Выбрать главу

— Το φαγητό είναι έτοιμο, είπε η Χρυσομουριά.

Κι οι χόμπιτ τώρα είδαν πως ήταν ντυμένη ολόκληρη στα ασημένια, με ζώνη λευκή και τα παπούτσια της ήταν σαν τα λέπια των ψαριών. Ο Τομ όμως ήταν όλος γαλάζιος, γαλάζιος σαν τα φρεσκοπλυμένα απ’ τη βροχή μη-με-λησμόνει κι οι κάλτσες του ήταν πράσινες.

Ήταν ένα τραπέζι ακόμα καλύτερο κι απ’ το προηγούμενο. Οι χόμπιτ, κάτω απ’ τη μαγεία των λόγων του Τομ, μπορεί και να είχαν χάσει ένα γεύμα ή και περισσότερα, μα όταν το φαγητό βρέθηκε μπροστά τους, τους φάνηκε πως είχαν απ’ την περασμένη βδομάδα να φάνε. Για λίγο ούτε τραγουδούσαν ούτε καν πολυμιλούσαν, αλλ’ αφοσιώθηκαν προσεχτικά στη δουλειά. Μα ύστερα από λίγη ώρα οι καρδιές κι η διάθεσή τους έφτιαξαν πάλι κι οι φωνές τους αντήχησαν εύθυμες και γελαστές.

Αφού έφαγαν, η Χρυσομουριά τους είπε πολλά τραγούδια, τραγούδια που ξεκινούσαν εύθυμα πάνω στους λόφους κι έπεφταν μαλακά στη σιωπή. Και στις σιωπές έβλεπαν με τη φαντασία τους λίμνες και νερά, πιο πλατιά απ’ ό,τι ήξεραν και, σκύβοντας μέσα, έβλεπαν τον ουρανό από κάτω και τ’ άστρα σαν διαμάντια στα βάθη του. Τότε γι’ άλλη μια φορά τους ευχήθηκε, στον καθένα ξεχωριστά, καληνύχτα και τους άφησε κοντά στο τζάκι. Τώρα όμως ο Τομ έδειχνε εντελώς ξύπνιος κι είχε ένα σωρό ερωτήσεις να κάνει.

Έδειχνε πως ήξερε κιόλας πολλά γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους, και στ’ αλήθεια να γνωρίζει πολλά απ’ όλη την ιστορία και τα γεγονότα του Σάιρ, πέρα βαθιά από μέρες που κι αυτοί οι ίδιοι οι χόμπιτ μόλις και τις θυμόνταν. Αυτό δεν τους προξενούσε έκπληξη πια· μα ο Τομ δεν τους έκρυψε πως χρωστούσε τις όψιμες γνώσεις του κυρίως στον Τσιφλικά Μάγκοτ, που φαινόταν να τον θεωρεί πρόσωπο πιο σπουδαίο απ’ ό,τι είχαν φανταστεί.

— Έχει γη κάτω απ’ τα γέρικά του πόδια και πηλό στα δάχτυλά του· σοφία στα κόκαλά του, και τα δυο του μάτια ανοιχτά, είπε ο Τομ.

Κι ήταν ακόμα φανερό πως ο Τομ είχε δοσοληψίες με τα Ξωτικά και φαινόταν πως, με κάποιο τρόπο, είχε πάρει νέα απ’ τον Γκίλντορ σχετικά με τη φυγή του Φρόντο.

Κι αλήθεια τόσα πολλά ήξερε ο Τομ και τόσο επιδέξιες ήταν οι ερωτήσεις του, που ο Φρόντο βρέθηκε να του λέει για τον Μπίλμπο, για τις δικές του ελπίδες και τους φόβους του, περισσότερα απ’ όσα είχε πει ποτέ του και στον Γκάνταλφ ακόμα. Ο Τομ κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω και μια λάμψη φάνηκε στα μάτια του σαν άκουσε για τους Καβαλάρηδες.

