Выбрать главу

Όλοι, χόμπιτ και πόνυ, ζωήρεψαν το βήμα. Η μισή τους κούραση κι όλοι τους οι φόβοι είχαν κιόλας φύγει. Ε! Όλοι εδώ! ξεχύθηκε έξω το τραγούδι να τους υποδεχτεί.

Ε! Τρέξτε, ντέρι ντολ! Πού αργήσατε, μικροί μου! Χόμπιτ! Πόνο! Κάντε γρήγορα, παιδιά! Γιατί, όπα, ντέρι ντολ, καλοί μου! Ο Τομ ο Μπομπαντίλ πολύ τα πάρτι αγαπά.

Και τότε μια άλλη κρυσταλλένια φωνή, νέα και γέρικη μαζί, σαν την Άνοιξη, σαν το τραγούδι χαρούμενου νερού που κυλάει μες στη νύχτα, αφού πέρασε την ηλιόλουστη μέρα του στους λόφους, ήρθε σαν ασήμι που κυλά να τους συναντήσει:

Ελάτε ν’ αρχίσουμε όλοι μαζί τραγούδι για ομίχλες και βροχές. Για ήλιο κι αστέρια, φεγγάρι, ουρανό, συννεφιές. Γι’ αχτίδες στα λούλουδα πάνω να πούμε. Για δροσοσταλίδες, διαμάντια στο χόρτο, σα δούμε· Για τις καλαμιές και τ’ αγέρι ψηλά στ’ ανηφόρι. Για τον Τομ τον Μπομπαντίλ και της Ποταμιάς την Κόρη!

Και μ’ αυτό το τραγούδι οι χόμπιτ στάθηκαν στο κατώφλι κι ένα χρυσαφένιο φως ήταν παντού γύρω τους.

Κεφάλαιο VII

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΟΜ ΜΠΟΜΠΑΝΤΙΛ

Οι τέσσερις χόμπιτ πέρασαν το μεγάλο πέτρινο πλατύσκαλο και σταμάτησαν ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Βρέθηκαν σ’ ένα μακρύ χαμηλό δωμάτιο γεμάτο φως από λάμπες που κρέμονταν απ’ τα δοκάρια του ταβανιού. Στο τραπέζι, που ήταν από σκούρο γυαλισμένο ξύλο, υπήρχαν πολλά κεριά, ψηλά και κίτρινα, με ζωηρή φλόγα.

Σ’ ένα κάθισμα, στην άλλη άκρη του δωματίου απέναντι στην εξώπορτα, καθόταν μια γυναίκα. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της κυμάτιζαν στους ώμους της· το φόρεμα της ήταν πράσινο, πράσινο σαν τις μικρές καλαμιές, κεντημένο μ’ ασημένιες χάντρες από δροσοσταλίδες. Η ζώνη της ήταν χρυσή κι έμοιαζε αλυσίδα από κρινάκια δεμένα με τα χλωμά γαλάζια μάτια των μη-με-λησμόνει. Γύρω στα πόδια της, μέσα σε πλατύστομα πήλινα βάζα, πράσινα και καφετιά, έπλεαν κάτασπρα νούφαρα, έτσι που φαινόταν λες και καθόταν σε θρόνο στη μέση μιας λιμνούλας.

— Ελάτε μέση, καλοί μου ξένοι! είπε· κι όπως μίλησε κατάλαβαν πως ήταν δική της η κρυσταλλένια φωνή που είχαν ακούσει να τραγουδά.

Έκαναν μερικά δειλά βήματα μέσα στο δωμάτιο κι άρχισαν να υποκλίνονται, νιώθοντας παράξενη έκπληξη και δειλία σαν κάποιους που, χτυπώντας την πόρτα μιας καλύβας να ζητήσουν ένα ποτήρι νερό, βλέπουν να τους ανοίγει μια νέα κι όμορφη ξωτικοβασίλισσα, ντυμένη μ’ αληθινά λουλούδια. Μα πριν προλάβουν να πουν τίποτα, πετάχτηκε ανάλαφρα πάνω και, περνώντας πάνω απ’ τα βάζα με τα νούφαρα, έτρεξε γελώντας προς το μέρος τους· κι όπως έτρεχε, το φόρεμά της θρόιζε σιγανά σαν το αγέρι στις λουλουδιασμένες όχθες του ποταμού.

— Ελάτε, καλοί μου! είπε, παίρνοντας το Φρόντο απ’ το χέρι. Γελάστε και χαρείτε. Εγώ είμαι η Χρυσομουριά, η κόρη της Ποταμιάς.

Ύστερα πέρασε ανάλαφρη, έκλεισε την πόρτα, γύρισε την πλάτη της σ’ αυτή κι άπλωσε τ’ άσπρα της χέρια. — Ας κλείσουμε έξω τη νύχτα, είπε. Γιατί ίσως ακόμα να φοβάστε την ομίχλη και τις δεντροσκιές, το βαθύ νερό και τ’ ανήμερα πράγματα. Μη φοβάστε τίποτα! Γιατί απόψε βρίσκεστε κάτω απ’ τη στέγη του Τομ Μπομπαντίλ.

Οι χόμπιτ την κοίταζαν όλο θαυμασμό· κι αυτή τους κοίταζε έναν έναν και χαμογελούσε.

— Πεντάμορφη δέσποινα Χρυσομουριά! είπε τέλος ο Φρόντο, νιώθοντας την καρδιά του να συγκινείται από μια αγαλλίαση που δεν μπορούσε να την καταλάβει.

Στεκόταν, όπως είχε αρκετές φορές σταθεί, μαγεμένος απ’ τις όμορφες φωνές των Ξωτικών· αλλά η τωρινή μαγεία ήταν διαφορετική: η απόλαυση ήταν μικρότερη στο ύψος και λιγότερο διαπεραστική, αλλά πιο βαθιά και πιο κοντά στη θνητή του καρδιά· θαυμαστή όχι όμως και ξένη.

— Πεντάμορφη δέσποινα Χρυσομουριά! είπε ξανά. Τώρα η χαρά, η κρυμμένη στα τραγούδια που ακούσαμε, μου αποκαλύφθηκε.

Λυγερή σαν το κλαράκι της ιτιάς, διάφανη σαν τα νερά τα κρύα! Καλαμιά της Ποταμιάς, φυλλαράκι πράσινο, όμορφη Κυρία! Καλοκαίρι κι άνοιξη κι άνοιξη πάλι ξανά! Αγέρι μες στις φυλλωσιές, Χρυσομουριά Κυρά!

Απότομα σταμάτησε και κόμπιασε, κατάπληκτος που άκουγε τον εαυτό του να ξεστομίζει τέτοια πράγματα. Η Χρυσομουριά όμως γέλασε.

— Καλωσορίσατε! είπε. Δεν είχα ακουστά πως ο κόσμος του Σάιρ ήταν τόσο γλυκομίλητος. Αλλά βλέπω πως είσαι φίλος των Ξωτικών· μου το λένε το φως στα μάτια σου κι ο αχός της φωνής σου. Τι χαρούμενη συνάντηση! Τώρα καθίστε να περιμένετε τον κύριο του σπιτιού! Δε θ’ αργήσει. Φροντίζει τα κουρασμένα ζώα σας.