Выбрать главу

Το Πανδοχείο του Μπρι ήταν όμως ακόμα εκεί κι ο πανδοχέας ήταν ένα σπουδαίο πρόσωπο. Το χάνι του ήταν το στέκι που αντάμωναν όλοι οι αργόσχολοι, οι φλύαροι κι οι περίεργοι απ’ τους κατοίκους, μεγάλους και μικρούς, κι απ’ τα τέσσερα χωριά. Ήταν το καταφύγιο των Περιφερόμενων Φυλάκων κι άλλων σαν κι αυτούς κι όλων των περαστικών που ακόμα ταξίδευαν στον Ανατολικό Δρόμο πηγαίνοντας και γυρίζοντας απ’ τα Βουνά.

Ήταν σκοτεινά, κι άσπρα αστέρια έλαμπαν, όταν ο Φρόντο κι οι σύντροφοι του έφτασαν επιτέλους στο σταυροδρόμι του Πράσινου Δρόμου και πλησίασαν το χωριό. Έφτασαν στη Δυτική Πύλη και τη βρήκαν κλειστή, αλλά στην πόρτα του σπιτιού του φύλακα πίσω της, καθόταν ένας άνθρωπος. Πήδηξε όρθιος και πήγε κι έφερε ένα φανάρι και τους κοίταξε πάνω απ’ την πύλη μ’ έκπληξη.

— Τι θέλετε κι από πού ερχόσαστε; ρώτησε τραχιά.

— Ερχόμαστε για το χάνι εδώ, απάντησε ο Φρόντο. Ταξιδεύουμε για την Ανατολή και δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω απόψε.

— Χόμπιτ! Τέσσερις χόμπιτ! Και μάλιστα απ’ το Σάιρ καταπώς δείχνει η μιλιά τους, είπε ο φύλακας σιγανά, λες και μιλούσε στον εαυτό του. Τους κοίταξε σκοτεινά για μια στιγμή κι έπειτα, αργά, άνοιξε την πόρτα και τους άφησε να περάσουν.

— Δε βλέπουμε συχνά κόσμο απ’ το Σάιρ να ταξιδεύει στο Δρόμο τη νύχτα, συνέχισε, όπως σταμάτησαν για μια στιγμή στην πόρτα του. Με το συμπάθιο, αλλά τι σόι δουλειά σας φέρνει ανατολικά απ’ το Μπρι! Ποιο είναι τ’ όνομά σας, μπορώ να ρωτήσω;

— Τα ονόματά μας και η δουλειά μας είναι δικός μας λογαριασμός, κι αυτό το μέρος δε μου φαίνεται κατάλληλο για να τα συζητήσουμε, είπε ο Φρόντο, που δεν του άρεσαν ούτε το πρόσωπο του ανθρώπου ούτε ο τόνος της φωνής του.

— Η δουλειά σας είναι δικός σας λογαριασμός, το δίχως άλλο, είπε ο άνθρωπος· μα είναι δουλειά μου να κάνω ερωτήσεις μετά τον ερχομό της νύχτας.

— Είμαστε χόμπιτ απ’ το Μπάκλαντ, και μας πέρασε απ’ το νου να ταξιδέψουμε και να μείνουμε στο πανδοχείο εδώ, μπήκε στη μέση ο Μέρι. Εγώ είμαι ο κύριος Μπράντιμπακ. Σου φτάνει αυτό; Ο κόσμος του Μπρι συνήθιζε να μιλάει ευγενικά στους ταξιδιώτες, έτσι είχα ακουστά τουλάχιστο.

— Εντάξει, εντάξει, είπε ο άνθρωπος. Δεν ήθελα να σας προσβάλω. Αλλά θα δείτε και μόνοι σας ίσως πως κι άλλοι, εκτός απ’ το γερο-Χάρι στην πύλη, θα σας κάνουν ερωτήσεις. Τριγυρίζει παράξενος κόσμος. Αν πάτε στο Πόνο θα δείτε πως δεν είσαστε οι μόνοι ξένοι.

Τους ευχήθηκε καληνύχτα κι αυτοί δεν είπαν τίποτα περισσότερο· αλλά ο Φρόντο μπορούσε να δει στο φως του φαναριού πως ο άνθρωπος τους κοίταζε ακόμα με περιέργεια. Χάρηκε που άκουσε την πύλη να κλείνει με θόρυβο πίσω τους, την ώρα που προχωρούσαν μπροστά. Αναρωτήθηκε γιατί ο άνθρωπος ήταν τόσο καχύποπτος και μήπως κανένας ρωτούσε να μάθει νέα για μια παρέα χόμπιτ. Μήπως ήταν ο Γκάνταλφ; Μπορεί και να ’χε φτάσει, τότε που καθυστέρησαν στο Δάσος και στην Κοιλάδα των Θολωτών Τάφων. Μα υπήρχε κάτι στη φωνή και στην όψη του φύλακα που τον ανησυχούσε.

Ο άνθρωπος κοίταξε τους χόμπιτ για μια στιγμή κι ύστερα γύρισε πίσω σπίτι του. Μόλις η πλάτη του γύρισε, μια μαύρη σιλουέτα σκαρφάλωσε γρήγορα πάνω από την πύλη κι ενώθηκε με τις σκιές του δρόμου του χωριού.

Οι χόμπιτ ανέβηκαν μια ομαλή ανηφοριά, πέρασαν μερικά μοναχικά σπίτια και σταμάτησαν έξω από το πανδοχείο. Τα σπίτια τους φαίνονταν μεγάλα και παράξενα. Ο Σαμ κοίταξε ψηλά το πανδοχείο με τα τρία πατώματα και τα πολλά παράθυρα κι ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει. Είχε φανταστεί τον εαυτό του να συναντά γίγαντες ψηλότερους από δέντρα κι άλλα πλάσματα ακόμα πιο τρομακτικά, κάποτε στη διάρκεια του ταξιδιού του· αλλά τη στιγμή εκείνη έβρισκε πως η πρώτη του γνωριμία με τους Ανθρώπους και τα ψηλά τους σπίτια ήταν αρκετή και, για να λέμε την αλήθεια, παραπάνω από αρκετή για το σκοτεινιασμένο τέλος μιας κουραστικής μέρας. Του φαινόταν πως έβλεπε μαύρα άλογα να στέκονται σελωμένα στις σκιές της αυλής του πανδοχείου και Μαύρους Καβαλάρηδες να κρυφοκοιτάνε πίσω απ’ τα σκοτεινά παράθυρα ψηλά.