Выбрать главу

— Σαμ! φώναξε. Πίπιν! Μέρι! Ελάτε! Γιατί μένετε πίσω;

Καμιά απάντηση. Φόβος τον έπιασε. Έτρεξε πίσω και πέρασε τις πέτρες φωνάζοντας αγριεμένα:

— Σαμ! Σαμ! Μέρι! Πίπιν!

Το πόνυ το ’βαλε στα πόδια και χάθηκε μες στην ομίχλη. Από κάπου μακριά, ή έτσι φαινόταν, νόμισε πως άκουσε μια φωνή: «Ε! Φρόντο! Ε!» Ακουγόταν από μακριά ανατολικά, στ’ αριστερά του όπως στεκόταν κάτω απ’ τις μεγάλες πέτρες, τεντώνοντας τα μάτια και προσπαθώντας να δει μες στη σκοτεινιά. Όρμησε κατά το μέρος της φωνής και βρέθηκε ν’ ανεβαίνει έναν απότομο ανήφορο.

Αγκομαχώντας, φώναξε πάλι κι εξακολούθησε να φωνάζει όλο και πιο απεγνωσμένα· μα δεν έπαιρνε απάντηση γι’ αρκετή ώρα κι έπειτα του φάνηκε λες κι άκουσε αμυδρά και πολύ μακριά μπροστά και ψηλά, από πάνω του: «Φρόντο! Ε!» έφταναν οι φωνές αδύναμες μέσ’ απ’ την ομίχλη: κι ύστερα μια κραυγή που ακούστηκε σαν βοήθεια, βοήθεια! που επαναλαμβανόταν συνέχεια και τέλειωσε μ’ ένα τελευταίο βοήθεια σαν μακρόσυρτος θρήνος, που κόπηκε απότομα. Έτρεξε σκοντάφτοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε κατά τις φωνές· μα το φως είχε τώρα φύγει κι η νύχτα τον είχε σκεπάσει από παντού, έτσι που ήταν αδύνατο να είναι βέβαιος για την κατεύθυνση. Φαινόταν συνέχεια να σκαρφαλώνει όλο και πιο ψηλά.

Μονάχα η αλλαγή της γης σ’ επίπεδη στα πόδια του τον ειδοποίησε πότε επιτέλους έφτασε στην κορυφή μιας πλαγιάς ή λόφου. Ήταν κουρασμένος, ιδρωμένος και, μ’ όλ’ αυτά, παγωμένος. Ήταν πίσσα σκοτάδι.

— Πού είσαστε; φώναξε απελπισμένα.

Καμιά απάντηση. Στάθηκε κι αφουγκράστηκε. Απότομα ένιωσε πως το κρύο δυνάμωνε κι ότι ψηλά εδώ άρχιζε να φυσά αέρας, ένας αέρας παγωμένος. Ο καιρός άλλαζε. Η ομίχλη έτρεχε τώρα κομματιασμένη μικρά μικρά κουρέλια. Η ανάσα του κάπνιζε και η σκοτεινιά ήταν λιγότερο κοντινή και πυκνή, Κοίταξε ψηλά κι είδε μ’ έκπληξη πως ξέθωρα αστέρια έβγαιναν ψηλά ανάμεσα στις τούφες απ’ τα βιαστικά σύννεφα και την ομίχλη. Ο αέρας άρχισε να σφυρίζει πάνω στο χορτάρι.

Νόμισε ξαφνικά πως άκουσε μια πνιγμένη φωνή και πήγε προς τα κει. Κι όπως προχωρούσε μπροστά, η ομίχλη μαζεύτηκε, σπρώχτηκε πέρα κι ο ουρανός με τ’ αστέρια ξεσκεπάστηκε. Με μια ματιά είδε πως τώρα έβλεπε στο νοτιά και πως βρισκόταν σε μια στρογγυλή λοφοκορφή, που θα ’πρεπε να την ανέβηκε απ’ το βοριά. Απ’ την ανατολή φυσούσε ένας τσουχτερός αέρας. Στα δεξιά του υψωνόταν, με φόντο τ’ αστέρια που ταξίδευαν στη δύση, μια σκοτεινή μαύρη σιλουέτα. Ένας μεγάλος θολωτός τάφος στεκόταν εκεί.

