Выбрать главу

Ο Φρόντο πολέμησε λιγάκι τον ύπνο που τον κυρίευε· έπειτα με μια προσπάθεια σηκώθηκε στα πόδια του ξανά. Ένιωσε μια επιτακτική ανάγκη για δροσερό νερό.

— Περίμενέ με, Σαμ, τραύλισε. Πρέπει να πλύνω τα πόδια μου μια στιγμή.

Σαν σ’ όνειρο προχώρησε προς τη μεριά του δέντρου κοντύτερα στο ποτάμι, όπου μεγάλες στριφτές ρίζες απλώνονταν και φύτρωναν μέσα στο ποτάμι, σαν ροζιασμένοι δράκοντες, που τέντωναν το λαιμό τους για να πιουν. Καβαλίκεψε μια απ’ αυτές και πλατσούρισε τ’ αναμμένα του πόδια στο δροσερό καφετί νερό· κι εκεί αποκοιμήθηκε κι εκείνος ξαφνικά, με την πλάτη ακουμπισμένη στο δέντρο.

Ο Σαμ κάθισε χάμω κι έξυσε το κεφάλι του και χασμουρήθηκε μ’ ένα στόμα σαν σπηλιά. Ήταν ανήσυχος. Το απόγευμα προχωρούσε και σκεφτόταν πως η απότομη νύστα ήταν αφύσικη.

— Κάτι περισσότερο κρύβεται πίσω απ’ αυτό, πέρα απ’ τον ήλιο και το ζεστό αέρα, μουρμούρισε μονάχος του. Δε μ’ αρέσει αυτό το θεόρατο δέντρο. Δεν του ’χω εμπιστοσύνη. Άκου το τώρα, πώς τραγουδάει για βαθύ ύπνο. Μωρέ, δε μ’ αρέσει καθόλου!

Σηκώθηκε και στάθηκε στα πόδια του και πήγε παραπατώντας να δει τι απόγιναν τα πόνυ. Βρήκε τα δυο να ’χουν απομακρυνθεί αρκετά, ακολουθώντας το μονοπάτι. Μόλις τα είχε πιάσει και τα είχε φέρει πίσω κοντά στ’ άλλα. άκουσε δυο θορύβους, έναν δυνατό και τον άλλο μαλακό, μα πολύ καθαρό. Ο ένας ήταν το πλατς από κάτι βαρύ που πέφτει στο νερό· κι ο άλλος ήταν σαν το κλικ που κάνει μια πόρτα σαν κλείνει εντελώς σιγά σιγά.

Έτρεξε πίσω στην όχθη. Ο Φρόντο βρισκόταν μέσα στο νερό κοντά στην άκρη και μια μεγάλη ρίζα φαινόταν σκυμμένη από πάνω του να τον κρατάει κάτω, μ’ αυτός δεν έφερνε καμιά αντίσταση, Ο Σαμ τον άρπαξε απ’ το σακάκι και τον τράβηξε κάτω απ’ τη ρίζα· κι ύστερα με δυσκολία τον ανέβασε πάνω στην όχθη. Σχεδόν αμέσως ο Φρόντο ξύπνησε κι άρχισε να βήχει και να καθαρίζει το λαιμό του.

— Ξέρεις, Σαμ, είπε τέλος, αυτό το απαίσιο δέντρο μ’ έριξε μέσα. Το ’νιωσα! Αυτή η μεγάλη ρίζα γύρισε και με βούτηξε μέσα!

— Φαντάζομαι πως θα ονειρευόσουνα, κύριε Φρόντο, είπε ο Σαμ. Δε θα ’πρεπε να κάτσεις σε τέτοιο μέρος, σαν ήσουν νυσταγμένος.

