Παράμενε, βέβαια, η παλιά παράδοση γύρω απ’ το μεγάλο βασιλιά στο Φόρνοστ ή Νόρμπουρι, όπως το έλεγαν, μακριά στα βόρεια του Σάιρ. Αλλά εδώ και χίλια χρόνια δεν υπήρχε βασιλιάς και ακόμα και τα ερείπια του βασιλικού Νόρμπουρι τα είχε σκεπάσει το χορτάρι. Όμως οι Χόμπιτ ακόμα μιλούσαν για άγριους λαούς και κακοποιό πλάσματα (όπως οι γίγαντες), πως δεν είχαν ακούσει για το βασιλιά. Γιατί απόδιδαν στο βασιλιά του παλιού καιρού όλους τους βασικούς νόμους τους. Γενικά τηρούσαν τους νόμους με τη θέλησή τους γιατί ήταν Οι Νόμοι (όπως έλεγαν) και αρχαίοι και δίκαιοι.
Είναι αλήθεια ότι η οικογένεια Τουκ ήταν εδώ και πολύ καιρό σπουδαία γιατί το λειτούργημα του Θέην είχε περάσει σ’ αυτούς {απ’ τους Όλντμπακ) μερικούς αιώνες πριν και ο πρώτος Τουκ έφερνε από τότε τον τίτλο αυτό. Ο Θέην ήταν αρχηγός του Συμβουλίου του Σάιρ, της Στρατολογίας και των Χομπιτο-Ενόπλων Δυνάμεων. Αλλά επειδή συμβούλια και στρατολογίες γίνονταν μόνο σε περιπτώσεις άμεσης ανάγκης, πράγμα που δε συνέβαινε πια, το αξίωμα του Θέην δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια εξουσία τυπική. Όμως ακόμα έδειχναν στην οικογένεια Τουκ ιδιαίτερο σεβασμό, γιατί εξακολουθούσε να είναι και πολύ μεγάλη και πολύ πλούσια. Αυτή σε κάθε γενιά έβγαζε δυνατούς χαρακτήρες με ιδιόρρυθμες συνήθειες που αγαπούσαν τις περιπέτειες. Αυτές όμως οι δυο τελευταίες ιδιότητες τώρα γενικά γίνονταν μάλλον ανεκτές (στους πλούσιους) παρά παραδεκτές. Η συνήθεια όμως ακόμα βαστούσε ν’ αποκαλούν τον αρχηγό της οικογένειας «Ο Τουκ» και να προσθέτουν στ’ όνομά του, αν χρειαζόταν, έναν αριθμό, π.χ. Ίσενγκριμ ο Δεύτερος.
Δήμαρχος του Μίσελ Ντέλβινγκ (ή του Σάιρ), που εκλεγόταν κάθε εφτά χρόνια στο Μεγάλο Πανηγύρι στους Άσπρους Κάμπους, στο Ληθ, που γίνεται στο Μεσοκαλόκαιρο. Σαν Δήμαρχος, σχεδόν το μόνο του καθήκον είναι να προεδρεύει στα συμπόσια και στις γιορτές του Σάιρ. που γίνονταν σε συχνά διαστήματα. Αλλά και οι υπηρεσίες του Διευθυντή του Ταχυδρομείου και του Αρχηγού της Αστυνομίας ήταν δεμένες με το Δήμαρχο έτσι που αυτός ήταν αρχηγός και του Ταχυδρομείου και της Αστυνομίας. Αυτές ήταν οι μόνες υπηρεσίες του Σάιρ, και οι Ταχυδρόμοι ήταν περισσότεροι και είχαν και πιο πολλή δουλειά απ’ τους άντρες της Αστυνομίας. Βέβαια δεν ήταν όλοι οι Χόμπιτ γραμματιζούμενοι, αλλά εκείνοι που ήταν, έγραφαν συνέχεια σ’ όλους τους φίλους τους (και σε μερικούς διαλεγμένους συγγενείς τους) που ζούσαν πιο μακριά απ’ το δρόμο μιας απογευματινής βόλτας.
