Выбрать главу

Οι χόμπιτ αναρρίγησαν. Ακόμα και στο Σάιρ είχε φτάσει η φήμη των βρικολάκων της Κοιλάδας των Θολωτών Τάφων, πέρα από το Δάσος. Μα δεν ήταν απ’ τις ιστορίες που ήθελαν ν’ ακούν οι χόμπιτ, ακόμα και καθισμένοι αναπαυτικά κοντά στο τζάκι. Οι τέσσερις τώρα θυμήθηκαν ξαφνικά αυτό, που η χαρά τούτου του σπιτικού είχε διώξει απ’ το μυαλό τους: πως το σπίτι του Τομ Μπομπαντίλ φώλιαζε ακριβώς κάτω από τη ράχη αυτών των φοβερών λόφων. Έχασαν το μίτο της ιστορίας και κουνήθηκαν ανήσυχα στις θέσεις τους, λοξοκοιτάζοντας ο ένας τον άλλο.

Όταν έδωσαν προσοχή πάλι, βρήκαν πως ο Τομ είχε πλανηθεί σε παράξενες περιοχές πέρα απ’ τις αναμνήσεις τους και πέρα απ’ ό,τι μπορούσαν να φανταστούν στον ξύπνιο τους, σε καιρούς που ο κόσμος ήταν πλατύτερος κι οι θάλασσες έφταναν ανεμπόδιστες στις δυτικές ακτές· και συνέχιζε ο Τομ να ταξιδεύει στο παρελθόν τραγουδώντας για το πανάρχαιο φως των άστρων, τότε που μόνο οι πρόγονοι των Ξωτικών είχαν ξυπνήσει. Έπειτα σταμάτησε απότομα κι αυτοί είδαν πως έγερνε μπροστά το κεφάλι του λες και τον έπαιρνε ο ύπνος. Οι χόμπιτ κάθονταν ακίνητοι μπροστά του, μαγεμένοι· και φαινόταν λες και, κάτω απ’ τη μαγεία των λόγων του, ο άνεμος να είχε σβήσει και τα σύννεφα στερέψει κι η μέρα είχε φύγει· σκοτεινιά είχε έρθει από Ανατολή και Δύση κι όλος ο ουρανός ήταν γεμάτος με το φως κάτασπρων αστεριών.

Ο Φρόντο δεν μπορούσε να πει αν είχαν περάσει ένα μερόνυχτο ή πολλά. Δεν ένιωθε ούτε πεινασμένος ούτε κουρασμένος, ήταν μόνο γεμάτος θαυμασμό. Τ’ αστέρια έλαμπαν απ’ το παράθυρο κι η σιωπή των ουρανών του φαινόταν πως ήταν ολόγυρά του. Μίλησε τέλος απ’ το θαυμασμό του κι από έναν ξαφνικό φόβο γι’ αυτή τη σιωπή. — Ποιος είσαι, Κύριε; ρώτησε.

— Ε, τι; είπε ο Τομ κι ανακάθισε και τα μάτια του γυάλισαν στο μισοσκόταδο. Δεν το ’μαθες ακόμα τ’ όνομά μου; Αυτό είναι η μοναδική απάντηση. Πες μου εσύ ποιος είσαι, μόνος, εσύ ο ίδιος με δίχως όνομα; Μα εσύ ’σαι νέος κι εγώ είμαι γέρος. Ο πιο γέρος, αυτό είμαι. Προσέξτε τα λόγια μου, φίλοι μου: ο Τομ ήταν εδώ πριν από το ποτάμι και τα δέντρα· ο Τομ θυμάται την πρώτη σταγόνα της βροχής και το πρώτο βελανίδι. Έφτιαξε μονοπάτια πριν απ’ τους Μεγάλους Ανθρώπους κι είδε να φτάνουν οι μικρούληδες Άνθρωποι. Ήταν εδώ πριν απ’ τους Βασιλιάδες και τα μνήματα και τους βρικόλακες. Όταν τα Ξωτικά πέρασαν το δρόμο προς τη Δύση, ο Τομ ήταν κιόλας εδώ, πριν να γυρίσουν οι θάλασσες. Γνώριζε το σκοτάδι κάτω απ’ τ’ άστρα τότε που δεν έκρυβε φόβους — πριν να ’ρθει ο Σχοτεινός Άρχοντας απέξω.

Μια σκιά φάνηκε να περνά μπροστά απ’ το παράθυρο κι οι χόμπιτ έριξαν μια γρήγορη ματιά έξω από τα τζάμια. Όταν ξαναγύρισαν τα κεφάλια τους, η Χρυσομουριά στεκόταν πίσω στην πόρτα τριγυρισμένη από φως. Κρατούσε ένα κερί, προφυλάγοντας τη φλόγα του απ’ το ρεύμα με την παλάμη της· και το φως ξεχυνόταν από μέσα της σαν το φως του ήλιου μέσα από ένα κοχύλι.

— Η βροχή τέλειωσε, είπε· και τα καινούρια νερά κατηφορίζουν, κάτω απ’ το φως των άστρων. Τώρα ας χαρούμε κι ας γελάσουμε!

— Κι ας φάμε κι ας πιούμε! φώναξε ο Τομ. Οι μεγάλες ιστορίες φέρνουν δίψα. Κι όταν ακούς συνέχεια απ’ το πρωί ως το βράδυ, σε πιάνει πείνα.

Μ’ αυτά τα λόγια πετάχτηκε απ’ την καρέκλα του και μ’ έναν πήδο πήρε ένα κερί πάνω από το τζάκι και το άναψε στη φλόγα που κρατούσε η Χρυσομουριά· μετά άρχισε να χορεύει γύρω απ’ το τραπέζι. Ξαφνικά βγήκε πηδώντας απ’ την πόρτα κι εξαφανίστηκε.

Γρήγορα γύρισε κρατώντας ένα μεγάλο φορτωμένο δίσκο. Έπειτα ο Τομ κι η Χρυσομουριά έστρωσαν το τραπέζι· κι οι χόμπιτ κάθονταν μισοθαυμάζοντας και μισογελώντας: τόσο ωραία ήταν η χάρη της Χρυσομουριάς και τόσο χαρούμενα κι αλλόκοτα ήταν τα καμώματα του Τομ. Κι όμως, με κάποιο τρόπο, φαίνονταν να χορεύουν ένα χορό, χωρίς ο ένας να εμποδίζει τον άλλο, μέσα κι έξω στο δωμάτιο και γύρω γύρω στο τραπέζι. Κι ώσπου να πεις τρία το φαγητό και τα πιάτα και τα φώτα μπήκαν στη θέση τους. Το τραπέζι φεγγοβολούσε απ’ τα κεριά, άσπρα και κίτρινα. Ο Τομ υποκλίθηκε στους ξένους του.