Выбрать главу
Ο γερο-Τομ είν’ ζωηρός, τρίλα λι λαλάκι, Κίτρινες οι μπότες τον, γαλάζιο το σακάκι. Ο Τομ δεν πιάστηκε ποτέ, γιατί είναι πάντα ο κύριος, Έχει φτερά στα πόδια του και στο τραγούδι ανίκητος.

Ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος, από πέτρες που κυλάνε και πέφτουν και, ξαφνικά, μπήκε φως μέσα, φως αληθινό, το απλό φως της μέρας. Ένα χαμηλό άνοιγμα σαν πόρτα φάνηκε στο βάθος του θαλάμου, πέρα απ’ τα πόδια του Φρόντο· και να σου και παρουσιάστηκε το κεφάλι του Τομ (καπέλο, φτερό κι όλα) στο φως του ήλιου που έβγαινε κόκκινος πίσω του. Το φως έπεσε χάμω πάνω στα πρόσωπα των τριών χόμπιτ που ήταν ξαπλωμένοι δίπλα στο Φρόντο. Δε σάλεψαν, αλλά το αρρωστημένο χρώμα τους είχε σβήσει. Τώρα φαίνονταν λες και κοιμόντουσαν βαθιά μόνο.

Ο Τομ έσκυψε, έβγαλε το καπέλο του και μπήκε στο σκοτεινό θάλαμο τραγουδώντας:

Έξω γερο-Βρικόλακα! Στο φως του ήλιου χάσου! Λιώσε στο φως σαν καταχνιά, κλαίγε σαν καταιγίδα Ψηλά στα άγρια βουνά, στης Ερημιάς τις χώρες! Εδώ να μην ξαναφανείς! Τον τάφο σου ν’ αδειάσεις! Σβήσε βαθιά στη λησμονιά, στ’ ανήλιαγα σκοτάδια Πίσω από πόρτες σφαλιχτές, ώσπου να φτιάξει ο κόσμος.

Σ’ αυτά τα λόγια ακούστηκε ένα ουρλιαχτό κι ένα κομμάτι του θαλάμου στο βάθος γκρεμίστηκε με θόρυβο. Ύστερα ακούστηκε μια μακρόσυρτη φωνή, που έσβησε σ’ αμάντευτο βάθος, κι ύστερα σιωπή.

— Έλα, φίλε Φρόντο! είπε ο Τομ. Ας βγούμε έξω στο καθαρό χορτάρι! Πρέπει να με βοηθήσεις να τους κουβαλήσω.

Μαζί έβγαλαν έξω το Μέρι, τον Πίπιν και το Σαμ. Όπως ο Φρόντο άφηνε το θολωτό τάφο για τελευταία φορά, του φάνηκε πως είδε ένα κομμένο χέρι να σφαδάζει ακόμα, σαν πληγωμένη αράχνη, πάνω σ’ ένα σωρό πεσμένο χώμα. Ο Τομ ξαναμπήκε μέσα κι ακούστηκε πολύς θόρυβος από χτυπήματα και ποδοβολητά. Όταν βγήκε έξω κουβαλούσε στα χέρια του ένα μεγάλο μέρος απ’ το θησαυρό: πράγματα χρυσά, ασημένια, χάλκινα και μπρούντζινα· πολλές χάντρες, αλυσίδες και στολίδια με πετράδια. Ανέβηκε στον πράσινο τύμβο απάνω και τα άπλωσε όλα στο φως του ήλιου.

Εκεί στάθηκε με το καπέλο του στο χέρι και τ’ αγέρι στα μαλλιά και κοίταξε τους τρεις χόμπιτ κάτω, που τους είχαν ξαπλώσει ανάσκελα στη δυτική πλευρά του τύμβου. Σηκώνοντας το δεξί του χέρι είπε με καθαρή προστακτική φωνή:

Ξυπνήστε, φίλοι μου μικροί! Ακούστε τη φωνή μου! Σώμα, καρδιά ζεστάθηκαν! Στο χώμα η κρύα πλάκα! Η μαύρη πόρτα έπεσε. Νεκρό τ’ άσαρκο χέρι. Η Νύχτα έσβησε κι αυτή. Ορθάνοιχτη είν’ η Πύλη!

Για μεγάλη χαρά του Φρόντο, οι χόμπιτ αναδεύτηκαν, τέντωσαν τα χέρια τους, έτριψαν τα μάτια τους και μετά, απότομα, πήδηξαν όρθιοι. Κοίταξαν γύρω απορημένοι, πρώτα το Φρόντο κι ύστερα τον Τομ, που στεκόταν εκεί, αυτοπροσώπως, στην κορφή του θολωτού τάφου πάνωθέ τους· κι έπειτα τους εαυτούς τους ντυμένους με λεπτά άσπρα κουρέλια, με στεφάνια και ζώνες από χλωμό χρυσάφι και χρυσαφικά που κουδούνιζαν σε κάθε τους κίνηση.

— Τι στο καλό; άρχισε ο Μέρι, αγγίζοντας το χρυσό στεφάνι, που του είχε πέσει πάνω στο ένα του μάτι.

Μετά σταμάτησε και μια σκιά απλώθηκε στο πρόσωπο του κι έκλεισε τα μάτια του.

— Βέβαια, θυμάμαι! είπε. Οι άνθρωποι του Καρν Ντουμ μας επιτέθηκαν τη νύχτα και νικηθήκαμε. Αχ! το δόρυ στην καρδιά μου!

Έπιασε το στήθος του.

— Όχι! Όχι! είπε, ανοίγοντας τα μάτια. Τι λέω; Ονειρευόμουνα. Πού πήγες, Φρόντο;

— Νόμισα πως ήμουν χαμένος, είπε ο Φρόντο· αλλά δε θέλω να μιλάω γι’ αυτό. Ας σκεφτούμε τι θα κάνουμε τώρα! Πάμε να φύγουμε!

— Ντυμένοι έτσι, κύριε; είπε ο Σαμ. Πού είναι τα ρούχα μου; Πέταξε το στεφάνι του, τη ζώνη και τα δαχτυλίδια στο χορτάρι και κοίταξε γύρω του αμήχανα, λες και περίμενε να βρει το μανδύα, το σακάκι, το παντελόνι και τ’ άλλα χομπιτόρουχα αφημένα κάπου εκεί κοντά.

— Δε θα τα ξαναβρείτε τα ρούχα σας, είπε ο Τομ, κατεβαίνοντας μ’ έναν πήδο απ’ το θολωτό τάφο, γελώντας και χορεύοντας γύρω τους στο φως του ήλιου.

Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς πως τίποτα επικίνδυνο ή φοβερό δεν είχε συμβεί· κι αλήθεια, ο τρόμος έσβησε απ’ τις καρδιές τους όπως τον κοίταξαν κι είδαν το χαρούμενο σπίθισμα των ματιών του.

— Τι θες να πεις; ρώτησε ο Πίπιν, κοιτάζοντάς τον, μισοαπορημένος και μισογελαστός. Γιατί όχι;

Μα ο Τομ κούνησε το κεφάλι του λέγοντας:

— Βρήκατε τους εαυτούς σας πάλι, μέσ’ απ’ τα βαθιά νερά. Τα ρούχα είναι μικρό χάσιμο, σαν γλιτώσατε το πνίξιμο. Να είσαστε χαρούμενοι, φίλοι μου, κι αφήστε τώρα το φως του ήλιου να ζεστάνει καρδιά και κορμί. Πετάξτε από πάνω σας αυτά τα παγωμένα κουρέλια! Τρέξτε γυμνοί στο χορτάρι. Ο Τομ θα πάει κυνήγι.