Выбрать главу

— Να ένα ωραίο παιγνίδι για τον Τομ και την κυρά του! Ήταν ωραία αυτή, που, πολύ παλιά, τη φορούσε στον ώμο της. Τώρα θα τη φοράει η Χρυσομουριά και δε θα την ξεχάσουμε ποτέ!

Για τον καθένα απ’ τους χόμπιτ διάλεξε ένα σπαθάκι μακρύ, σε σχήμα φύλλου και κοφτερό. Ήταν θαυμάσια φτιαγμένα και ψιλοδουλεμένα με σχέδια φιδιών κόκκινα και χρυσά. Λαμπύρισαν σαν τα τράβηξε απ’ τα μαύρα θηκάρια τους, που ήταν φτιαγμένα από κάποιο παράξενο μέταλλο, ελαφρό και δυνατό κι ήταν στολισμένα με πολλά φλόγινα πετράδια. Είτε από κάτι που είχαν τα θηκάρια είτε απ’ τα μάγια που ήταν ριγμένα στο θολωτό τάφο, οι λάμες έδειχναν απείραχτες απ’ τον καιρό, χωρίς σκουριές, κοφτερές και γυαλιστερές στον ήλιο.

— Τα αρχαία αυτά μαχαίρια έχουν αρκετό μάκρος για να γίνουν σπαθιά για χόμπιτ, είπε. Οι κοφτερές λάμες είναι καλή συντροφιά για τους χόμπιτ του Σάιρ, σα βγουν να πάνε στην Ανατολή, στο Νοτιά ή μακριά στο σκοτάδι και στον κίνδυνο.

Ύστερα τους είπε πως εκείνες οι λάμες φτιάχτηκαν, πάρα πολλά χρόνια πριν, απ’ τους Ανθρώπους της Δύσης: αυτοί ήταν εχθροί του Σκοτεινού Άρχοντα, αλλά νικήθηκαν απ’ το μοχθηρό βασιλιά του Καρν Ντουμ στη Γη της Άνγκμαρ.

— Πολλοί λίγοι τους θυμούνται τώρα, μουρμούρισε ο Τομ, κι όμως μερικοί πλανιόνται ακόμα, γιοι ξεχασμένων βασιλιάδων, και περπατούν στη μοναξιά, φρουρώντας απ’ το κακό λαούς που δεν είναι προσεκτικοί.

Οι χόμπιτ δεν κατάλαβαν τα λόγια του, αλλά, εκεί όπως μιλούσε, είδαν ένα όραμα, λες και υπήρχε μια μεγάλη έκταση από χρόνια πίσω τους, σαν μια τεράστια σκιερή πεδιάδα, που τη δρασκέλιζαν μορφές Ανθρώπων. Ήταν ψηλοί και βλοσυροί, μ’ αστραφτερά σπαθιά και τελευταίος ερχόταν ένας μ’ ένα αστέρι στο μέτωπό του. Ύστερα το όραμα ξεθώριασε και βρέθηκαν πάλι στον ηλιόλουστο κόσμο. Ήταν ώρα να ξεκινήσουν πάλι. Ετοιμάστηκαν, μάζεψαν τα μπαγκάζια τους και τα φόρτωσαν στα πόνυ. Τα καινούρια όπλα τους τα κρέμασαν στις δερμάτινες ζώνες τους κάτω απ’ τα σακάκια τους. Δεν ένιωθαν άνετα κι αναρωτιόντουσαν αν θα τους χρησίμευαν σε τίποτα. Το να χρειαστεί να πολεμήσουν δεν είχε περάσει, μέχρι τώρα, απ’ το μυαλό κανενός πως θα μπορούσε να είναι μια απ’ τις περιπέτειες, που θα τους έριχνε η φυγή τους.

