Выбрать главу

Πήραν μια βαθιά αναπνοή κι ένιωσαν πως ένα πηδηματάκι και μερικές γερές δρασκελιές μπορούσαν να τους πάνε όπου κι αν ήθελαν. Τους φαινόταν λαγόκαρδο να πάνε σιγά σιγά απ’ το πλάι, πάνω απ’ τις ζαρωμένες φούστες της Κοιλάδας, για το Δρόμο, ενώ θα ’πρεπε να πηδάνε, ζωηρά όπως ο Τομ, πάνω απ’ τα σκαλιά των λόφων ίσια για τα Βουνά.

Η Χρυσομουριά τους μίλησε κι έφερε πίσω τη ματιά και τη σκέψη τους.

— Καλό δρόμο τώρα, καλοί μου ξένοι! είπε. Κρατηθείτε στο σκοπό σας. Στο Βοριά, με τ’ αγέρι αριστερά σας και με την ευλογία μου στα βήματά σας! Βιαστείτε όσο που ο ήλιος λάμπει!

Και στο Φρόντο είπε:

— Αντίο, φίλε των Ηωτικών, ήταν ωραίο που ανταμώσαμε!

Μα ο Φρόντο δε βρήκε λόγια ν’ απαντήσει. Υποκλίθηκε βαθιά, ανέβηκε στο πόνυ και με τους φίλους του από πίσω, πήρε αργά την ομαλή κατηφοριά απ’ την άλλη μεριά του λόφου. Το σπίτι του Τομ Μπομπαντίλ κι η Κοιλάδα και το Δάσος χάθηκαν απ’ τα μάτια τους. Ο αέρας έγινε πιο ζεστός ανάμεσα στους πράσινους τοίχους των λόφων κι η μυρωδιά της χλόης ανέβαινε δυνατή και γλυκιά στην ανάσα τους. Όταν έφτασαν στο κάτω μέρος του πράσινου κοιλώματος, γύρισαν πίσω κι είδαν τη Χρυσομουριά, τώρα μικρή και λυγερή σαν ηλιολουσμένο λουλούδι στο φόντο τ’ ουρανού: στεκόταν ακόμα και τους κοίταζε και τα χέρια της ήταν απλωμένα προς το μέρος τους. Καθώς την κοίταζαν, έβγαλε μια καθάρια φωνή και. σηκώνοντας ψηλά το χέρι, γύρισε και χάθηκε πίσω απ’ το λόφο.

Ο δρόμος φιδογύριζε κάτω στο κοίλωμα και, στρίβοντας στα πόδια ενός απόκρημνου λόφου, βρέθηκαν σε μια βαθύτερη και πλατύτερη κοιλάδα κι έπειτα ανέβηκαν στις ράχες άλλων λόφων παρακάτω και κατέβηκαν τα μακρουλά τους πόδια και ξανά πάνω απ’ τις ομαλές πλευρές τους, πάνω σε νέες λοφοκορφές και σε νέες κοιλάδες. Πουθενά δε φαινόταν ούτε δέντρο ούτε νερό: το μέρος αυτό είχε γρασίδι και χαμηλά ζωηρά χόρτα κι ήταν σιωπηλό εκτός απ’ το ψιθύρισμα του ανέμου στις κορφές και τα μοναχικά κρωξίματα από άγνωστα πουλιά ψηλά. Όπως ταξίδευαν, ο ήλιος ανέβαινε κι άρχισε να κάνει ζέστη. Κάθε φορά που σκαρφάλωναν σε κάποια κορφή το αεράκι φαινόταν να έχει λιγοστέψει. Σαν τύχαινε να δουν λιγάκι την περιοχή δυτικά, το Δάσος φαινόταν να καπνίζει, λες κι η βροχή που είχε πέσει εξατμιζόταν ξανά απ’ τις φυλλωσιές, τις ρίζες και τη μαλακωμένη γη. Μια σκιά απλωνόταν τώρα γύρω γύρω στον ορίζοντα, μια σκοτεινή θολούρα κι από πάνω ο ουρανός έμοιαζε γαλάζιος σκούρος, ζεστός και βαρύς.

Κατά το μεσημέρι έφτασαν σ’ ένα λόφο που η κορφή του ήταν πλατιά κι ισοπεδωμένη, σαν ένα ξέβαθο πιάτο με πράσινες ανασηκωμένες άκρες. Μέσα ο αέρας δε σάλευε κι ο ουρανός φαινόταν κοντά στα κεφάλια τους. Πέρασαν απέναντι και κοίταξαν προς το Βοριά. Τότε αναθάρρεψαν, γιατί φαινόταν καθαρά πως είχαν κιόλας προχωρήσει περισσότερο απ’ όσο περίμεναν. Βέβαια, οι αποστάσεις όλες είχαν τώρα γίνει θαμπές κι απατηλές, μα δεν υπήρχε αμφιβολία πως η Κοιλάδα των Θολωτών Τάφων τελείωνε. Ένα μακρόστενο φαράγγι βρισκόταν κάτωθέ τους. Πήγαινε στριφτά προς το Βοριά, μέχρι που έφτανε σ’ ένα άνοιγμα ανάμεσα σε δυο απόκρημνες πλαγιές. Πέρα από κει δε φαινόταν να υπάρχουν άλλοι λόφοι. Στο Βοριά μπορούσαν αμυδρά να διακρίνουν μια μακριά σκουρόχρωμη γραμμή.

— Είναι γραμμή από δέντρα, είπε ο Μέρι, και θα πρέπει να είναι σημάδι του Δρόμου. Γιατί σ’ όλο το μάκρος, για πολλές λεύγες μετά τη Γέφυρα, φυτρώνουν δέντρα. Μερικοί λένε πως τα είχαν φυτέψει τον παλιό καιρό.

— Υπέροχα! είπε ο Φρόντο. Αν πάμε τόσο καλά το απόγευμα, όπως πήγαμε και το πρωί, θα έχουμε βγει απ’ την Κοιλάδα με τους Θολωτούς Τάφους πριν δύσει ο Ήλιος και θα γυρεύουμε μέρος για να περάσουμε τη νύχτα.

Μα εκεί όπως μίλαγε ακόμα, γύρισε τα μάτια του στην Ανατολή κι είδε πως σ’ εκείνη τη μεριά οι λόφοι ήταν ψηλότεροι και τους κοίταζαν από πάνω· και πως όλοι τους ήταν στεφανωμένοι με πράσινους τύμβους και σε μερικούς είχε όρθιες πέτρες, που έδειχναν προς τα πάνω σαν σπασμένα δόντια που ξεπετάγονται μέσ’ από πρασινισμένα ούλα.