Выбрать главу

Όπως βρισκόταν εκεί και σκεφτόταν και γινόταν κύριος του εαυτού του, πρόσεξε πως, εντελώς ξαφνικά, το σκοτάδι άρχισε να υποχωρεί αργά: ένα χλωμό πράσινο φως δυνάμωνε γύρω του. Στην αρχή δεν του φανέρωνε σε τι είδους μέρος μέσα βρισκόταν, γιατί το φως φαινόταν να βγαίνει μέσ’ απ’ αυτόν τον ίδιο κι απ’ το πάτωμα δίπλα του και δεν είχε ακόμα φτάσει την οροφή ή τον τοίχο. Γύρισε το κεφάλι κι εκεί, στην παγωμένη φεγγοβολιά, είδε ξαπλωμένους δίπλα του το Σαμ, τον Πίπιν και το Μέρι. Ήταν ανάσκελα και τα πρόσωπά τους ήταν χλωμά σαν πεθαμένα: κι ήταν ντυμένοι στ’ άσπρα. Γύρω τους βρίσκονταν πολλοί θησαυροί, ίσως από χρυσάφι, αν και μ’ εκείνο το φως έδειχναν παγωμένοι κι αντιπαθητικοί. Στο κεφάλι τους ήταν περασμένα στεφάνια, χρυσές αλυσίδες γύρω απ’ τη μέση τους και στα δάχτυλά τους πολλά δαχτυλίδια. Σπαθιά βρίσκονταν στο πλευρό τους κι ασπίδες στα πόδια τους. Αλλά απ’ τη μια άκρη στην άλλη πάνω στους τρεις λαιμούς τους ήταν απλωμένο ένα μακρύ γυμνό σπαθί.

Ξαφνικά ένα τραγούδι άρχισε: ένα παγωμένο μουρμουρητό που υψωνόταν και χαμήλωνε. Η φωνή έμοιαζε μακρινή κι αμέτρητα λυπητερή. Πότε ανέβαινε λεπτή ψηλά στον αέρα και πότε έβγαινε σαν χαμηλό βογκητό μέσ’ από το χώμα. Μέσ’ από το ασχημάτιστο ρεύμα των λυπητερών μα φοβερών ήχων, σειρές από λέξεις πότε πότε σχηματίζονταν: άγριες, σκληρές, παγωμένες λέξεις, άκαρδες κι άθλιες. Η νύχτα παραπονιόταν για το πρωί, που το είχε στερηθεί και το κρύο καταριόταν τη ζέστη, που γι’ αυτή πεινούσε. Ο Φρόντο πάγωσε ως το κόκαλο. Έπειτα από λίγο το τραγούδι έγινε πιο καθαρό και με τρόμο στην καρδιά του κατάλαβε πως είχε γίνει μαγικό ξόρκι:

Πεθαμένα και κρύα ας μείνουν για πάντα κορμί και καρδιά. Αξύπνητος κάτω απ’ την πλάκα ας είναι ο ύπνος Στο κρεβάτι το πέτρινο δίχως φως, ζωή, ζεστασιά Ώσπου μέρα να ’ρθει να σβηστούν το Φεγγάρι κι ο Ήλιος. Στον κατάμαυρο αγέρα και τ’ αστέρια νεκρά ας χαθούν. Κάθ’ ελπίδα ας σβήσει πως το φως θα ξανάρθει κι η μέρα. Και τότε του μαύρου αφέντη τα χέρια μακριά θ’ απλωθούν Και θα κάνουν δική τους τη θάλασσα και τη γη πέρα ως πέρα.

Άκουσε πίσω απ’ το κεφάλι του ένα τρίξιμο και κάτι σαν ξύσιμο. Ανασηκώθηκε στο ένα χέρι και κοίταξε. Τώρα, στο χλωμό φως, είδε πως όλοι βρίσκονταν σ’ ένα είδος διαδρόμου, που πίσω τους έστριβε σε μια γωνιά. Πίσω απ’ τη γωνία ένα μακρύ χέρι πήγαινε ψαχουλευτά, περπατώντας στα δάχτυλα, προς το Σαμ, που ήταν ξαπλωμένος πιο κοντά και προς τη λαβή του σπαθιού που ήταν ακουμπισμένο πάνω του.

Στην αρχή ο Φρόντο ένιωσε λες και στ’ αλήθεια είχε γίνει πέτρα με το μαγικό ξόρκι. Έπειτα μια τρελή σκέψη να δραπετεύσει του πέρασε απ’ το μυαλό. Αναρωτήθηκε μήπως, βάζοντας το Δαχτυλίδι, ο βρικόλακας δεν τον έβλεπε και μπορούσε να βρει κάποια διέξοδο. Φαντάστηκε τον εαυτό του να τρέχει ελεύθερος στο χορτάρι, κλαίγοντας το Μέρι, το Σαμ και τον Πίπιν, αυτός όμως ελεύθερος και ζωντανός. Κι ο Γκάνταλφ θα παραδεχόταν πως δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο που να μπορούσε να κάνει.

Αλλά το θάρρος μέσα του ήταν τώρα πολύ δυνατό: δεν μπορούσε ν’ αφήσει τους φίλους του έτσι εύκολα. Δίγνωμος, έψαχνε στην τσέπη του κι ύστερα πολέμησε ξανά τον εαυτό του. Κι όσο πάλευε μέσα του, το χέρι σερνόταν όλο και πιο κοντά. Ξαφνικά η απόφαση σκλήρυνε μέσα του κι άρπαξε ένα κοντό σπαθί που βρισκόταν πλάι του και γονατίζοντας έσκυψε πάνω απ’ τα κορμιά των συντρόφων του. Με όση δύναμη είχε, κάρφωσε κοντά στον καρπό το χέρι που σερνόταν και το χέρι κόπηκε· αλλά, την ίδια στιγμή- το σπαθί κομματιάστηκε ως τη λαβή. Μια στριγκλιά ακούστηκε και το φως εξαφανίστηκε. Μες στο σκοτάδι αντήχησε ένα εξαγριωμένο ουρλιαχτό.

Ο Φρόντο έπεσε μπροστά πάνω στο Μέρι κι ένιωσε το πρόσωπο του Μέρι παγωμένο. Εντελώς απότομα ξανάρθε στο μυαλό του, του είχε φύγει με την πρώτη εμφάνιση της ομίχλης, η θύμηση του σπιτιού κάτω από το Λόφο κι ο Τομ να τραγουδά. Θυμήθηκε τους στίχους που του είχε μάθει ο Τομ. Με φωνή μικρή κι απεγνωσμένη άρχισε: Έλα! Τομ Μπομπαντίλ! και λέγοντας αυτό το όνομα η φωνή του φάνηκε να δυναμώνει: είχε ήχο ζωηρό και γεμάτο κι ο σκοτεινός θάλαμος αντήχησε λες και χτυπούσε τύμπανο και τρουμπέτα.

Έλα, Τομ Μπομπαντίλ! Έλα, Μπομπαντίλο! Μα το δάσος, το νερό, το καλάμι, την ιτιά! Μα τον ήλιο και το λόφο, το φεγγάρι, τη φωτιά! Τομ, χανόμαστε, βοήθεια! Τρέξε, Μπομπαντίλο!

Μια απότομη βαθιά σιωπή έπεσε κι ο Φρόντο μπορούσε ν’ ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του. Μετά από μια μακριά κι αργή στιγμή, άκουσε καθαρά, αλλά μακρινά, λες κι ερχόταν μέσ’ απ’ το χώμα, κάτω ή μέσα από χοντρούς τοίχους, μια φωνή που απαντούσε τραγουδώντας: