Выбрать главу

Τινάχτηκε μακριά και κατηφόρισε το λόφο με σφυρίγματα και φωνές. Κοιτάζοντας κάτω, πίσω του, ο Φρόντο τον είδε να τρέχει μακριά κατά το νοτιά, ακολουθώντας την πράσινη μικρή κοιλάδα ανάμεσα στο λόφο τους και στο διπλανό· κι ακόμα σφύριζε και φώναζε:

Ε! Τώρα! Για ελάτε! Πείτε μου πού τριγυρνάτε; Πάνω, κάτω ή κοντά; Μακριά, εδώ, κει πέρα; Μακραυτιά και Μαυρομύτη, Μακρονούρη, Μπάμκιν, Ασπροπόδη μου μικρούλη και πιστέ μου χοντρο-Λάμκιν;

Έτσι τραγουδούσε, τρέχοντας γρήγορα, πετώντας το καπέλο του ψηλά και ξαναπιάνοντάς το, μέχρι που τον έκρυψε ένα υψωματάκι: αλλά για αρκετή ώρα το Ε! Τώρα! Για ελάτε! ερχόταν πίσω με τον άνεμο, που είχε γυρίσει νοτιάς.

Ο αέρας όσο πήγαινε και ξαναγινόταν ζεστός. Οι χόμπιτ έτρεξαν πέρα δώθε για λίγο στο χορτάρι, όπως τους είχε πει ο Τομ. Ύστερα ξάπλωσαν και λιάζονταν και το απολάμβαναν, σαν εκείνους που βρέθηκαν ξαφνικά από βαρύ χειμώνα σε μαλακό κλίμα, ή εκείνους που, αφού ήταν για πολύ καιρό άρρωστοι και κατάκοιτοι, ξυπνούν μια μέρα και βρίσκουν πως έχουν γίνει απρόσμενα καλά κι η μέρα είναι πάλι γεμάτη υποσχέσεις.

Όταν γύρισε ο Τομ ένιωθαν δυνατοί (και πεινασμένοι). Ξαναφάνηκε το καπέλο πρώτα, πάνω απ’ τη γραμμή του λόφου και πίσω του έρχονταν υπάκουα έξι πόνυ: τα πέντε τα δικά τους κι ένα ακόμα. Το τελευταίο ήταν σίγουρα ο χοντρο-Λάμκιν: αυτός ήταν μεγαλύτερος, δυνατότερος, χοντρότερος (και γεροντότερος) απ’ τα δικά τους πόνυ. Ο Μέρι, που ήταν δικά του, δεν τους είχε, στ’ αλήθεια, δώσει τέτοια ονόματα. Αλλά αυτά άκουγαν στα καινούρια ονόματα που τους είχε δώσει ο Τομ, σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Ο Τομ τα φώναξε ένα ένα κι αυτά σκαρφάλωσαν στην κορυφή και στάθηκαν στη σειρά. Τότε ο Τομ υποκλίθηκε στους χόμπιτ.

— Εδώ είναι τα πόνυ σας, τώρα! είπε. Έχουν πιο πολύ μυαλό (σε μερικές περιπτώσεις) απ’ ό,τι έχετε εσείς οι περιπλανώμενοι χόμπιτ — πιο πολύ μυαλό στη μύτη τους. Γιατί μυρίζονται τον κίνδυνο που υπάρχει μπροστά, ενώ εσείς πέφτετε μέσα· κι αν το βάλουν στα πόδια για να σωθούν, τρέχουν προς τη σωστή μεριά. Πρέπει να τα συγχωρέσετε όλα· γιατί αν κι οι καρδιές τους είναι πιστές, δεν είναι φτιαγμένα για ν’ αντιμετωπίζουν τον τρόμο των Βρικολάκων των Θολωτών Τάφων. Δείτε, να που ξανάρχονται φέρνοντας όλα τους τα φορτία.

Ο Μέρι, ο Σαμ κι ο Πίπιν τώρα ντύθηκαν με άλλα ρούχα, που είχαν στα μπαγκάζια τους· πολύ γρήγορα άρχισαν να σκάνε από τη ζέστη, γιατί υποχρεώθηκαν να φορέσουν από τα πιο χοντρά και ζεστά ρούχα, που είχαν φέρει για το χειμώνα που πλησίαζε.

— Από πού έρχεται αυτό το άλλο το γέρικο ζώο, αυτός ο χοντρο-Λάμκιν; ρώτησε ο Φρόντο.

— Είναι δικός μου, είπε ο Τομ. Ο τετράποδος φίλος μου· αν και σπάνια τον κάνω καβάλα και συχνά τριγυρίζει μακριά ελεύθερος στις λοφοπλαγιές. Όταν τα πόνυ σας έμειναν σπίτι μου, γνωρίστηκαν με το Λάμκιν· και τον μυρίστηκαν μες στη νύχτα κι έτρεξαν γρήγορα να τον συναντήσουν. Το είχα σκεφτεί πως θα ’ψαχνε να τα βρει και με τις σοφές κουβέντες του θα έδιωχνε το φόβο τους. Τώρα όμως, καλέ μου Λάμκιν, ο γερο-Τομ θα πάει καβάλα. Έι! Έρχεται μαζί σας μόνο και μόνο για να σας βάλει στο δρόμο· γι’ αυτό χρειάζεται ένα πόνυ. Γιατί δεν μπορείς να μιλάς σε χόμπιτ που πάν’ καβάλα, όταν εσύ πηγαίνεις με τα πόδια και λαχανιάζεις δίπλα τους.

Οι χόμπιτ καταχάρηκαν όταν τ’ άκουσαν κι ευχαρίστησαν τον Τομ πολλές φορές· μα αυτός γέλασε κι είπε πως τα κατάφερναν τόσο καλά στο να χάνουν το δρόμο τους, που δε θα ησύχαζε αν δεν τους έβλεπε να φτάνουν ασφαλισμένοι στα σύνορα της περιοχής του.

— Έχω δουλειές να κάνω, είπε: να φτιάχνω και να τραγουδώ, να μιλώ και να περπατώ και να προσέχω την περιοχή. Ο Τομ δεν μπορεί πάντα να βρίσκεται κοντά για ν’ ανοίγει πόρτες και χαραματιές στις ιτιές. Ο Τομ έχει σπίτι να νοιαστεί κι η Χρυσομουριά περιμένει.

Ήταν ακόμα αρκετά νωρίς, σύμφωνα με τον ήλιο, κάπου εννιά με δέκα το πρωί κι οι χόμπιτ θυμήθηκαν το φαΐ. Το τελευταίο τους γεύμα ήταν χτες το μεσημέρι κοντά στην όρθια πέτρα. Τώρα έφαγαν το πρωινό τους απ’ τα υπόλοιπα που τους είχε δώσει ο Τομ, που ήταν για το βραδινό τους, προσθέτοντας ό,τι είχε φέρει μαζί του ο Τομ. Δεν ήταν πολλά (αν λάβουμε υπόψη μας τους χόμπιτ και τις περιστάσεις), αλλά ένιωσαν καλύτερα. Την ώρα που έτρωγαν ο Τομ πήγε στο θολωτό τάφο κι έριξε μια ματιά στους θησαυρούς. Τους πιο πολλούς τους έκανε ένα σωρό που γυάλιζε και σπίθιζε πάνω στο χορτάρι. Και τους παράγγειλε να μείνουν εκεί «για όποιον τους βρει, πουλιά, ζώα, Ξωτικά ή Άνθρωποι κι όλα τα καλόγνωμα πλάσματα». Γιατί έτσι θα λύνονταν τα μάγια του θολωτού τάφου και θα διασκορπίζονταν και κανένας Βρικόλακας δε θα γύριζε ποτέ πίσω σ’ αυτόν. Διάλεξε για τον εαυτό του απ’ το σωρό μια καρφίτσα δεμένη με γαλάζιες πέτρες, σε πολλές αποχρώσεις σαν τα λουλούδια του λιναριού ή τα φτερά που έχουν οι γαλάζιες πεταλούδες. Την κοίταζε για πολλή ώρα, λες κι είχε συγκινηθεί από κάποια θύμηση. Τίναξε το κεφάλι του τέλος λέγοντας: