Выбрать главу

Απ’ τη νοτιοανατολική πλευρά, η γη υποχωρούσε απότομα, λες κι οι πλαγιές του λόφου συνέχιζαν βαθιά πολύ κάτω απ’ τα δέντρα, σαν τις ακτές νησιών, που είναι στ’ αλήθεια οι πλευρές κάποιου βουνού, που βγαίνει πάνω απ’ τα βαθιά νερά. Κάθισαν στην καταπράσινη άκρη και κοίταξαν πέρα, πάνω από τα δάση χαμηλά, όση ώρα έτρωγαν το μεσημεριανό τους. Όταν ο ήλιος ανέβηκε και πέρασε το ζενίθ, μπόρεσαν να δουν λιγάκι μακριά στην ανατολή τις γκριζοπράσινες γραμμές της Κοιλάδας, που βρισκόταν πέρα απ’ το Παλιό το Δάσος σ’ εκείνη την πλευρά. Αυτό τους έδωσε μεγάλο κουράγιο· γιατί ήταν όμορφο που μπορούσαν να δουν κάτι πέρα από τα σύνορα του Δάσους, αν και δε σκόπευαν να πάνε προς εκείνο το μέρος, αν μπορούσαν να το αποφύγουν. Η Κοιλάδα των Θολωτών Τάφων είχε πολύ κακό όνομα, τόσο κακό, σύμφωνα με τους χομπιτο-θρύλους, όσο και το ίδιο το Δάσος.

Αργότερα πήραν την απόφαση να ξεκινήσουν πάλι. Το μονοπάτι που τους είχε φέρει στο λόφο ξαναφάνηκε στη βορινή πλευρά· μα δεν το είχαν ακολουθήσει για πολύ, όταν κατάλαβαν πως έστριβε σταθερά προς τα δεξιά. Σε λίγο άρχισε να κατηφορίζει γρήγορα και μάντεψαν πως στην πραγματικότητα πήγαινε προς την κοιλάδα του Ελικοπόταμου: δηλαδή καθόλου προς την κατεύθυνση που ήθελαν να πάρουν. Αφού το συζήτησαν αρκετά, αποφάσισαν ν’ αφήσουν το παραπλανητικό μονοπάτι και να προχωρήσουν προς το βοριά· γιατί, αν και δεν είχαν καταφέρει να τον δουν απ’ την κορφή του λόφου, ο Δρόμος έπρεπε να βρισκόταν προς τα εκεί και δεν μπορούσε να ’ναι πολλά μίλια μακριά. Εξάλλου, προς το βοριά κι αριστερά απ’ το μονοπάτι, η γη φαινόταν πιο στεγνή και πιο ανοιχτή. Ανέβαινε πλαγιές που τα δέντρα αραίωναν και πεύκα κι έλατα φύτρωναν στη θέση που έβγαιναν βελανιδιές και φράξοι κι άλλα παράξενα και χωρίς όνομα δέντρα, που είχε στο πυκνότερο δάσος.

Στην αρχή η εκλογή τους φάνηκε καλή: προχωρούσαν αρκετά γρήγορα, αν κι όποτε έβλεπαν λιγάκι ήλιο σε κανένα ξέφωτο, φαινόταν, ανεξήγητα, να έχουν λοξοδρομήσει προς την ανατολή. Ύστερα από κάμποση ώρα όμως τα δέντρα άρχισαν να πυκνώνουν πάλι, εκεί ακριβώς που είχαν φανεί από μακριά να είναι αραιότερα και λιγότερο μπλεγμένα. Έπειτα βαθιές χαράδρες φάνηκαν απρόσμενα στη γη, σαν αυλακιές από γιγάντιους τροχούς ή μεγάλα χαντάκια και βουλιαγμένοι δρόμοι, άχρηστοι από καιρούς και πνιγμένοι στα βάτα. Αυτά συνήθως βρίσκονταν ακριβώς στο δρόμο που ακολουθούσαν και μπορούσαν μόνο να τα περάσουν αν κατέβαιναν μέσα κι ανέβαιναν απέναντι πάλι, πράγμα που ήταν και ταλαιπωρία και δύσκολο μαζί με τα πόνυ. Κάθε φορά που κατέβαιναν, έβρισκαν το κοίλωμα γεμάτο με πυκνούς θάμνους και μπλεγμένα χαμόκλαδα, που, κάπως, δεν υποχωρούσαν αριστερά, αλλά υποχωρούσαν μονάχα σαν έστριβαν δεξιά· κι αναγκάζονταν να προχωρούν αρκετά κάτω, μες στην κοίτη, πριν μπορέσουν να βρουν δρόμο να βγουν στην απέναντι πλευρά. Κάθε φορά που σκαρφάλωναν έξω, τα δέντρα φαίνονταν πιο πυκνά και σκοτεινά· και, πάντα αριστερά κι απάνω, ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βρουν δρόμο κι αναγκάζονταν να πάνε δεξιά και κάτω.

