τη μέρα που ξάνοιγε στον ουρανό. Στην άλλη άκρη του ξέφωτου ο τοίχος απ’ τα δέντρα άνοιγε και παρουσιαζόταν ένα ξεκάθαρο μονοπάτι. Μπορούσαν να το δουν να τρέχει μέσα στο δάσος, φαρδύ κι ανοιχτό από πάνω, αν και πότε πότε τα δέντρα έσμιγαν και το σκίαζαν από ψηλά με τα σκοτεινά τους κλαδιά. Πήραν αυτό το μονοπάτι. Ανηφόριζαν ακόμα ομαλά, τώρα όμως πήγαιναν πιο γρήγορα και με ξαλαφρωμένη καρδιά· γιατί τους φαινόταν πως το Δάσος είχε υποχωρήσει και θα τους άφηνε τέλος να περάσουν ανεμπόδιστοι. Ύστερα από λίγο όμως ο αέρας άρχισε να γίνεται ζεστός κι αποπνικτικός. Τα δέντρα πλησίασαν κοντά κι απ’ τις δυο πλευρές και δεν μπορούσαν να δουν μακριά μπροστά τους πια. Τώρα, πιο δυνατή παρά ποτέ, ένιωσαν ξανά την εχθρική διάθεση του δάσους να τους πλακώνει. Τόσο σιωπηλό ήταν που τα πέταλα των πόνυ, όπως ανεβοκατέβαιναν κάνοντας τα φύλλα να τρίζουν, τους φαίνονταν πως βροντούσαν στ’ αυτιά τους. Ο Φρόντο προσπάθησε να τραγουδήσει ένα τραγούδι για να πάρουν θάρρος, μα η φωνή του έσβησε κι έγινε μουρμουρητό:

Ω, σεις, που πλανιέστε στης γης τις σκιές, Το θάρρος μη χάστε γιατί: Κι αν όλα τα δάση σταθούν σκοτεινά, Το τέλος τους φτάνει κι ο ήλιος θα διώξει μακριά τη σκιά. Ο ήλιος που βγαίνει, ο ήλιος που πάει, Η μέρα που φεύγει, ή αυτή που αρχινά, Του δάσους το τέλος μηνά...

Το τέλος μηνά — καθώς ξεστόμισε τις λέξεις η φωνή του έσβησε. Ο αέρας ήταν βαρύς κι ήταν πολύ κουραστικό να φτιάχνεις λέξεις. Ακριβώς από πίσω τους ένα μεγάλο κλαδί έπεσε με θόρυβο, από ένα δέντρο πάνωθέ τους, στο μονοπάτι. Τα δέντρα φάνηκαν να πυκνώνουν μπροστά τους. — Λεν τους αρέσουν καθόλου όλ’ αυτά για το τέλος, είπε ο Μέρι. Καλά θα κάνουμε να μην τραγουδήσουμε άλλο, για την ώρα. Περιμένετε να φτάσουμε στην άκρη και τότε θα γυρίσουμε και θα κάνουμε χορωδία τρανταχτή !

Μιλούσε εύθυμα κι αν τον έτρωγε καθόλου η ανησυχία, δεν το έδειχνε. Οι άλλοι δεν απάντησαν. Είχαν χάσει τη διάθεση τους. Ένα μεγάλο βάρος πλάκωνε, αργά μα σταθερά, την καρδιά του Φρόντο και τώρα μετάνιωνε, με κάθε βήμα εμπρός, που είχε ποτέ του σκεφτεί ν’ αντιμετωπίσει την απειλή των δέντρων. Και πραγματικά, ήταν έτοιμος να σταματήσει και να προτείνει να γυρίσουν πίσω (αν αυτό ήταν ακόμα δυνατό), όταν τα πράγματα άλλαξαν. Τα σκοτεινά δέντρα παραμέρισαν και μπορούσαν να δουν μπροστά ένα μονοπάτι να πηγαίνει σχεδόν σ’ ευθεία γραμμή. Μπροστά τους, σε κάποια απόσταση όμως, στεκόταν μια πράσινη λοφοκορφή, χωρίς δέντρα, που υψωνόταν σαν καραφλό κεφάλι πάνω απ’ το δάσος που τους περικύκλωνε. Το μονοπάτι έδειχνε να πηγαίνει ίσια εκεί.

Τώρα τάχυναν πάλι το βήμα, ενθουσιασμένοι με τη σκέψη πως θα σκαρφάλωναν λίγο έξω, ψηλά, πάνω απ’ τη σκεπή του Δάσους. Το μονοπάτι κατηφόρισε κι ύστερα άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τα πάνω, οδηγώντας τους τέλος στα ριζά της απόκρημνης λοφοπλαγιάς. Εκεί άφηνε τα δέντρα κι έσβηνε στη χλόη. Το δάσος στεκόταν γύρω απ’ το λόφο σαν πυκνά μαλλιά, που κοβόντουσαν απότομα γύρω γύρω από μια ξυρισμένη κορφή.

Οι χόμπιτ οδήγησαν τα πόνυ τους επάνω, πηγαίνοντας γύρω γύρω, μέχρι που έφτασαν στην κορφή. Εκεί στάθηκαν και κοίταξαν ολόγυρά τους. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλιόφωτη μα θαμπή· δεν μπορούσαν να δουν σε μεγάλη απόσταση. Κοντά τους η ομίχλη είχε σχεδόν διαλυθεί· αν και πέρα δώθε βρισκόταν ακόμα σε κοιλώματα του δάσους προς το νοτιά. Βγαίνοντας από μια χαράδρα, που έκοβε στη μέση το Δάσος, ανέβαινε σαν ατμός ή τούφες τούφες σαν άσπρος καπνός.

— Αυτή εκεί, είπε ο Μέρι, δείχνοντας με το χέρι του, είναι η γραμμή του Ελικοπόταμου. Κατεβαίνει απ’ την Κοιλάδα, κυλάει νοτιοδυτικά στη μέση του Δάσους και χύνεται στον Μπράντιγουάιν πιο κάτω απ’ το Τέλος του Φράχτη. Εμείς δε θέλουμε να πάμε προς τα εκεί. Η κοιλάδα του Ελικοπόταμου είναι, λένε, το πιο αλλόκοτο μέρος σ’ ολόκληρο το Δάσος — το κέντρο, να πούμε, απ’ όπου όλα τα παράξενα ξεπηδούν.

Οι άλλοι κοίταξαν προς το μέρος που έδειχνε ο Μέρι, αλλά δεν μπορούσαν να δουν τίποτα εκτός από ομίχλη πάνω απ’ την υγρή, βαθιά κομμένη κοιλάδα· και πέρα απ’ αυτή το δυτικό μισό του Δάσους ξεθώριαζε και δε φαινόταν.

Ο ήλιος στην κορφή του λόφου άρχισε να γίνεται καυτός. Πρέπει να ήταν έντεκα η ώρα περίπου· αλλά η φθινοπωριάτικη θολούρα ακόμα τους εμπόδιζε να δουν μακριά προς τις άλλες πλευρές. Δυτικά δεν μπορούσαν να διακρίνουν ούτε τη γραμμή του Φράχτη ούτε την κοιλάδα του Μπράντιγουάιν πέρα. Στο βοριά, που κοίταζαν με μεγαλύτερη ελπίδα, δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτα που να μοιάζει με τη γραμμή του Μεγάλου Ανατολικού Δρόμου, που σκόπευαν να βγουν. Βρισκόντουσαν πάνω σ’ ένα νησί, σε μια θάλασσα από δέντρα κι ο ορίζοντας ήταν σκεπασμένος με πέπλα.