Выбрать главу

Στη μεριά του ο Πίπιν ήταν ξαπλωμένος κι έβλεπε ωραία όνειρα· αλλά τα όνειρά του άλλαξαν και στροφογύρισε μ’ ένα βογκητό. Απότομα ξύπνησε, ή νόμισε πως ξύπνησε, άκουγε όμως ακόμα μες στο σκοτάδι το θόρυβο που είχε ταράξει τ’ όνειρό του: τιπ-ταπ, σκουίκ: ο θόρυβος έμοιαζε σαν τα κλαδιά που τα ταράζει ο άνεμος, ακροδάχτυλα από κλαδιά που ξύνουν τον τοίχο και το παράθυρο: κριτς, κριτς, κριτς. Αναρωτήθηκε αν υπήρχαν ιτιές κοντά στο σπίτι· κι έπειτα απότομα είχε το τρομερό αίσθημα πως δε βρισκόταν καθόλου σ’ ένα συνηθισμένο σπίτι, αλλά μέσα στην ιτιά κι άκουγε εκείνη την απαίσια ξερή και τριχτή φωνή να τον περιγελάει πάλι. Ανακάθισε και, νιώθοντας τα μαλακά μαξιλάρια να βουλιάζουν κάτω απ’ τα χέρια του, ξάπλωσε πίσω πάλι ανακουφισμένος. Νόμιζε πως άκουσε τον απόηχο από λόγια μες στ’ αυτιά του: Μη φοβάσαι τίποτα! Κοιμήσου ειρηνικά ως το πρωί. Μη δίνεις σημασία στους θορύβους της νύχτας! Ύστερα ξανακοιμήθηκε.

Ο Μέρι, στον ήσυχο ύπνο του, άκουσε το θόρυβο που κάνει το νερό σαν πέφτει: νερό που κυλούσε κάτω ήρεμα κι έπειτα άπλωνε, άπλωνε ασταμάτητα γύρω απ’ όλο το σπίτι και γινόταν μια σκοτεινή λίμνη δίχως όχθες. Γουργούριζε κάτω απ’ τους τοίχους κι ανέβαινε αργά μα σταθερά. «Θα πνιγώ, σκέφτηκε. Θα μπει μέσα και τότε θα πνιγώ». Ένιωσε πως βρισκόταν μέσα σ’ ένα βάλτο μαλακό και γλοιώδη. Πετάχτηκε όρθιος και το πόδι του ακούμπησε στη γωνιά μιας παγωμένης σκληρής πλάκας στο πάτωμα. Τότε θυμήθηκε πού ήταν και ξάπλωσε πάλι. Και του φάνηκε πως άκουσε ή Θυμήθηκε πως είχε ακούσει: Τίποτα δεν περνά απ’ αυτές τις πόρτες εκτός απ’ το φως του φεγγαριού και των αστεριών κι ο άνεμος που έρχεται απ’ την κορφή του λόφου. Μια πνοή μυρωμένο αγέρι κούνησε την κουρτίνα. Ανάσανε βαθιά κι αποκοιμήθηκε πάλι.

Ο Σαμ, απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, κοιμήθηκε όλη τη νύχτα σαν κούτσουρο, βαθιά κι απολαυστικά, αν τα κούτσουρα κοιμούνται απολαυστικά.

Ξύπνησαν κι οι τέσσερις μαζί στο φως του πρωινού. Ο Τομ τριγύριζε μες στο δωμάτιο σφυρίζοντας σαν ψαρόνι. Όταν τους άκουσε να κουνιόνται, χτύπησε τα χέρια του παλαμάκια και φώναξε:

— Ε! Εμπρός, τράλα λο! Τράλα λι λίλο! Καρδούλες μου!

Άνοιξε τις κίτρινες κουρτίνες κι οι χόμπιτ είδαν πως σκέπαζαν παράθυρα στο πάνω και στο κάτω μέρος του δωματίου, που το ένα έβλεπε στην ανατολή και το άλλο στη δύση.

