Выбрать главу

Ο Φρόντο γέλασε (προσπαθώντας να νιώσει ευχαριστημένος) και, βγάζοντας το Δαχτυλίδι, ξανακάθισε. Ο Τομ τώρα τους είπε πως υπολόγιζε ότι ο Ήλιος θα έλαμπε αύριο και θα ήταν ωραίο το πρωινό και το ξεκίνημά τους ελπιδοφόρο. Καλά θα ’καναν όμως να κινήσουν νωρίς· γιατί ο καιρός σ’ αυτή την περιοχή ήταν κάτι, που ούτε κι ο Τομ δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για πολύ· και μερικές φορές άλλαζε πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούσε ν’ αλλάξει το σακάκι του.

— Δεν εξουσιάζω τον καιρό, είπε, ούτε και κανένα πλάσμα απ’ όσα περπατούν στα δυο τους πόδια τον εξουσιάζει.

Ακολουθώντας τις συμβουλές του αποφάσισαν να τραβήξουν κατά το Βοριά απ’ το σπίτι του και να περάσουν απ’ τις δυτικές και χαμηλότερες πλαγιές της Κοιλάδας: έτσι ίσως να κατάφερναν να βγουν στον Ανατολικό Δρόμο, ύστερα από μιας μέρας ταξίδι και ν’ αποφύγουν τους Θολωτούς Τάφους. Τους είπε να μη φοβούνται — μα να κοιτάνε τη δουλειά τους. — Να πηγαίνετε απ’ το πράσινο χορτάρι. Μην πάτε κι ανακατευτείτε με παλιές πέτρες ή παγωμένους βρικόλακες, ούτε να πάτε ψάχνοντας στα σπίτια τους, εκτός κι αν είσαστε δυνατοί, μ’ ατρόμητες καρδιές!

Αυτό τους το είπε παραπάνω από μια φορά· και τους συμβούλεψε να προσπερνούν τους θολωτούς τάφους απ’ τη δυτική μεριά, αν κατά τύχη βρεθούν κοντά σε κανέναν. Μετά τους έμαθε ένα ποιηματάκι να τραγουδούν, αν τυχόν, για κακή τους τύχη, πέσουν σε κανένα κίνδυνο την άλλη μέρα.

Έλα, Τομ Μπομπαντίλ! Έλα, Μπομπαντίλο! Μα το δάσος, το νερό, το καλάμι, την ιτιά! Μα τον ήλιο και το λόφο, το φεγγάρι, τη φωτιά! Τομ, χανόμαστε, βοήθεια! Τρέξε, Μπομπαντίλο!

Αφού το τραγούδησαν όλοι μαζί μετά απ’ αυτόν, τους χτύπησε τον καθένα στον ώμο γελώντας και παίρνοντας κεριά τους οδήγησε πίσω στην κρεβατοκάμαρά τους.

Κεφάλαιο VIII

ΟΜΙΧΛΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΘΟΛΩΤΩΝ ΤΑΦΩΝ

Εκείνη τη νύχτα δεν άκουσαν κανένα θόρυβο. Αλλά, είτε στα όνειρά του είτε έξω απ’ αυτά — δεν μπορούσε να το ξεκαθαρίσει — ο Φρόντο άκουγε ένα γλυκό τραγούδι ν’ αντηχεί μες στο μυαλό του: ένα τραγούδι που φαινόταν να έρχεται σαν χλωμό φως πίσω από μια γκρίζα βροχοκουρτίνα και να δυναμώνει και να κάνει την κουρτίνα ολόκληρη γυάλινη κι ασημιά, μέχρι που στο τέλος τραβιόταν πίσω και μια μακρινή πράσινη χώρα απλωνόταν μπροστά του λουσμένη στο φως του ήλιου που έβγαινε γοργά.

Το όραμα διαλύθηκε μες στο ξύπνημα· και να σου ο Τομ να σφυρίζει σαν δέντρο γεμάτο πουλιά. Ο ήλιος έστελνε κιόλας λοξές ακτίνες απ’ το λόφο κι έμπαινε απ’ το παράθυρο. Έξω όλα ήταν πράσινα και χρυσαφιά.

