Выбрать главу

Ο Τομ καθόταν για κάμποση ώρα πλάι τους σιωπηλός, ενώ αυτοί προσπαθούσαν να βρουν αρκετό κουράγιο να κάνουν μια απ’ τις πολλές ερωτήσεις που σκόπευαν την ώρα του δείπνου. Ο ύπνος μαζεύτηκε στα βλέφαρά τους. Τέλος, μίλησε ο Φρόντο.

— Με άκουσες που φώναζα, Κύριε, ή σ’ έφερε η τύχη εκείνη ακριβώς την ώρα;

Ο Τομ κουνήθηκε σαν κάποιος που τον ξυπνούν την ώρα που βλέπει κάποιο ευχάριστο όνειρο.

— Ε, τι; είπε. Να σ’ άκουσα να φωνάζεις; Όχι, δε σ’ άκουσα: ήμουν αφοσιωμένος στο τραγούδι μου. Η τύχη μ’ έφερε την ώρα εκείνη, αν αυτό το λες εσύ τύχη. Δεν το είχα σχεδιάσει εγώ, αν και σας περίμενα. Είχαμε μάθει νέα σας κι είχαμε ακούσει πως περιπλανιόσαστε. Μαντέψαμε πως δε θ’ αργούσατε να κατεβείτε στο νερό: όλα τα μονοπάτια οδηγούν προς τα εκεί, κάτω στον Ελικοπόταμο. Η Γρια-Ιτιά ξέρει και τραγουδάει· κι είναι δύσκολο για τα μικρούλια να ξεφύγουν τους πονηρούς της λαβύρινθους. Αλλά ο Τομ είχε δουλειά εκεί, που δεν τολμούσε αυτή να εμποδίσει.

Ο Τομ έγειρε το κεφάλι λες και τον ξανάπαιρνε ο ύπνος· μα συνέχισε με τραγουδιστή φωνή:

Είχα δουλειά εκεί κάτω: να πάω να φέρω νούφαρα, Πράσινα φύλλα, λούλουδα, χαρά για την Κυρά μου! Τα τελευταία της χρονιάς πριν έρθει ο χειμώνας, Στα πόδια της ν’ ανθίζουνε ως να λαλήσει ο κούκος. Σαν τελειώνει η χρονιά πάω, της τα μαζεύω, Πλάι σε λιμνούλα καθαρή, στου Ελικοπόταμου την άκρη· Πρώτα εκεί ανθίζουνε κι εκεί ’ναι τελευταία. Στη λίμνη εκείνη αντάμωσα της Ποταμιάς την Κόρη, Τη Χρυσομουριά, πεντάμορφη, στις πρασινάδες μέσα, Να τραγουδάει, να χαίρεται, να φτερουγάει η καρδιά της!

Άνοιξε τα μάτια του και τους κοίταξε με μια άξαφνη γαλάζια λάμψη:

Κι αυτό σας βγήκε σε καλό — γιατί από δω και πέρα Δε θα κατέβω χαμηλά στον ποταμό, στο δάσος Κι ώσπου να βγει η χειμωνιά, να ’ρθει το καλοκαίρι, Δε θα διαβώ από κοντά στης Γρια-Ιτιάς το σπίτι, Παρά σαν έρθει η άνοιξη και βγει για να χορέψει Και πάει στη λίμνη να λουστεί της Ποταμιάς η Κόρη.

Έμεινε πάλι σιωπηλός· ο Φρόντο όμως δεν μπόρεσε να μην κάνει μια ακόμα ερώτηση: αυτή που πιο πολύ απ’ όλες επιθυμούσε να βρει την απάντηση.

— Πες μας, Κύριε, είπε, για τη Γρια-Ιτιά. Τι είναι; Δεν έχω ξανακούσει ποτέ γι’ αυτήν.

— Όχι, μην το κάνεις! είπαν ο Μέρι κι ο Πίπιν μαζί, ανακαθίζοντας απότομα. Όχι, τώρα! Όχι, ώσπου να ξημερώσει!