Πετάχτηκαν πάνω φρέσκοι φρέσκοι. Ο Φρόντο έτρεξε στο ανατολικό παράθυρο και βρέθηκε να κοιτάζει τον κήπο της κουζίνας, γκρίζο απ’ τη δροσιά. Μισοπερίμενε να δει χλόη, που να φτάνει ως τους τοίχους, σημαδεμένη από πέταλα αλόγων. Στην πραγματικότητα όμως τη θέα την έκοβαν μια σειρά ψηλές φασολιές πάνω σε καλάμια· αλλά από πάνω και πέρα μακριά τους, υψωνόταν η γκρίζα μορφή του λόφου εκεί που έβγαινε ο ήλιος. Το πρωινό ήταν χλωμό: στην Ανατολή, πίσω απ’ τα σύννεφα που μοιάζαν σκοινιά με λερωμένο μαλλί βαμμένο κόκκινο στις άκρες, βρίσκονταν κίτρινες θάλασσες που λαμπύριζαν. Ο ουρανός προμηνούσε βροχή· το φως όμως γρήγορα δυνάμωνε και τα κόκκινα λουλούδια στις φασολιές άρχισαν ν’ ανάβουν πάνω στα βρεγμένα πράσινα φύλλα.

Ο Πίπιν κοίταξε έξω απ’ το δυτικό παράθυρο κι είδε κάτω μια λίμνη από ομίχλη. Το Δάσος ήταν κρυμμένο μέσα σ’ αυτήν. Ήταν λες και κοίταζες από ψηλά μια κατηφορική ταράτσα από σύννεφα. Είχε ένα άνοιγμα σαν κανάλι στα μέρη που η ομίχλη είχε σπάσει κι είχε σχηματίσει λοφία και κύματα στην κοιλάδα του Ελικοπόταμου. Το ρυάκι κατέβαινε τρέχοντας το λόφο αριστερά και χανόταν στις σκιές. Μπροστά είχε έναν ανθόκηπο μ’ ένα φράχτη από κουρεμένους θάμνους, γεμάτο ασημοδίχτυα κι ύστερα γκρίζα κομμένη χλόη, χλωμή απ’ τις δροσοσταλίδες. Πουθενά δε φαινόταν ιτιά.

— Καλημέρα, φίλοι μου! φώναξε ο Τομ, ανοίγοντας διάπλατα το ανατολικό παράθυρο.

Ο αέρας μπήκε μέσα δροσερός φέρνοντας τη μυρωδιά της βροχής.

— Ο ήλιος δε θα μας δείξει και πολύ το πρόσωπό του σήμερα, νομίζω.

Είχα βγει έξω βόλτα πηδώντας στις λοφοκορφές απ’ την ώρα που φάνηκε η γκρίζα αυγή και μυριζόμουν τον αέρα και τον καιρό, το βρεγμένο χορτάρι στα πόδια μου και τον υγρό ουρανό πάνωθέ μου. Ξύπνησα τη Χρυσομουριά τραγουδώντας της κάτω απ’ το παράθυρο· μα τίποτα δεν ξυπνάει τους χόμπιτ νωρίς το πρωί. Ξυπνούν οι μικρούληδες τη νύχτα μες στο σκοτάδι και κοιμούνται σα φανεί το φως! Τρίλα λα λίλο! Ξυπνήστε τώρα, φίλοι μου! Ξεχάστε τους θόρυβους της νύχτας. Τρίλι λο! Τρίλα λα! Καρδούλες μου! Αν βιαστείτε, θα βρείτε φαΐ στο τραπέζι. Αν αργήσετε, θα βρείτε χόρτα και βρόχινο νερό!

Δε χρειάζεται να το πούμε — όχι πως η φοβέρα του Τομ φαινόταν και πολύ σοβαρή — μα οι χόμπιτ βιάστηκαν και δεν άφησαν το τραπέζι ως αργά και μόνο σαν άρχισε να δείχνει κάπως αδειανό. Ούτε ο Τόμ ούτε η Χρυσομουριά ήταν εκεί. Ο Τομ ακουγόταν να πηγαίνει πέρα δώθε στο σπίτι, να κάνει φασαρία στην κουζίνα, ν’ ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά και να τραγουδά πότε εδώ και πότε έξω. Το δωμάτιο έβλεπε δυτικά προς την καταχνιασμένη κοιλάδα κάτω και το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Νερό έσταζε από την άκρη της ψαθωτής στέγης από πάνω. Πριν τελειώσουν το πρωινό τους, τα σύννεφα είχαν μαζευτεί σχηματίζοντας μια αδιάσπαστη σκεπή και μια γκρίζα βροχή άρχισε να πέφτει κατακόρυφη και σταθερή. Πίσω απ’ την πυκνή κουρτίνα της το Δάσος ήταν τελείως κρυμμένο.