— Πού είσαστε; ξαναφώναξε θυμωμένος και φοβισμένος.

— Εδώ! είπε μια φωνή βαθιά και παγωμένη, που φαινόταν να βγαίνει μέσ’ από τη γη. Σε περιμένω!

— Όχι! είπε ο Φρόντο· μα δεν μπόρεσε να το βάλει στα πόδια.

Τα γόνατα του υποχώρησαν κι έπεσε στη γη. Δεν έγινε τίποτα. Δεν ακουγόταν το παραμικρό. Τρέμοντας, μόλις που πρόλαβε να κοιτάξει ψηλά και να δει μια ψηλή σκοτεινή μορφή σαν σκιά με τ’ άστρα πίσω της. Έγειρε πάνω του. Αυτός νόμισε πως είδε δυο μάτια πολύ παγωμένα, μόλο που έφεγγαν μ’ ένα χλωμό φως που φαινόταν να έρχεται από κάποιο απόμακρο βάθος. Τότε ένα χέρι τον άρπαξε, πιο δυνατά και παγωμένα κι από σίδερο. Το παγερό άγγιγμα τον πάγωσε μέχρι το κόκαλο κι έπαψε να θυμάται πια.

Σα συνήλθε πάλι, για μια στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα εκτός από μια αίσθηση τρόμου. Έπειτα, ξαφνικά, κατάλαβε πως ήταν φυλακισμένος, αιχμάλωτος χωρίς ελπίδα· βρισκόταν μέσα σ’ ένα θολωτό τάφο. Ένας Βρικόλακας των Θολωτών Τάφων τον είχε πιάσει και το πιο πιθανό ήταν πως βρισκόταν κιόλας κάτω από τα απαίσια μάγια των Βρικολάκων των Θολωτών Τάφων, που γι’ αυτά μιλούσαν ψιθυριστές ιστορίες. Δεν τολμούσε να κουνηθεί, μα καθόταν όπως είχε βρεθεί: με την πλάτη, ανάσκελα, πάνω σε μια παγωμένη πέτρα με τα χέρια του στο στήθος.

Αλλά, αν κι ο φόβος του ήταν τόσο μεγάλος που έμοιαζε ένα κομμάτι απ’ την ίδια τη σκοτεινιά που βρισκόταν γύρω του, βρήκε τον εαυτό του, όπως ήταν ξαπλωμένος, να συλλογιέται τον Μπίλμπο Μπάγκινς και τις ιστορίες του, τους περίπατους που έκαναν μαζί στα δρομάκια του Σάιρ και τις συζητήσεις τους για δρόμους και περιπέτειες. Υπάρχει ένας σπόρος θάρρος κρυμμένος (συχνά βαθιά, αυτό είναι αλήθεια) στην καρδιά και του πιο χοντρού και δειλού χόμπιτ, που περιμένει κάποιον έσχατο κι απελπισμένο κίνδυνο για να φυτρώσει. Ο Φρόντο δεν ήταν ούτε πολύ χοντρός, ούτε πολύ δειλός· και η αλήθεια ήταν, αν και δεν το ’ξερε, πως ο Μπίλμπο (και ο Γκάνταλφ) τον θεωρούσαν τον καλύτερο χόμπιτ του Σάιρ. Σκέφτηκε πως είχε φτάσει στο τέλος της περιπέτειάς του, τέλος φοβερό, αλλά η σκέψη αυτή τον σκλήρυνε. Βρήκε τον εαυτό του να σφίγγεται, λες και για το τελευταίο πήδημα· δεν ένιωθε πια άτονος σαν ανήμπορη λεία.