— Σωστά! είπε ο γέροντας. Τώρα είναι ώρα για ξεκούραση. Υπάρχουν μερικά πράγματα, που είναι τόσο απαίσια, που καλύτερα να μην τ’ ακούει κανείς όταν το σκοτάδι σκεπάζει τη γη. Κοιμηθείτε ως το πρωί, ξεκουραστείτε στο μαξιλάρι! Μη φοβηθείτε κανένα νυχτερινό θόρυβο! Ούτε καμιά γκρίζα ιτιά!

Και με τα λόγια αυτά κατέβασε τη λάμπα και τη φύσηξε να σβήσει και αρπάζοντας από ένα κερί στο κάθε χέρι τούς οδήγησε έξω απ’ το δωμάτιο.

Τα στρώματα και τα μαξιλάρια τους ήταν μαλακά σαν πούπουλο και οι κουβέρτες από άσπρο μαλλί. Δεν πρόλαβαν καλά καλά να πέσουν στα μαλακά κρεβάτια και να τραβήξουν τα ελαφρά σκεπάσματα πάνω τους κι αποκοιμήθηκαν.

Τα μεσάνυχτα ο Φρόντο βρέθηκε σ’ ένα όνειρο δίχως φως. Έπειτα είδε το καινούριο φεγγάρι να βγαίνει· στο λιγοστό του φως είδε να ορθώνεται μπροστά του ένας μαύρος πέτρινος τοίχος, που είχε μια καμάρα σαν μεγάλη πύλη. Του φάνηκε του Φρόντο πως σηκώθηκε ψηλά και, περνώντας από πάνω, είδε πως ο πέτρινος τοίχος ήταν ένας κύκλος από λόφους, που μέσα τους έκλειναν μια πεδιάδα. Στη μέση της πεδιάδας στεκόταν ένας βράχος ψηλός σαν καμπαναριό, που έμοιαζε με θεόρατο πύργο, που δεν ήταν όμως φτιαγμένος από χέρια. Στην κορφή του στεκόταν ένας άνθρωπος. Το φεγγάρι όπως ανέβαινε φάνηκε να κρέμεται για μια στιγμή πάνω απ’ το κεφάλι του κι έλαμψε στα λευκά του μαλλιά, όπως τα φυσούσε ο άνεμος. Μεσ’ απ’ τη σκοτεινή πεδιάδα κάτω, ανέβαινε το κλάψιμο από θανατερές κι απαίσιες φωνές και τα ουρλιαχτά πολλών λύκων. Ξαφνικά μια σκιά, σαν θεόρατα φτερά, πέρασε μπρος απ’ το φεγγάρι. Ο άνθρωπος σήκωσε τα χέρια του ψηλά κι ένα φως άστραψε απ’ το ραβδί που κούνησε. Ένας πανίσχυρος αετός χαμήλωσε πετώντας και τον πήρε μακριά. Οι φωνές θρηνούσαν κι οι λύκοι αλυχτούσαν. Ακούστηκε ένα βουητό σαν δυνατός άνεμος που φυσούσε κι έφερνε το ποδοβολητό αλόγων που κάλπαζαν, κάλπαζαν, κάλπαζαν απ’ την Ανατολή.

«Οι Μαύροι Καβαλάρηδες!» σκέφτηκε ο Φρόντο και ξύπνησε με το ποδοβολητό ν’ αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά του. Αναρωτήθηκε αν θα ξανάβρισκε ποτέ το θάρρος ν’ αφήσει την ασφάλεια αυτών των πέτρινων τοίχων. Ξάπλωσε ακίνητος κι αφουγκραζόταν· αλλά όλα τώρα ήταν σιωπηλά και τέλος γύρισε κι αποκοιμήθηκε ξανά ή μπορεί και να πλανήθηκε σε κάποιο άλλο όνειρο που το ξέχασε.