Выбрать главу

— Σβήστε τη! Σβήστε τη! φώναξε ο Μέρι. Θα με κόψει στα δυο, αν δεν το κάνετε. Έτσι μου λέει!

— Ποιος; Τι; φώναξε ο Φρόντο, ορμώντας στην άλλη μεριά του δέντρου.

— Σβήστε τη! Σβήστε τη! παρακαλούσε ο Μέρι.

Τα κλαδιά της ιτιάς άρχισαν να κουνιούνται βίαια. Ακούστηκε ένα βουητό, όπως όταν σηκώνεται άνεμος, που απλώθηκε προς τα έξω στα κλαδιά όλων των άλλων δέντρων εκεί γύρω, λες κι είχαν ρίξει μια πέτρα στον ήσυχο ύπνο της κοιλάδας του ποταμού κι είχαν δημιουργήσει κύκλους από θυμό, που απλώνονταν πάνω σ’ ολόκληρο το Δάσος. Ο Σαμ κλότσησε τη μικρή φωτιά και πάτησε κι έσβησε τις σπίθες. Αλλά ο Φρόντο, χωρίς καλά καλά να ξέρει το γιατί το έκανε, ή τι έλπιζε, έτρεξε στο μονοπάτι φωνάζοντας: βοήθεια! βοήθεια! βοήθεια! Του φαινόταν πως μόλις που άκουγε την ίδια του την τσιριχτή φωνή: ο αέρας απ’ τις ιτιές του την έπαιρνε μακριά κι αυτή πνιγόταν στη βουή των φύλλων μόλις έβγαινε απ’ το στόμα του. Ήταν απελπισμένος: χαμένος κι ανίκανος να σκεφτεί.

Ξαφνικά σταμάτησε. Ακούστηκε μια απάντηση ή έτσι του φάνηκε· αλλά φαινόταν να έρχεται από πίσω του μακριά, κατηφορίζοντας το μονοπάτι, πίσω βαθιά μέσ’ απ’ το Δάσος. Γύρισε κι αφουγκράστηκε και σε λίγο δεν υπήρχε αμφιβολία: κάποιος τραγουδούσε ένα τραγούδι· μια βαθιά χαρούμενη φωνή τραγουδούσε ανέμελα κι ευτυχισμένα, μα τραγουδούσε ανοησίες:

Έι! λα! Τράλα λα! Τράλα λι λίλο! Ε! Ιτιά! Τράλα λο! Τράλα λα λίλο! Σου μιλώ, σου γελώ, Τομ ο Μπομπαντίλο!

Μισοελπίζοντας και μισοφοβισμένοι μήπως κι είναι κανένας καινούριος κίνδυνος κι οι δυο τώρα, ο Φρόντο κι ο Σαμ, στάθηκαν ακίνητοι. Απότομα κι ύστερα από ένα σωρό ανόητες λέξεις (ή έτσι τους φαινόταν), η φωνή υψώθηκε δυνατή και καθάρια και ξέσπασε σ’ αυτό το τραγούδι:

Ξανθιά μου κούκλα μου, εσύ! Κουκλίτσα μου, χρυσή μου! Τ’ αγέρι που φυσάει λαφριά, δροσίζει σε, καλή μου! Στο Λόφο μου μακριά εκεί, πανώρια, λαμπερή, Προσμένεις με λαχτάρα, Χρυσομουριά καλή! Ωραία σαν τον ήλιο, κόρη της Ποταμιάς, Ο Τομ ο Μπομπαντίλο, σου έφερε μεμιάς, Του ποταμού κρινάκια και φύλλα της ιτιάς. Χρυσομουριά καλή μου, στο σπίτι μας θα ’ρθω. Γρια-Ιτιά, μαζέψου, το δρόμο μου να βρω. Ο Τομ βιάζεται τώρα, κρατά κρινάκια δροσερά. Στης Ποταμιάς την Κόρη να δώσει, ο Τομ, όλος χαρά. Έι λο! Τράλα λο! Τράλα λίλι λο! Μ’ ακούς πώς τραγουδώ μες στο δειλινό;

Ο Φρόντο κι ο Σαμ στέκονταν σαν μαγεμένοι. Ο άνεμος ξεψύχησε. Τα φύλλα κρέμονταν ξανά σιωπηλά στα δυσκίνητα κλαδιά. Ακούστηκε πάλι κι άλλο ξέσπασμα τραγουδιού κι ύστερα ξαφνικά, πηδώντας και χορεύοντας στο μονοπάτι, φάνηκε πάνω απ’ τις καλαμιές ένα παλιό στραπατσαρισμένο ψηλό καπέλο, μ’ ένα μακρύ γαλάζιο φτερό μπηγμένο στην κορδέλα του. Και, μ’ ένα μικρό κι ένα μεγάλο πήδημα, ξεπρόβαλε ένας άνθρωπος, ή έτσι τουλάχιστον έδειχνε. Οπωσδήποτε παραήταν μεγάλος και βαρύς για χόμπιτ, αν και δεν ήταν αρκετά ψηλός για να είναι ένας απ’ τους Μεγάλους Ανθρώπους. Έκανε όμως θόρυβο για πολλούς. Χτυπούσε τις τεράστιες κίτρινες μπότες που φορούσε στα χοντρά του πόδια και τρεχάλιζε μέσα στα χορτάρια και στις καλαμιές σαν γελάδι που πάει να πιει νερό. Είχε μεγάλο σακάκι και μακριά καστανά γένια· τα μάτια του ήταν γαλανά και ζωηρά και το πρόσωπό του κόκκινο σαν ώριμο μήλο, χιλιορυτιδωμένο όμως από ρυτίδες γέλιου. Κρατούσε στα χέρια του ένα πλατύ φύλλο σαν δίσκο κι απάνω του είχε ένα μικρό μπουκέτο από άσπρα νούφαρα.

— Βοήθεια! φώναξαν ο Φρόντο κι ο Σαμ, τρέχοντας προς το μέρος του μ’ απλωμένα χέρια.

— Ε! Ε! για σταθείτε! φώναξε ο γέρος σηκώνοντας ψηλά το ένα του χέρι κι αυτοί έμειναν στη μέση, λες και παράλυσαν.

— Και τώρα, μικροί μου, για πού το βάλατε και ξεφυσάτε σαν φυσερά; Τι τρέχει; Ξέρετε ποιος είμαι εγώ; Είμαι ο Τομ Μπομπαντίλ. Πέστε μου, τι σας συμβαίνει; Ο Τομ βιάζεται τώρα. Το νου σας, μη μου χαλάσετε τα κρινάκια μου!

— Οι φίλοι μου είναι αιχμάλωτοι μέσα στην ιτιά, φώναξε ο Φρόντο με κομμένη ανάσα.

— Τον κύριο Μέρι τον κόβει στη μέση μια χαραματιά! φώναξε ο Σαμ.

— Τι! ξεφώνισε ο Τομ Μπομπαντίλ, πηδώντας ψηλά στον αέρα. Η Γρια-Ιτιά; Τίποτα χειρότερο απ’ αυτό, ε; Αυτό γρήγορα μπορεί να διορθωθεί. Τον ξέρω εγώ το σκοπό της. Η Γριά γκριζομάλλα Ιτιά! Θα της παγώσω το κόκαλο αν δε συμμορφωθεί. Θα τραγουδήσω έτσι που θα πεταχτούν έξω οι ρίζες της. Θα τραγουδήσω και θα σηκώσω τέτοιο αέρα, που δε θα της μείνει ούτε φύλλο ούτε κλαδί. Τη Γρια-Ιτιά!