Μετά το πρωινό, που το έφαγαν πάλι μόνοι, ετοιμάστηκαν να πουν αντίο, με πολύ βαριά καρδιά για ένα τέτοιο πρωινό: δροσερό, λαμπερό, καθαρό κάτω από ένα χλωμό γαλάζιο φθινοπωριάτικο ουρανό. Τ’ αγέρι ερχόταν φρέσκο από Βορειοδυτικά. Τα νωθρά πόνυ τους είχαν σχεδόν ζωηρέψει· ρουθούνιζαν και κουνιόντουσαν ανυπόμονα. Ο Τομ βγήκε απ’ το σπίτι, ανέμισε το καπέλο του και χόρεψε στο κατώφλι, ορμηνεύοντας τους χόμπιτ να σηκωθούν και να φύγουν δίχως να καθυστερούν.

Καβάλησαν κι έφυγαν ακολουθώντας ένα μονοπάτι, που ξεκινούσε στριφογυριστό απ’ το σπίτι κι ανέβαινε λοξά προς το βορινό φρύδι του λόφου κι έβρισκε καταφύγιο από κάτω του. Μόλις είχαν ξεπεζέψει για να οδηγήσουν τα πόνυ πάνω στην τελευταία απότομη πλαγιά, όταν ξαφνικά ο Φρόντο σταμάτησε.

— Τη Χρυσομουριά! φώναξε. Την πεντάμορφη κυρά, ντυμένη στ’ ασημοπράσινα! Δεν την αποχαιρετίσαμε, ούτε την είδαμε από χτες το βράδυ!

Τόσο πολύ στενοχωρέθηκε, που γύρισε πίσω· αλλά εκείνη τη στιγμή μια καθάρια φωνή κατέβηκε κυματιστά από ψηλά. Εκεί, στο φρύδι του λόφου, στεκόταν εκείνη και τους έκανε νόημα: τα μαλλιά της κυμάτιζαν ξέπλεκα κι όπως έπιαναν τον ήλιο, άστραφταν και λαμπύριζαν. Ένα φως, σαν το γυάλισμα του νερού στη δροσερή χλόη, άστραφτε στα πόδια της όπως χόρευε.

Βιάστηκαν ν’ ανεβούν την τελευταία ανηφοριά και στάθηκαν με κομμένη την ανάσα δίπλα της. Υποκλίθηκαν, αλλ’ αυτή με μια κίνηση του χεριού της τους προσκάλεσε να ρίξουν μια ματιά γύρω· κι αυτοί κοίταξαν απ’ τη λοφοκορφή κι είδαν την περιοχή λουσμένη στο πρωινό φως. Κι ήταν τώρα όλα τόσο καθαρά κι η ορατότητα τόσο μεγάλη, όσο καταχνιασμένα και σκεπασμένα ήταν τότε που είχαν σταθεί στο λόφο μες στο Δάσος, που τώρα μπορούσαν να τον δουν να ξεπροβάλλει χλωμός και πράσινος ανάμεσα απ’ τα σκούρα δέντρα στη Δύση. Προς τα κείνη τη μεριά η περιοχή είχε δασωμένους γήλοφους, πράσινους, κίτρινους και κοκκινωπούς στο φως του ήλιου κι ύστερα, πιο πέρα, ήταν κρυμμένη η κοιλάδα του Μπράντιγουάιν. Στο Νοτιά, πάνω απ’ τη γραμμή του Ελικοπόταμου, φαινόταν μια μακρινή λάμψη, σαν χλωμό κρύσταλλο, στο σημείο που ο Ποταμός Μπράντιγουάιν έκανε μια μεγάλη καμπύλη και κυλούσε μακριά σε μέρη άγνωστα για τους χόμπιτ. Στο Βοριά, ύστερα απ’ την Κοιλάδα, η γη απλωνόταν κυματίζοντας σε πεδιάδες κι υψώματα γκρίζα και πράσινα και χλωμά χωμάτινα χρώματα μέχρι που ξεθώριαζε στο θαμπό βάθος. Στ’ ανατολικά υψωνόταν η Κοιλάδα με τους Θολωτούς Τάφους, η μια κορφή μετά την άλλη μες στο πρωινό και, πέρα από κει που βλέπει το μάτι, χανόταν και γινόταν υπόθεση: όχι παραπάνω από μια ιδέα γαλάζιο μ’ ένα μακρινό ασπρογυάλισμα, που μπλεκόταν με την άκρη τ’ ουρανού, που τους μιλούσε όμως και τους έλεγε, μέσ’ από αναμνήσεις και παλιές ιστορίες, για τα ψηλά μακρινά βουνά.