Выбрать главу

Ακουμπώντας προσεκτικά κάτω στη χλόη τα κρινάκια του, έτρεξε στο δέντρο. Εκεί είδε τα πόδια του Μέρι που έξεχαν — τον υπόλοιπο τον είχε κιόλας τραβήξει ακόμα πιο μέσα. Ο Τομ έβαλε το στόμα του στη χαραμάδα κι άρχισε να τραγουδάει μέσα με χαμηλή φωνή. Δεν μπορούσαν να πιάσουν τις λέξεις, μα ήταν φανερό πως ο Μέρι ξεσηκώθηκε. Τα πόδια του άρχισαν να κλοτσάνε. Ο Τομ πήδησε μακριά και σπάζοντας ένα κλαδί που κρεμόταν, χτύπησε τα πλευρά της ιτιάς μ’ αυτό.

— Άσ’ τους να βγούνε έξω πάλι, Γρια-Ιτιά! είπε. Τι είν’ αυτά που σκέφτεσαι; Λεν έπρεπε να ξυπνήσεις. Φάε χώμα! Σκάψε βαθιά! Πιες νερό! Κοιμίσου! Ο Μπομπαντίλ μιλάει!

Έπειτα άρπαξε τα πόδια του Μέρι και τον τράβηξε έξω απ’ τη σχισμάδα, που είχε ξαφνικά φαρδύνει.

Ακούστηκε ένα τρίξιμο λες και κάτι έσπαζε κι η άλλη χαραματιά σκίστηκε κι άνοιξε κι ο Πίπιν πετάχτηκε έξω, λες και τον είχαν κλοτσήσει. Μετά μ’ ένα δυνατό κρακ κι οι δυο χαραματιές έκλεισαν πάλι τελείως. Το δέντρο τρεμούλιασε απ’ τη ρίζα ως την κορφή κι έγινε απόλυτη σιωπή.

— Ευχαριστούμε! είπαν οι χόμπιτ, ο ένας μετά τον άλλο. Ο Τομ Μπομπαντίλ ξέσπασε σε γέλια.

— Λοιπόν, μικροί μου! είπε, σκύβοντας για να δει καλά τα πρόσωπά τους. Θα ’ρθείτε σπίτι μαζί μου! Το τραπέζι είναι βαρυφορτωμένο με κίτρινη κρέμα, κερήθρες με μέλι κι άσπρο ψωμί και βούτυρο. Η Χρυσομουριά περιμένει. Έχουμε καιρό για ερωτήσεις γύρω απ’ το βραδινό τραπέζι. Ακολουθήστε με όσο πιο γρήγορα μπορείτε!

Και μ’ αυτά τα λόγια, μάζεψε τα κρινάκια του και κουνώντας το χέρι του να τον ακολουθήσουν, προχώρησε πηδώντας και χορεύοντας, ακολουθώντας το μονοπάτι ανατολικά και συνεχίζοντας να τραγουδά δυνατά και χωρίς νόημα.

Οι χόμπιτ παραήταν σαστισμένοι κι ανακουφισμένοι για να μιλήσουν·τον ακολουθούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αλλά δεν ήταν αρκετά γρήγορα. Ο Τομ δεν άργησε να εξαφανιστεί από μπροστά τους κι η φωνή απ’ το τραγούδι του γινόταν όλο και πιο αδύνατη και μακρινή. Ξαφνικά η φωνή του ήρθε πετώντας πίσω, δυνατή και καθαρή.

Τρέξτε πλάι στο ποτάμι, φίλοι μου μικροί. Πάει ο γερο-Τομ μπροστά γιο: να σας υποδεχτεί. Πέφτει ο ήλιος, θα πηγαίνετε τυφλά. Μες στις σκιές της νύχτας όμως θα φανεί μπροστά, Πόρτα φωτισμένη, παραθύρια λαμπερά. Μη φοβάστε πια τη Γρια-Ιτιά, Μήτε τα κλαδιά και τις ρίζες τις μπλεγμένες. Ο γερο-Τομ ο Μπομπαντίλ θα προσμένει να σας δει· Θα ’χει τις κουβέρτες σας όμορφα στρωμένες!