— Για δείξε μου αυτό το πολύτιμο το Δαχτυλίδι! είπε ξαφνικά στη μέση της ιστορίας.

Κι ο Φρόντο, με μεγάλη του έκπληξη, τράβηξε έξω την αλυσιδούλα απ’ την τσέπη του και ξεκουμπώνοντας το Δαχτυλίδι το έδωσε αμέσως στον Τομ.

Αμέσως φάνηκε να μεγαλώνει όπως βρισκόταν για μια στιγμή στο μεγάλο μελαψό χέρι του. Τότε ξαφνικά το έβαλε στο μάτι του και γέλασε. Για μια στιγμή οι χόμπιτ είδαν το θέαμα, κωμικό και τρομαχτικό μαζί, του γαλάζιου ματιού να λάμπει μέσα από ένα χρυσό κύκλο. Έπειτα ο Τομ πέρασε το Δαχτυλίδι στην άκρη στο μικρό του δάχτυλο και το σήκωσε ψηλά στο φως των κεριών. Για μια στιγμή οι χόμπιτ δε βρήκαν τίποτα παράξενο σ’ αυτό. Μετά τους κόπηκε η ανάσα. Ο Τομ δε φαινόταν να εξαφανίζεται καθόλου!

Ο Τομ ξαναγέλασε κι ύστερα στριφογύρισε το Δαχτυλίδι στον αέρα — κι αυτό άστραψε κι εξαφανίστηκε. Ο Φρόντο έβγαλε μια φωνή — κι ο Τομ έγειρε μπροστά και του το έδωσε πίσω μ’ ένα χαμόγελο.

Ο Φρόντο το κοίταξε από κοντά κάπως ύποπτα (σαν κάποιον που έχει δανείσει κάτι σ’ έναν ταχυδακτυλουργό). Ήταν το ίδιο το Δαχτυλίδι, τουλάχιστον έδειχνε το ίδιο και βάραινε το ίδιο: γιατί το Δαχτυλίδι εκείνο πάντα φαινόταν στο Φρόντο να ζυγίζει παράξενα βαρύ στο χέρι. Κάτι όμως τον έσπρωξε να βεβαιωθεί. Ήταν ίσως λιγάκι ενοχλημένος με τον Τομ που έδειχνε να παίρνει τόσο επιπόλαια κάτι, που ακόμα κι ο Γκάνταλφ θεωρούσε τόσο επικίνδυνα σπουδαίο. Περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία, όταν η κουβέντα πήρε δρόμο πάλι κι ο Τομ του έλεγε μια αστεία ιστορία για ασβούς και τους παράξενους τρόπους τους — και τότε πέρασε το Δαχτυλίδι στο χέρι του.

Ο Μέρι γύρισε προς το μέρος του να πει κάτι και τινάχτηκε κι έπνιξε μια φωνή. Ο Φρόντο ήταν ενθουσιασμένος (κατά κάποιο τρόπο): εντάξει, αυτό ήταν το δαχτυλίδι του, γιατί ο Μέρι κοιτούσε μ’ ορθάνοιχτα μάτια την καρέκλα του κι ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να τον δει. Σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε σιγά σιγά απ’ τη φωτιά προς την εξώπορτα.

— Ε, εκεί! φώναξε ο Τομ, ρίχνοντας ένα βλέμμα προς το μέρος του με μάτια που έλαμπαν και τον έβλεπαν πολύ καλά. Ε! Έλα δω, Φρόντο! Για πού το ’βαλες; Ο γερο-Τομ Μπομπαντίλ δεν είναι ακόμα τόσο στραβός. Βγάλε το χρυσό σου δαχτυλίδι. Το χέρι σου είναι ωραιότερο δίχως αυτό. Έλα δω! Άσε το παιγνίδι σου κι έλα να καθίσεις πλάι μου. Πρέπει να μιλήσουμε λίγο ακόμα και να σκεφτούμε το πρωί. Ο Τομ πρέπει να σας μάθει το σωστό δρόμο, για να μην πλανηθούν τα πόδια σας.