Выбрать главу

Το θέαμα ήταν κάπως ανησυχητικό· γι’ αυτό γύρισαν τα μάτια τους αλλού και κατηφόρισαν στο βαθουλωμένο κύκλο. Στη μέση του στεκόταν μια μοναδική πέτρα, ψηλή κάτω απ’ τον κατακόρυφο ήλιο. Εκείνη την ώρα δεν έριχνε σκιά. Δεν είχε ορισμένο σχήμα κι όμως είχε κάποια σημασία: σαν ορόσημο ή δάχτυλο που φρουρούσε, ή, ακόμα πιο πολύ, σαν προειδοποίηση. Τώρα όμως ήταν πεινασμένοι κι ο ήλιος ακόμα βρισκόταν στ’ ατρόμητο μεσημέρι· έτσι ακούμπησαν τις πλάτες τους στην ανατολική μεριά της πέτρας. Ήταν δροσερή, λες κι ο ήλιος δεν είχε τη δύναμη να τη ζεστάνει, μα εκείνη την ώρα αυτό τους φάνηκε ευχάριστο. Εκεί έφαγαν κι έκαναν ένα τόσο καλό μεσημεριανό υπαίθριο φαγοπότι όσο δε γινόταν καλύτερο να επιθυμήσει κανείς. Γιατί το φαγητό προερχόταν από «κάτω από το Λόφο». Ο Τομ τους είχε εφοδιάσει με άφθονα πράγματα για μια άνετη μέρα. Τα πόνυ τους ξαλαφρωμένα τριγύριζαν στο χορτάρι.

Το ταξίδι ανάμεσα στους λόφους, και το χορταστικό φαΐ, ο ζεστός ήλιος κι η μυρωδιά του χορταριού, το ότι ξάπλωσαν λιγάκι παραπάνω κι άπλωσαν τα πόδια τους κοιτάζοντας τον ουρανό πάνω από τη μύτη τους: είναι, ίσως, αρκετά για να δικαιολογήσουν αυτό που έγινε. Πάντως, ό,τι κι αν έφταιξε: αυτοί ξύπνησαν απότομα κι άσχημα από έναν ύπνο που ποτέ τους δε λογάριαζαν να πάρουν. Η όρθια πέτρα ήταν παγωμένη κι έριχνε μια μακριά χλωμή σκιά, που απλωνόταν κατά την Ανατολή πάνωθέ τους. Ο ήλιος, χλωμός και κίτρινος νερουλιασμένος, θαμπογυάλιζε μέσ’ απ’ την ομίχλη ακριβώς πάνω απ’ το δυτικό τοίχο του «πιάτου» που ήταν ξαπλωμένοι· στο Βοριά, Νοτιά και στην Ανατολή πέρα απ’ τον τοίχο, η ομίχλη ήταν πηχτή, άσπρη και παγωμένη. Ο αέρας ήταν σιωπηλός, βαρύς και κρύος. Τα πόνυ τους στέκονταν κοντά κοντά μαζεμένα με τη κεφάλια κάτω.

Οι χόμπιτ πετάχτηκαν όρθιοι με τρόμο κι έτρεξαν στη δυτική άκρη. Διαπίστωσαν πως βρίσκονταν σ’ ένα νησί μες στην ομίχλη. Την ώρα που κοίταζαν έξω με απόγνωση τον ήλιο που έπεφτε, αυτός βούλιαξε, μπροστά στα μάτια τους, σε μια άσπρη θάλασσα. Μια παγωμένη γκρίζα σκιά ξεπετάχτηκε απ’ την Ανατολή πίσω. Η ομίχλη κύλησε, ανέβηκε στους τοίχους, σηκώθηκε πάνω απ’ αυτούς και, όπως ανέβαινε, έγειρε πάνω απ’ τα κεφάλια τους μέχρι που έγινε σαν οροφή: αυτοί ήταν κλεισμένοι σε μια μεγάλη αίθουσα από ομίχλη, που κεντρική κολόνα είχε την όρθια πέτρα.

