Выбрать главу

Εκεί που κοίταζαν έξω απ’ το παράθυρο άκουσαν να πέφτει μαλακά λες και κυλούσε κάτω η βροχή από ψηλά, την καθάρια φωνή της Χρυσομουριάς από πάνω. Μπορούσαν ν’ ακούσουν ελάχιστες λέξεις μόνο, αλλά ήταν φανερό πως το τραγούδι ήταν το τραγούδι της βροχής, γλυκό σαν τις μπόρες σε διψασμένους λόφους, που λέει την ιστορία ενός ποταμού, απ’ την πηγή στα ψηλώματα μέχρι τη Θάλασσα κάτω μακριά. Οι χόμπιτ άκουγαν μαγεμένοι· κι ο Φρόντο ένιωθε χαρά μες στην καρδιά του κι ευλογούσε τον καλόβουλο καιρό γιατί τους καθυστερούσε την αναχώρηση. Η σκέψη πως θα έφευγαν τον βάραινε απ’ τη στιγμή που ξύπνησε· αλλά μάντεψε πως δε θα προχωρούσαν παρακάτω εκείνη τη μέρα.

Ο άνεμος ψηλά γύρισε δυτικός και μεγαλύτερα σύννεφα κύλησαν και ξέχυσαν τη βροχή τους στα γυμνά κεφάλια της Κοιλάδας. Τίποτα δε φαινόταν στο σπίτι ολόγυρα εκτός απ’ το νερό που έπεφτε. Ο Φρόντο στάθηκε κοντά στο ανοιχτό παράθυρο και κοιτούσε το άσπρο σαν την κιμωλία μονοπάτι να γίνεται ένας μικρός γαλατένιος ποταμός και να κυλάει παφλάζοντας στην κοιλάδα κάτω. Ο Τομ Μπομπαντίλ ήρθε τριποδίζοντας πίσω απ’ τη γωνιά του σπιτιού, ανεμίζοντας τα χέρια του λες κι έδιωχνε τη βροχή. Και στ’ αλήθεια, σαν πήδηξε το κατώφλι, φαινόταν εντελώς στεγνός, εκτός απ’ τις μπότες του, που τις έβγαλε και τις έβαλε στη γωνιά στο τζάκι. Μετά κάθισε στην πιο μεγάλη καρέκλα και φώναξε τους χόμπιτ να μαζευτούν γύρω του.

— Σήμερα είναι η μέρα της μπουγάδας της Χρυσομουριάς, είπε, και της γενικής φθινοπωριάτικης καθαριότητας. Πολύ υγρή για χόμπιτ — ας ξεκουραστούν όσο μπορούν! Είναι καλή μέρα για μεγάλες ιστορίες, για ερωτήσεις κι απαντήσεις· γι’ αυτό ο Τομ θ’ αρχίσει την κουβέντα.

Τους είπε τότε πολλές αξιόλογες ιστορίες, μερικές φορές λες και μισομιλούσε στον εαυτό του κι άλλοτε κοιτώντας τους ξαφνικά με ζωηρά γαλάζια μάτια κάτω απ’ τα πυκνά του φρύδια. Συχνά η φωνή του γινόταν τραγούδι κι αυτός σηκωνόταν απ’ την καρέκλα του και χόρευε γύρω γύρω. Τους είπε ιστορίες για μέλισσες και λουλούδια, για τις συνήθειες των δέντρων, για τα παράξενα πλάσματα του Δάσους, για πονηρά και καλά πλάσματα, για πλάσματα φιλικά και πλάσματα εχθρικά, για πλάσματα σκληρά και καλοσυνάτα και για μυστικά κρυμμένα κάτω από τα βάτα.