Τέλος ξεκίνησαν. Κατέβασαν τα πόνυ τους απ’ το λόφο κι έπειτα, καβαλικεύοντας, τριπόδισαν γρήγορα μες στην κοιλάδα. Κοίταξαν πίσω κι είδαν την κορφή του αρχαίου θολωτού τάφου στο λόφο. Το φως του ήλιου πάνω στο χρυσάφι ανέβαινε σαν μια κίτρινη φλόγα. Ύστερα έστριψαν και την έχασαν απ’ τα μάτια τους.

Αν κι ο Φρόντο κοίταζε γύρω του παντού, δεν έβλεπε πουθενά κανένα σημάδι απ’ τις μεγάλες πέτρες, που στέκονταν σαν πύλη. Γρήγορα έφτασαν στο βορινό άνοιγμα και το πέρασαν γρήγορα. Η γη έφευγε κάτω απ’ τα πόδια τους. Ήταν ένα εύθυμο ταξίδι με τον Τομ Μπομπαντίλ να τριποδίζει με κέφι πλάι τους, πάνω στο χοντρο-Λάμκιν, που ήταν πολύ πιο ευκίνητος απ’ ό,τι έδειχναν οι διαστάσεις του. Την περισσότερη ώρα ο Τομ τραγουδούσε, κυρίως όμως ανοησίες ή ίσως κάποια παράξενη γλώσσα άγνωστη στους χόμπιτ· μια αρχαία γλώσσα, που οι λέξεις της ήταν βασικά λέξεις θαυμασμού κι απόλαυσης.

Προχωρούσαν μπροστά σταθερά, γρήγορα όμως είδαν πως ο Δρόμος ήταν πιο μακριά απ’ όσο είχαν φανταστεί. Ακόμα και χωρίς την ομίχλη, ο μεσημεριάτικος ύπνος τους θα τους είχε εμποδίσει να τον φτάσουν πριν πέσει η νύχτα την προηγούμενη μέρα. Η σκοτεινή γραμμή που είχαν δει δεν ήταν μια σειρά δέντρα, αλλά μια σειρά θάμνοι που φύτρωναν στην άκρη ενός υδατοφράχτη, που είχε έναν απόκρημνο τοίχο στην απέναντι πλευρά. Ο Τομ είπε πως κάποτε ήταν το σύνορο ενός κράτους, αλλά κάρα πολλά χρόνια πριν. Φάνηκε να θυμήθηκε κάτι λυπητερό, γι’ αυτό και δεν ήθελε να πει πολλά.

Κατέβηκαν μέσα, βγήκαν απ’ τ’ αυλάκι και πέρασαν ανάμεσα από ένα άνοιγμα στον τοίχο, και μετά ο Τομ γύρισε κατευθείαν προς το βοριά, γιατί πήγαιναν κάπως προς τη δύση. Η γη τώρα ήταν ανοιχτή και σχετικά πεδινή και τάχυναν το βήμα τους, αλλά ο ήλιος βασίλευε κιόλας όταν τέλος είδαν μια σειρά ψηλά δέντρα μπροστά και κατάλαβαν πως είχαν ξαναβρεί το Δρόμο ύστερα από πολλές απρόσμενες περιπέτειες. Κάλπασαν τα πόνυ τους στα τελευταία μέτρα και σταμάτησαν κάτω από τις μακρουλές σκιές των δέντρων. Βρίσκονταν στην κορφή μιας πλαγιάς κι ο Δρόμος, τώρα θαμπός όπως έπεφτε το βράδυ, φιδογύριζε μακριά κάτωθέ τους. Σ’ αυτό το σημείο πήγαινε σχεδόν από Νοτιοδυτικά Βορειοανατολικά και στα δεξιά τους χαμήλωνε γρήγορα μέσα σ’ ένα πλατύ κοίλωμα. Ήταν αυλακωμένος από ρόδες κι είχε πολλά σημάδια απ’ την πρόσφατη βροχή: λιμνούλες και λάκκους γεμάτους νερό.