Выбрать главу

Οι χόμπιτ κάθισαν μετά χαράς σε χαμηλές ψάθινες καρέκλες. Κι όσο η Χρυσομουριά ετοίμαζε το τραπέζι, την παρακολουθούσαν με τα μάτια, γιατί η λυγερή χάρη στις κινήσεις της τους γέμιζε με μια ήρεμη απόλαυση. Από κάπου πίσω απ’ το σπίτι ακούγονταν τραγούδια. Πότε πότε έπιανε τ’ αυτί τους, ανάμεσα σε πολλά τράλα λα και τράλα λι λίλο, να επαναλαμβάνονται οι λέξεις:

Ο γερο-Τομ είν’ ζωηρός, τράλα λι λαλάκι. Κίτρινες οι μπότες του, γαλάζιο το σακάκι!

— Πεντάμορφη δέσποινα! ξανάπε ο Φρόντο σε λιγάκι. Πες μου, αν η ερώτησή μου δε σου φαίνεται ανόητη, ποιος είν’ ο Τομ Μπομπαντίλ;

— Είναι αυτός, είπε η Χρυσομουριά, σταματώντας τις γοργές κινήσεις της και χαμογελώντας.

Ο Φρόντο την κοίταξε ερωτηματικά.

— Είναι όπως τον είδατε, είπε, απαντώντας στη ματιά του. Είναι ο Κύριος των δασών, των νερών και των λόφων.

— Δηλαδή όλ’ αυτά τα παράξενα μέρη είναι δικά του;

— Όχι, καθόλου! απάντησε και το χαμόγελό της έσβησε. Αυτό, αλήθεια, θα ήταν βάρος, πρόσθεσε σε χαμηλό τόνο, λες και το ’λεγε στον εαυτό της. Τα δέντρα και τα χορτάρια κι όλα όσα φυτρώνουν ή ζουν στη γη, ανήκουν το καθένα στον εαυτό του, Ο Τομ Μπομπαντίλ είναι ο Κύριος. Κανείς ποτέ δεν έχει πιάσει το γέρο-Τομ σαν περπατά στο δάσος, σαν περνά τα νερά ή πηδά στις λοφοκορφές στο φως ή στο σκοτάδι. Δε φοβάται τίποτα. Ο Τομ Μπομπαντίλ είναι Κύριος.

Μια πόρτα άνοιξε κι ο Τομ Μπομπαντίλ μπήκε μέσα. Τώρα δε φορούσε καπέλο και τα πλούσια καστανά του μαλλιά ήταν στολισμένα με φθινοπωρινά φύλλα. Γέλασε και, πηγαίνοντας στη Χρυσομουριά, την έπιασε απ’ το χέρι.

— Αυτή εδώ είναι η ωραία μου η κυρά! είπε κι υποκλίθηκε στους χόμπιτ. Είναι η Χρυσομουριά μου, ντυμένη στ’ ασημοπράσινα, με λουλούδια στη ζώνη! Είναι στρωμένο το τραπέζι; Βλέπω κίτρινη κρέμα και κερήθρα, άσπρο ψωμί και βούτυρο· γάλα, τυρί και χόρτα κι ώριμες φρεσκομαζεμένες φράουλες. Είναι αρκετά; Είναι το δείπνο έτοιμο;

— Είναι, είπε η Χρυσομουριά, αλλά μήπως δεν είναι οι ξένοι; Ο Τομ χτύπησε τα χέρια του και φώναξε:

— Τομ, Τομ! οι ξένοι σου είναι κουρασμένοι κι εσύ παραλίγο να το ξεχάσεις! Ελάτε τώρα, καλοί μου φίλοι, κι ο Τομ θα σας φροντίσει! Θα καθαρίσετε τα λερωμένα χέρια σας και θα πλύνετε τα κουρασμένα πρόσωπά σας· θα πετάξετε τις λασπωμένες μπέρτες σας και θα χτενίσετε τα μπερδεμένα σας μαλλιά!

Άνοιξε την πόρτα και τον ακολούθησαν σ’ ένα μικρό διάδρομο που έστριβε απότομα. Έφτασαν σ’ ένα χαμηλό δωμάτιο με λοξό ταβάνι (φαινόταν σαν προσθήκη, χτισμένη στη βορινή άκρη του σπιτιού). Οι τοίχοι ήταν πέτρινοι, σκεπασμένοι όμως αρκετά με πράσινα παραπετάσματα και κίτρινες κουρτίνες. Το πάτωμα ήταν πλακόστρωτο και σκεπασμένο με φρέσκα βούρλα. Στη μια πλευρά είχε τέσσερα μαλακά στρώματα στο πάτωμα, σκεπασμένα με άσπρες κουβέρτες. Στον απέναντι τοίχο είχε ένα μακρύ πάγκο γεμάτο πήλινες λεκάνες και δίπλα στέκονταν καφετιά κανάτια γεμάτα νερό, κρύο ή ζεστό αχνιστό. Δίπλα σε κάθε κρεβάτι είχε μαλακές πράσινες παντόφλες.

Δεν πέρασε πολλή ώρα κι οι χόμπιτ, πλυμένοι και φρεσκαρισμένοι, κάθισαν στο τραπέζι, δυο στην κάθε πλευρά, ενώ στο πάνω και στο κάτω μέρος κάθονταν η Χρυσομουριά κι ο Τομ. Το δείπνο ήταν χαρούμενο και κράτησε πολλή ώρα. Αν και οι χόμπιτ έφαγαν, όπως μόνο ξελιγωμένοι απ’ την πείνα χόμπιτ μπορούν να φάνε, δεν έλειψε τίποτα. Το ποτό στις κούπες τους φαινόταν να είναι καθαρό κρύο νερό, κατέβαινε όμως μέσα τους σαν κρασί κι ελευθέρωνε τις φωνές τους. Και ξαφνικά κατάλαβαν πως τραγουδούσαν χαρούμενα, λες κι αυτό να ήταν πιο φυσικό απ’ το να μιλούν. Τέλος, ο Τομ κι η Χρυσομουριά σηκώθηκαν και μάζεψαν το τραπέζι στα γρήγορα. Είπαν στους ξένους να καθίσουν ήσυχοι και τους έβαλαν σε καρέκλες μ’ ένα σκαμνάκι στον καθένα για τα κουρασμένα τους πόδια. Μπροστά τους η φωτιά στο μεγάλο τζάκι έκαιγε με μια γλυκιά μυρωδιά, λες κι έκαιγε ξύλα μηλιάς. Όταν όλα μπήκαν στη θέση τους, έσβησαν όλα τα φώτα στο δωμάτιο εκτός από μια λάμπα και δυο κεριά δεξιά κι αριστερά στο τζάκι. Η Χρυσομουριά τότε ήρθε και στάθηκε μπροστά τους κρατώντας ένα κερί κι ευχήθηκε στον καθένα χωριστά καληνύχτα κι ύπνο βαθύ.

— Ειρήνη μαζί σας, είπε, ως το πρωί. Μη δίνετε σημασία στους θορύβους της νύχτας. Γιατί τίποτα δεν περνάει την πόρτα και το παράθυρο εδώ, εκτός απ’ το φως του φεγγαριού και των αστεριών και τον άνεμο που έρχεται απ’ την κορφή του λόφου. Καληνύχτα!

Βγήκε έξω απ’ το δωμάτιο μ’ ένα φέγγος κι ένα θρόισμα. Τα βήματα της ακούγονταν σαν το νερό που κυλάει μαλακά, κατεβαίνοντας το λόφο, πάνω από δροσερές πέτρες μες στην ήσυχη νύχτα.