Όπως άκουγαν, άρχισαν να καταλαβαίνουν για τις ζωές του Δάσους, ξεχωριστές απ’ αυτούς και, στ’ αλήθεια, να νιώθουν τον εαυτό τους ξένο εκεί που όλα τ’ άλλα ήταν στο σπίτι τους. Μέσα στα λόγια του συνεχώς μπαινόβγαινε η Γρια-Ιτιά κι ο Φρόντο έμαθε τώρα αρκετά ώστε να είναι ικανοποιημένος· δηλαδή περισσότερα από αρκετά, γιατί η ιστορία δεν ήταν πολύ ευχάριστη. Τα λόγια του Τομ ξεγύμνωναν τις καρδιές των δέντρων και τις σκέψεις τους, που συχνά ήταν σκοτεινές και παράξενες, γεμάτες μίσος για ό,τι περπατάει ελεύθερο στη γη, μασώντας, δαγκώνοντας, σπάζοντας, κλαδεύοντας, καίγοντας: καταστροφείς και κλέφτες. Δεν το λένε «το Παλιό το Δάσος» χωρίς λόγο. Ήταν πραγματικά αρχαίο, απομεινάρι από απέραντα λησμονημένα δάση· και μέσα του ζούσαν ακόμα και δε γερνούσαν πιο γρήγορα απ’ τους λόφους, οι πατεράδες των πατεράδων των δέντρων, που θυμόντουσαν τους καιρούς που ήταν κυρίαρχοι. Τ’ αμέτρητά τους χρόνια τους είχαν γεμίσει με περηφάνια, με βαθιά ριζωμένη σοφία και με μοχθηρία. Αλλά κανένα δεν ήταν πιο επικίνδυνο απ’ τη Μεγάλη Ιτιά: η καρδιά της ήταν σάπια, μα η δύναμή της ολοζώντανη· κι ήταν πανούργα κι εξουσίαζε τους ανέμους με το τραγούδι της κι η σκέψη της διέτρεχε τα δάση κι απ’ τις δυο μεριές του ποταμού. Το γκρίζο διψασμένο της πνεύμα έπαιρνε δύναμη απ’ τη γη κι απλωνόταν με ψιλές ριζοκλωστές στο χώμα και μ’ αόρατα κλαδιά-δάχτυλα στον αέρα, μέχρι που είχε κάτω απ’ την εξουσία της σχεδόν όλα τα δέντρα του Δάσους, απ’ το Φράχτη ως την Κοιλάδα.

Απότομα η κουβέντα του Τόμ άφησε τα δάση κι ανέβηκε πηδηχτά το μικρό ρυάκι, πέρασε πάνω απ’ τον αφρισμένο καταρράκτη, πάνω από βότσαλα και λειασμένες πέτρες, μπήκε ανάμεσα σε μικρά λουλόυδια, στο χαμηλό χορτάρι και σ’ υγρές χαραματιές κι έφτασε τέλος στην Κοιλάδα. Άκουσαν για τους Μεγάλους Θολωτούς Τάφους και τους πράσινους φτιαχτούς λόφους-τύμβους και για τους πέτρινους κύκλους πάνω στους λόφους και τις μικρές κοιλάδες ανάμεσα στους λόφους. Κοπάδια πρόβατα βέλαζαν. Πράσινοι κι άσπροι τοίχοι υψώθηκαν. Στα ψηλώματα κάστρα. Βασιλιάδες μικρών βασιλείων πολεμούσαν ανάμεσά τους κι ο νέος Ήλιος έλαμπε σαν φωτιά στο κόκκινο μέταλλο των καινούριων κι αχόρταγων σπαθιών τους. Ήρθαν νίκες κι ήττες κι οι πύργοι έπεσαν, τα κάστρα κάηκαν κι οι φλόγες έφτασαν ψηλά στον ουρανό. Χρυσάφι σωρός στα φέρετρα των νεκρών βασιλιάδων και βασιλισσών· και μικροί λόφοι-τύμβοι τους σκέπασαν, οι πόρτες έκλεισαν· και τα χόρτα τα σκέπασαν όλα. Τα πρόβατα βόσκησαν για λίγο το χορτάρι, μα γρήγορα οι λόφοι ερήμωσαν πάλι. Μια σκιά ήρθε από μέρη μακρινά και σκοτεινά και τα κόκαλα ταράχτηκαν στους θολωτούς τάφους. Βρικόλακες διάβαιναν τώρα στις μικρές κοιλάδες και σπηλιές και δαχτυλίδια κροτάλιζαν στα παγωμένα δάχτυλα και χρυσές αλυσίδες στον άνεμο. Οι πέτρινοι κύκλοι χαμογελούσαν ειρωνικά μέσ’ απ’ τη γη σαν σπασμένα δόντια στο φως του φεγγαριού.