Ύστερα από μια δυο ώρες είχαν χάσει κάθε αίσθηση σωστού προσανατολισμού, αν και ήξεραν αρκετά καλά πως, εδώ και πολλή ώρα, είχαν πάψει να πηγαίνουν προς το βοριά. Τους άλλαζαν πορεία κι αυτοί απλώς ακολουθούσαν ένα δρόμο που είχε διαλεχτεί γι’ αυτούς — ανατολικά και νότια στην καρδιά του Δάσους κι όχι έξω απ’ αυτό.

Τ’ απομεσήμερο έφευγε, όταν έφτασαν, σκαρφαλώνοντας και σκοντάφτοντας, σε μια χαράδρα που ήταν πιο φαρδιά και βαθιά απ’ όλες όσες είχαν συναντήσει. Ήταν τόσο απόκρημνη και με τόσα εμπόδια, που στάθηκε αδύνατο να ξαναβγούν έξω, είτε μπρος είτε πίσω, χωρίς να εγκαταλείψουν τα πόνυ και τις αποσκευές τους. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, ήταν να την ακολουθήσουν — προς τα κάτω. Το χώμα μαλάκωσε και σε ορισμένα μέρη έγινε βάλτος. Πηγούλες φάνηκαν στις πλαγιές και σε λίγο βρέθηκαν ν’ ακολουθούν ένα ρυάκι, που έτρεχε λίγο λίγο και μουρμούριζε σε μια χορταριασμένη κοίτη. Μετά η γη άρχισε να κατηφορίζει γρήγορα και το ρυάκι, που γινόταν όλο πιο δυνατό και με πιο πολύ θόρυβο, κυλούσε και πηδούσε σβέλτα, κατεβαίνοντας την πλαγιά. Βρίσκονταν σε μια βαθιά μισοσκότεινη χαράδρα, σκεπασμένη, ψηλά από πάνω τους, με δέντρα.

Αφού προχώρησαν σκοντάφτοντας για κάμποσο δρόμο πλάι στο ρυάκι, εντελώς ξαφνικά βγήκαν έξω απ’ το μισοσκόταδο. Λες κι από μια ανοιχτή πύλη είδαν το φως του ήλιου μπροστά τους. Σαν έφτασαν στο άνοιγμα διαπίστωσαν πως είχαν κατέβει, μέσα από τη χαράδρα, σε μια ψηλή κι απόκρημνη όχθη, σχεδόν γκρεμό. Στα πόδια της βρισκόταν ένας ανοιχτός τόπος όλο χλόη και καλαμιές και πέρα μακριά μπορούσαν να διακρίνουν λιγάκι μια άλλη όχθη, σχεδόν το ίδιο απόκρημνη. Ένα χρυσαφένιο ηλιόλουστο απόγευμα απλωνόταν ζεστό και νυσταγμένο πάνω στην κρυμμένη γη ανάμεσα στις δυο όχθες. Και στη μέση κυλούσε τεμπέλικα ένας σκοτεινός ποταμός με καφετί νερό, τριγυρισμένος από παμπάλαιες ιτιές, σκεπασμένος αψιδωτά με ιτιές, κλεισμένος με πεσμένες ιτιές και στολισμένος με χιλιάδες κιτρινισμένα φύλλα από ιτιές. Ο αέρας ήταν γεμάτος από φύλλα, που φτερούγιζαν πέφτοντας απ’ τα κλαδιά κίτρινα. Φυσούσε ένα ζεστό μαλακό αεράκι στην κοιλάδα κι οι καλαμιές αναδεύονταν και τα κλαδιά απ’ τις ιτιές έτριζαν.