Ένιωσαν λες και μια παγίδα έκλεινε γύρω τους· αλλά δεν έχασαν τελείως το θάρρος τους. Ακόμα θυμόντουσαν την ελπιδοφόρα γραμμή του Δρόμου που είχαν δει μπροστά κι ήξεραν ακόμα σε ποια μεριά βρισκόταν. Και, τόσο πολύ δεν τους άρεσε εκείνο το βαθουλωμένο μέρος γύρω απ’ την πέτρα, που ούτε τους πέρασε απ’ το μυαλό να μείνουν εκεί. Μάζεψαν τα πράγματά τους όσο πιο γρήγορα τα παγωμένα τους δάχτυλα μπορούσαν να δουλέψουν.

Σε λίγο οδηγούσαν τα πόνυ τους, το ένα πίσω από τ’ άλλο, πάνω απ’ τον τοίχο και κατηφόρισαν στη βορινή πλαγιά του λόφου, μέσα σε μια ομιχλιασμένη θάλασσα. Όσο κατέβαιναν τόσο η ομίχλη γινόταν και πιο παγωμένη και υγρή και τα μαλλιά τους κρέμονταν άψυχα κι έσταζαν στα μέτωπά τους. Όταν έφτασαν κάτω, έκανε τόσο κρύο, που σταμάτησαν κι έβγαλαν έξω τους μανδύες με τις κουκούλες, που κι αυτοί σε λίγο γέμισαν γκρίζες σταγόνες. Έπειτα, ανεβαίνοντας στα πόνυ τους, ξαναπήραν το δρόμο αργά, μαντεύοντας το δρόμο απ’ τ’ ανεβοκατεβάσματα της γης. Τραβούσαν, όσο πιο καλά μπορούσαν να υπολογίσουν, για κείνο το άνοιγμα στην απένατι άκρη, που έμοιαζε με πύλη, στο τέλος του μακρόστενου φαραγγιού που είχαν δει το πρωί. Σα θα περνούσαν το άνοιγμα, δε θα χρειαζόταν να κάνουν τίποτα, παρά μόνο να κρατούν όσο μπορούσαν σ’ ευθεία γραμμή την πορεία τους κι ήταν σίγουροι πως θα ’βρισκαν στο τέλος το Δρόμο. Οι σκέψεις τους δεν προχωρούσαν πέρα απ’ αυτό, εκτός από μια ακαθόριστη ελπίδα πως, ίσως, μακριά, πέρα απ’ την Κοιλάδα δε θα είχε ομίχλη.

Προχωρούσαν πολύ αργά. Για να μη χωριστούν και χαθούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, πήγαιναν στη γραμμή, με το Φρόντο μπροστά. Ο Σαμ ήταν πίσω του, μετά ερχόταν ο Πίπιν κι ύστερα ο Μέρι. Το φαράγγι φαινόταν να προχωράει ατέλειωτα. Ξαφνικά ο Φρόντο είδε ένα ελπιδοφόρο σημάδι. Κι απ’ τις δυο πλευρές μια σκοτεινιά άρχισε να διακρίνεται μέσ’ απ’ την ομίχλη και υπόθεσε πως πλησίαζαν επιτέλους το άνοιγμα ανάμεσα στους λόφους, τη βορινή πύλη της Κοιλάδας των Θολωτών Τάφων. Αν μπορούσαν να την περάσουν, θα ήταν ελεύθεροι. — Εμπρός! Ακολουθήστε με! φώναξε πίσω πάνω απ’ τον ώμο του κι άνοιξε το βήμα.

Μα γρήγορα η ελπίδα έγινε σάστισμα και φόβος. Τα μαύρα σημάδια έγιναν σκουρότερα, αλλά μίκρυναν· και ξαφνικά είδε να υψώνονται μπροστά του απειλητικά, γέρνοντας ελαφρά η μια προς την άλλη σαν παραστάδες μιας ακέφαλης πόρτας, δυο τεράστιες στητές πέτρες. Δε θυμόταν να είχε δει κανένα σημάδι σαν κι αυτές στην κοιλάδα, όταν είχε κοιτάξει απ’ το λόφο το πρωί. Πέρασε ανάμεσά τους σχεδόν χωρίς να το καταλάβει: και τη στιγμή που το ’κανε μια σκοτεινιά φάνηκε να πέφτει γύρω του. Το πόνυ του πισωρθώθηκε και χλιμίντρισε κι αυτός έπεσε κάτω. Όταν κοίταξε πίσω, διαπίστωσε πως ήταν μόνος: οι άλλοι δεν τον είχαν ακολουθήσει.