Выбрать главу

Η συνήθεια να χτίζουν υποστατικά και σταύλους λέγεται ότι ξεκίνησε απ’ τους κατοίκους του Μάρις πλάι στον Μπράντιγουάιν. Οι Χόμπιτ αυτού του μέρους, της Ανατολικής Μοίρας, ήταν μάλλον μεγαλόσωμοι και δυσκίνητοι και, όταν ο καιρός ήταν βροχερός, φορούσαν μπότες νάνων. Ήταν όμως γνωστό πως είχαν αίμα Χονδροκόκαλων στις φλέβες τους. Αυτό φαινόταν καθαρά κι απ’ το χνούδι που φύτρωνε στα μάγουλα μερικών. Κανείς απ’ τους Λευκόδερμους ή τους Τριχοπόδαρους δεν είχε ποτέ ούτε ίχνος από γένια. Στην πραγματικότητα, οι κάτοικοι του Βάλτου και του Μπάκλαντ, ανατολικά του Ποταμού, που αργότερα κατέλαβαν, είχαν κυρίως έρθει αργότερα στο Σάιρ απ’ το Νοτιά και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν ακόμη πολλά ιδιόρρυθμα ονόματα και παράξενες λέξεις που δεν τις άκουγες πουθενά αλλού στο Σάιρ.

Είναι πιθανό την τέχνη να χτίζουν, καθώς και άλλες πολλές, να τις έμαθαν απ’ τους Ντούνεντεν. Αλλά οι Χόμπιτ ίσως και να την έμαθαν κατευθείαν από τα Ξωτικά, που ήταν οι δάσκαλοι των Ανθρώπων, όταν αυτοί πρωτοφάνηκαν. Γιατί τα Ξωτικά της Ανώτερης Γενιάς δεν είχαν ακόμα εγκαταλείψει τη Μέση-Γη κι εκείνο τον καιρό κατοικούσαν ακόμα στα Γκρίζα Λιμάνια μακριά στη δύση και σ’ άλλα μέρη κοντά στο Σάιρ. Τρεις πανάρχαιοι πύργοι τους ακόμα φαίνονταν στους Λόφους των Πύργων πέρα απ’ τους βάλτους στα δυτικά. Έλαμπαν από μακριά στο φως του φεγγαριού. Ο πιο ψηλός ήταν και πιο μακριά και στεκόταν μόνος πάνω σ’ ένα πράσινο ύψωμα. Οι Χόμπιτ της Δυτικής Μοίρας έλεγαν ότι μπορούσες να δεις τη θάλασσα απ’ την κορφή εκείνου του πύργου. Κανείς όμως Χόμπιτ δεν είχε ποτέ ακουστεί να ’χε ανεβεί εκεί πάνω. Η αλήθεια είναι πως ελάχιστοι Χόμπιτ είχαν ποτέ τους δει τη θάλασσα ή ανεβεί σε πλεούμενο· κι ακόμα λιγότεροι είχαν ποτέ τους γυρίσει πίσω για να το πουν. Οι πιο πολλοί απ’ τους Χόμπιτ έβλεπαν, ακόμα και τα ποτάμια και τις μικρές βαρκούλες. με πολλά κακά προαισθήματα κι ελάχιστοι μπορούσαν να κολυμπήσουν. Κι όσο οι μέρες του Σάιρ πλήθαιναν, τόσο λιγόστευαν οι σχέσεις τους με τα Ξωτικά, που άρχισαν να τα φοβούνται και να δείχνουν δυσπιστία σ’ όσους είχαν πάρε δώσε μαζί τους. Και η Θάλασσα έγινε μια λέξη φόβου ανάμεσα τους, σημείο θανάτου κι απόστρεφαν τα πρόσωπά τους απ’ τους λόφους στη δύση.

Μπορεί την τέχνη να χτίζουν να την πήραν απ’ τα Ξωτικά ή τους Ανθρώπους, οι Χόμπιτ όμως την εφάρμοζαν με δικό τους τρόπο. Δεν έχτιζαν πύργους. Τα σπίτια τους συνήθως ήταν μακρόστενα, χαμηλά κι άνετα. Τα πιο παλιά μάλιστα δεν ήταν παρά απομιμήσεις των σμάιαλς, σκεπασμένα με ξερά χόρτα ή άχυρα ή χορτόλασπη και είχαν τοίχους κάμπως καμπυλωτούς. Αυτός ο τύπος όμως ανήκε στην πρώιμη εποχή του Σάιρ και εδώ και πολύ καιρό, ο τρόπος που έχτιζαν οι Χόμπιτ είχε αλλάξει, είχε καλυτερέψει με διάφορους τρόπους, που είχαν μάθει απ’ τους Νάνους, ή τους είχαν βρει μόνοι τους. Η κυριότερη ιδιοτροπία που ακόμα παράμενε στη χομπιτο-αρχιτεκτονική ήταν η προτίμησή τους στις στρογγυλές πόρτες και στα στρογγυλά παράθυρα.

Τα σπίτια κι οι τρύπες των Χόμπιτ του Σάιρ ήταν συχνά μεγάλα και μέσα κατοικούσαν μεγάλες οικογένειες. (Ο Μπίλμπο και ο Φρόντο Μπάγκινς ήταν με πολλούς τρόπους εξαίρεση και σαν εργένηδες και σαν φίλοι των Ξωτικών). Μερικές φορές, όπως π.χ. στην περίπτωση των Τουκ των Μεγάλων Σμάιαλς ή των Μπράντιμπακ του Μπράντι Χολ, πολλές γενιές συγγενών ζούσαν με (σχετική) αρμονία μαζί σ’ ένα προγονικό αρχοντικό με πολλές στοές. Γιατί πάντοτε όλοι οι Χόμπιτ υπήρξαν δεμένοι με τις οικογένειες τους και με πολλή προσοχή λογάριαζαν τις συγγένειές τους. Σχεδίαζαν ατέλειωτα και πολύπλοκα οικογενειακά δέντρα μ’ αμέτρητα παρακλάδια, Όταν κανείς σχετίζεται με Χόμπιτ, είναι βασικό να γνωρίζει το ποιος έχει συγγένεια με ποιον και σε τι βαθμό. Θα ήταν αδύνατο σ’ αυτό το βιβλίο να σχεδιάσουμε ένα οικογενειακό δέντρο που να έχει μόνο τα κυριότερα μέλη των κυριότερων οικογενειών της εποχής της ιστορίας μας. Τα γενεαλογικά δέντρα στο τέλος του Κόκκινου Βιβλίου του Γουέστμαρτς αποτελούν ένα ξεχωριστό βιβλίο που όλοι, εκτός απ’ τους Χόμπιτ, θα το έβρισκαν υπερβολικά ανιαρό. Οι Χόμπιτ όμως απολάμβαναν τέτοια πράγματα, σαν είχαν ακρίβεια: τους άρεσε να γεμίζουν βιβλία και βιβλία με πράγματα που τα ήξεραν κιόλας, γραμμένα καθαρά και ξάστερα και δίχως αντιφάσεις.