— Τι έγιναν οι άλλοι; ρώτησε ο Φρόντο. Τι όνειρα να βλέπουν τάχα; Πήγαν γύρω, στην άλλη μεριά του δέντρου και τότε ο Σαμ κατάλαβε τι ήταν εκείνο το κλικ που ’χε ακούσει. Ο Πίπιν είχε εξαφανιστεί. Η χαραμάδα που είχε ακουμπήσει είχε κλείσει εντελώς, έτσι που δε φαινόταν ούτε σκάσιμο. Ο Μέρι ήταν παγιδευμένος· μια άλλη χαραμάδα είχε κλείσει γύρω απ’ τη μέση του· τα πόδια του βρίσκονταν απέξω, αλλά ο υπόλοιπος ήταν μέσα σ’ ένα σκοτεινό άνοιγμα, που οι άκρες του τον έσφιγγαν σαν τανάλιες.

Ο Φρόντο κι ο Σαμ άρχισαν να χτυπούν πρώτα τον κορμό του δέντρου στο μέρος που είχε ξαπλώσει ο Πίπιν, Μετά προσπάθησαν απεγνωσμένα ν’ ανοίξουν τα σαγόνια της σχισμάδας που κρατούσαν τον φτωχό το Μέρι. Ήταν άδικος κόπος όμως.

— Τι είναι αυτό το κακό που μας βρήκε; φώναξε ο Φρόντο αγριεμένος. Γιατί μπήκαμε σ’ αυτό το φοβερό το Δάσος; Μακάρι να ήμασταν όλοι μας πίσω στο Κρικχόλοου!

Κλότσησε το δέντρο μ’ όλη του τη δύναμη, αδιαφορώντας για τα πόδια του. Ένα ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα έτρεξε απ’ τον κορμό ως τα κλαδιά απάνω· τα φύλλα θρόισαν και μουρμούρισαν, μα τώρα μ’ έναν ήχο αμυδρού και μακρινού γέλιου.

— Φαντάζομαι πως δεν έχουμε κανένα τσεκούρι μες στα πράγματά μας, κύριε Φρόντο; ρώτησε ο Σαμ.

— Έφερα ένα μικρό τσεκούρι για να κόβουμε ξύλα για φωτιά, είπε ο Φρόντο. Δε νομίζω όμως πως θα κάνει πολλά πράγματα.

— Για μια στιγμή! φώναξε ο Σαμ, που είχε μια ιδέα όταν άκουσε για φωτιά. Μπορεί κάτι να καταφέρουμε με φωτιά!

— Μπορεί, είπε ο Φρόντο αμφιβάλλοντας. Μπορεί να καταφέρουμε να ψήσουμε τον Πίπιν ζωντανό μέσα.

— Μπορούμε να προσπαθήσουμε να πονέσουμε ή να τρομοκρατήσουμε το δέντρο αρχικά, είπε ο Σαμ άγρια. Αν δεν τους αφήσει να φύγουνε, θα το ρίξω, ακομα κι αν χρειαστεί να το κάνω με τα ίδια μου τα δόντια.

Έτρεξε στα πόνυ και δεν άργησε να γυρίσει με δυο κουτιά ίσκα κι ένα μικρό τσεκούρι.

Γρήγορα μάζεψαν ξερά χορτάρια και φύλλα και κομμάτια από φλούδες· κι έφτιαξαν ένα σωρό με σπασμένα κλαριά και πελεκημένα ξύλα. Τα συγκέντρωσαν πάνω στον κορμό, στη μεριά μακριά από τους φυλακισμένους. Μόλις ο Σαμ άναψε την ίσκα, αυτή άναψε το ξερό χορτάρι και φλόγες και καπνός ανέβηκαν προς τα πάνω. Τα κλαδάκια έτριζαν. Μικρές γλώσσες φωτιάς έγλειψαν τη στεγνή σημαδεμένη φλούδα του γέρικου δέντρου και την τσουρούφλισαν. Ένα τρεμούλιασμα διαπέρασε όλη την ιτιά, Τα φύλλα φάνηκαν να σφυρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια τους από πόνο και θυμό. Μια δυνατή κραυγή ακούστηκε απ’ το Μέρι κι από μέσα βαθιά απ’ το δέντρο άκουσαν τον Πίπιν να βγάζει μια πνιγμένη φωνή.