Μετά απ’ αυτό οι χόμπιτ δεν ξανάκουσαν τίποτα. Σχεδόν αμέσως ο ήλιος φάνηκε να βασιλεύει στα δέντρα πίσω τους. Τότε θυμήθηκαν το λοξό φως του δειλινού να λαμπυρίζει στον Ποταμό Μπράντιγουάιν και τα παράθυρα του Μπάκλμπερι ν’ αρχίζουν να φέγγουν μ’ εκατοντάδες φώτα. Μεγάλες σκιές έπεσαν μπροστά τους· κορμοί και κλαδιά δέντρων κρέμονταν σκοτεινοί κι απειλητικοί πάνω απ’ το μονοπάτι. Άσπροι καπνοί ομίχλης άρχισαν να σηκώνονται και να κουλουριάζονται πάνω στο ποτάμι και να γλιστρούν γύρω στις ρίζες των δέντρων στις όχθες. Μέσα απ’ την ίδια τη γη στα πόδια τους, ένας σκοτεινός ατμός σηκώθηκε κι ανακατεύτηκε με το σκοτάδι που έπεφτε γοργά.

Δυσκολεύονταν ν’ ακολουθούν το μονοπάτι κι ήταν πολύ κουρασμένοι. Τα πόδια τους ήταν μολύβι. Παράξενοι μικροί θόρυβοι διάτρεχαν τους θάμνους και τα καλάμια γύρω τους· και σαν κοίταζαν ψηλά στο χλωμό ουρανό, το μάτι τους έπιανε αλλόκοτες ροζιασμένες μορφές, που σκυθρώπιαζαν σκοτεινά μες στο μισοσκόταδο και τους κοιτούσαν μοχθηρά απ’ την ψηλή όχθη και τις άκρες του δάσους. Άρχισαν να αισθάνονται πως όλο αυτό το μέρος δεν ήταν πραγματικό κι ότι παραπατούσαν σ’ ένα απειλητικό όνειρο που δεν είχε ξύπνημα.

Εκεί που ένιωσαν τα πόδια τους ν’ αργοπατούν και να σταματούν, πρόσεξαν πως η γη ανηφόριζε μαλακά. Το νερό άρχισε να μουρμουρίζει. Μες στο σκοτάδι διάκριναν την άσπρη λάμψη από αφρό, στο μέρος που το ποτάμι έπεφτε πάνω από ένα καταρράκτη. Έπειτα, ξαφνικά, τα δέντρα τέλειωσαν κι η ομίχλη έμεινε πίσω. Βγήκαν απ’ το Δάσος και βρήκαν μια απλωσιά όλο χορτάρι μπροστά τους. Ο ποταμός τώρα μικρός και γοργός πηδούσε χαρούμενα προς τα κάτω για να τους συναντήσει, γυαλίζοντας εδώ κι εκεί στο φως των αστεριών, που έλαμπαν κιόλας στον ουρανό.

Το χορτάρι κάτω απ’ τα πόδια τους ήταν ομαλό και κοντό, λες και το είχαν κουρέψει ή ξυρίσει. Οι άκρες του Δάσους ήταν κουρεμένες και περιποιημένες σαν φράχτης. Το μονοπάτι φαινόταν τώρα καθαρά μπροστά τους, καλοφτιαγμένο και σημαδεμένο με πέτρες δεξιά κι αριστερά. Ανέβαινε στριφτά στην κορφή ενός μικρού λόφου όλο χλόη, που ήταν τώρα γκρίζος στη χλωμή αστροφεγγιά της νύχτας· κι εκεί ψηλά, από πάνω τους ακόμα, σε μια πλαγιά πιο πέρα, είδαν να λάμπουν τα φώτα ενός σπιτιού. Το μονοπάτι ξανακατηφόρισε κι ύστερα ανηφόρισε ακολουθώντας την ομαλή λοφοπλαγιά, στρωμένη με χλόη, οδηγώντας προς το φως. Ξαφνικά μια πλατιά κίτρινη ακτίνα ξεχύθηκε στραφτερή από μια πόρτα που άνοιξε. Εκεί μπροστά τους ήταν το σπίτι του Τομ Μπομπαντίλ πάνω στο λόφο. Πίσω είχε μια απόκρημνη πλαγιά γκρίζα και γυμνή, και πέρα απ’ αυτήν, οι σκιές της Κοιλάδας των Θολωτών Τάφων χάνονταν μακριά στην ανατολή.