Σαϊρίφης ήταν το όνομα που έδιναν οι Χόμπιτ στους Αστυνομικούς τους ή στο πλησιέστερο αντίστοιχο που είχαν. Φυσικά δεν είχαν στολές (τέτοια πράγματα τους ήταν εντελώς άγνωστα), μόνο είχαν ένα φτερό στο κασκέτο τους και στην ουσία ήταν περισσότερο αγροφύλακες παρά αστυνομικοί, και τους απασχολούσαν περισσότερο τ’ αδέσποτα ζώα παρά οι άνθρωποι. Σ’ ολόκληρο το Σάιρ υπήρχαν μόνο δώδεκα, τρεις σε κάθε Μοίρα, για Εσωτερική Εργασία. Ένα μάλλον μεγαλύτερο σώμα, που ο αριθμός του ήταν κάθε φορά ανάλογος με τις ανάγκες, το χρησιμοποιούσαν για να προσέχει τα σύνορα και να φροντίζει οι κάθε είδους Ξένοι, μεγάλοι ή μικροί, να μη γίνονται ενοχλητικοί.
Την εποχή που αυτή η ιστορία αρχίζει, οι Οριοφύλακες, όπως τους έλεγαν, είχαν αυξηθεί πολύ. Υπήρχαν πολλές αναφορές και παράπονα ότι παράξενα πρόσωπα και πλάσματα γυρόφερναν τα σύνορα και μερικές φορές τα περνούσαν: το πρώτο σημάδι πως όλα δεν ήταν ακριβώς όπως θα ’πρεπε και όπως ήταν πάντα, έξω απ’ τις ιστορίες και τις παραδόσεις για τα παλιά. Λίγοι έδωσαν σημασία στο σημάδι αυτό και ούτε κι ο Μπίλμπο ακόμα δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι προμηνούσε. Εξήντα χρόνια είχαν περάσει από τότε που ξεκίνησε για το αξέχαστο ταξίδι του και ήταν γέρος ακόμα και για Χόμπιτ, που έφταναν τα εκατό αρκετά συχνά· αλλά ήταν φανερό πως του έμεναν πολλά ακόμα από τα πλούτη που είχε φέρει πίσω. Πόσα ακριβώς, πολλά ή λίγα, δεν έλεγε σε κανένα, ούτε και στο Φρόντο, τον αγαπημένο του «ανεψιό». Κι ακόμα κρατούσε κρυφό το δαχτυλίδι που είχε βρει.
Όπως έχω γράψει στο βιβλίο μου Ο Χόμπιτ, ήρθε κάποτε μια μέρα στην πόρτα του Μπίλμπο ο μεγάλος Μάγος, ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος και δεκατρείς νάνοι μαζί του: ούτε λίγο ούτε πολύ, ο ίδιος ο Θόριν ο Δρύασπης, απόγονος βασιλιάδων, και οι δώδεκα σύντροφοι του στην εξορία. Μαζί μ’ αυτούς ξεκίνησε ο Μπίλμπο, και μέχρι τώρα ακόμα απορεί πώς, ένα απριλιάτικο πρωινό, το 1341 Μ.τ.Σ., αναζητώντας ένα μεγάλο θησαυρό, το θησαυρό των Νάνων Βασιλιάδων, στα έγκατα του Βουνού, στα έγκατα του Έρεμπορ. στην Πόλη της Κοιλάδας, μακριά πέρα στην Ανατολή. Η αναζήτηση πέτυχε κι ο Δράκος, που φύλαγε το θησαυρό, σκοτώθηκε. Όμως, αν και πρώτα απ’ όλα κέρδισαν στη Μάχη των Πέντε Στρατιών και ο Θόριν έπεσε και πολλά σπουδαία ανδραγαθήματα έγιναν, όμως όλ’ αυτά δε θα είχαν σχεδόν καμιά σχέση με την κατοπινή ιστορία και δε θα έπιαναν παρά μια μικρή παράγραφο στα χρονικά της Τρίτης Εποχής, αν δεν είχε συμβεί ένα «ατύχημα» στο δρόμο. Η ομάδα δέχτηκε επίθεση από Ορκ σ’ ένα ψηλό πέρασμα στα Ομιχλιασμένα Βουνά, στο δρόμο για τη Χώρα της Ερημιάς κι έτσι έτυχε και χάθηκε ο Μπίλμπο για λίγο στα σκοτεινά ορυχεία των ορκ, βαθιά μες στα βουνά κι εκεί, καθώς έψαχνε μάταια μες στο σκοτάδι, ακούμπησε το χέρι του σ’ ένα δαχτυλίδι, που ήταν πεσμένο στο χώμα μιας στοάς. Το έβαλε στην τσέπη του. Τότε αυτό φάνηκε σαν απλή τύχη.