Выбрать главу

— Δε φαντάζομαι να μείνουμε εδώ τη νύχτα, έτσι, κύριε; φώναξε. Αν υπάρχει χομπιτόκοσμος σ’ αυτά τα μέρη, γιατί δεν ψάχνουμε να βρούμε κανένα που να θέλει να μας πάρει; Θα ’ναι περισσότερο σαν στο σπίτι μας.

— Και τι έχει το πανδοχείο; είπε ο Φρόντο. Ο Τομ Μπομπαντίλ μάς το σύστησε. Φαντάζομαι πως θα ’ναι αρκετά βολικό μέσα.

Ακόμα κι απέξω το πανδοχείο έδειχνε ευχάριστο, σαν το συνήθιζαν τα μάτια σου. Η πρόσοψή του ήταν στο Δρόμο και είχε δυο πτέρυγες πίσω σε οικόπεδο μισοσκαμμένο στις χαμηλότερες πλαγιές του λόφου, έτσι που τα πίσω παράθυρα του δεύτερου πατώματος ήταν στο ύψος της γης. Μια φαρδιά καμάρα οδηγούσε σε μια αυλή ανάμεσα στις δυο πτέρυγες κι αριστερά κάτω απ’ την καμάρα βρισκόταν μια μεγάλη είσοδος που την έφτανες ανεβαίνοντας μερικά φαρδιά σκαλοπάτια.

Η πόρτα ήταν ανοιχτή και φως έβγαινε έξω. Πάνω απ’ την καμάρα είχε ένα φανάρι κι από κάτω κουνιόταν μια μεγάλη ταμπέλα: ένα καλοθρεμμένο άσπρο πόνυ που στεκόταν στα πίσω πόδια όρθιο. Πάνω από την πόρτα ήταν γραμμένο με άσπρα γράμματα: ΤΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑΡΙΚΟ ΠΟΝΥ του ΜΠΙΡΟΧΟΡΤΟΥ του ΒΟΥΤΥΡΑΤΟΥ. Πολλά από τα κάτω παράθυρα είχαν φώτα πίσω από χοντρές κουρτίνες.

Εκεί που κοντοστέκονταν έξω στο μισοσκόταδο, κάποιος άρχισε να τραγουδά ένα ζωηρό τραγούδι μέσα και πολλές κεφάτες φωνές ακολούθησαν δυνατά λέγοντας το ρεφρέν. Στάθηκαν ακούγοντας αυτή την ενθαρρυντική φασαρία για λίγο κι έπειτα ξεπέζεψαν. Το τραγούδι τέλειωσε κι ακούστηκαν γέλια και παλαμάκια. Οδήγησαν τα πόνυ τους κάτω απ’ την καμάρα και, αφήνοντας τα να στέκουν στην αυλή, ανέβηκαν τα σκαλιά. Ο Φρόντο πήγε μπροστά και παραλίγο να τρακάριζε μ’ έναν κοντόχοντρο άνθρωπο καραφλό και κοκκινοπρόσωπο. Φορούσε μια άσπρη ποδιά κι έβγαινε βιαστικά από μια πόρτα για να μπει σε μια άλλη, κουβαλώντας ένα δίσκο φορτωμένο με ποτήρια γεμάτα μπίρα.

— Μπορούμε... άρχισε ο Φρόντο.

— Μισό λεπτό, παρακαλώ! φώναξε ο άνθρωπος πάνω από τον ώμο του και χάθηκε μες στη χάβρα απ’ τις φωνές και σ’ ένα σύννεφο καπνού.

Σ’ ένα λεπτό ήταν πάλι έξω και σκούπιζε τα χέρια του στην ποδιά του.

— Καλησπέρα, μικρέ κύριε! είπε σκύβοντας κάτω. Τι θέλετε;

— Κρεβάτια για τέσσερις και σταύλο για πέντε πόνυ, αν γίνεται. Είστε ο κύριος Βουτυράτος;

— Πολύ σωστά! Μπιρόχορτος είναι τ’ όνομά μου. Μπιρόχορτος Βουτυράτος, στις διαταγές σας! Είστε από το Σάιρ, ε; είπε κι έπειτα ξαφνικά έβαλε το χέρι στο μέτωπο του, λες και προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι.

— Χόμπιτ! φώναξε. Τώρα τι μου θυμίζει αυτό; Μπορώ να ρωτήσω τα ονόματά σας, κύριε;

— Ο κύριος Τουκ κι ο κύριος Μπράντιμπακ, είπε ο Φρόντο· κι αυτός είναι ο Σαμ Γκάμγκη. Εμένα με λένε Κατωλοφίτη.

— Έλα τώρα! είπε ο κύριος Βουτυράτος, χτυπώντας τα δάχτυλά του. Μου ’φυγε πάλι! Αλλά θα μου ξανάρθει, σα θα ’χω ώρα να σκεφτώ. Έχω λιώσει στα πόδια μου· αλλά θα δω τι μπορώ να κάνω για σας. Δεν έχουμε συχνά ξένους απ’ το Σάιρ αυτόν τον καιρό και θα λυπόμουνα αν δεν μπορούσα να σας καλωσορίσω. Μα είναι κιόλας τόσος κόσμος εδώ απόψε, που πολύ καιρό είχαμε να δούμε. Ή που θα ψιχαλίζει ή που θα ρίχνει καρεκλοπόδαρα, όπως λέμε εμείς στο Μπρι.

— Ε! Νομπ! φώναξε. Πού είσαι, αργοκίνητε μαλλιαροπόδη; Νομπ!

— Έρχομαι, κύριε! Έρχομαι.

Ένας γελαστός χόμπιτ πετάχτηκε από μια πόρτα και βλέποντας τους ταξιδιώτες, σταμάτησε απότομα και τους κοίταζε με μεγάλο ενδιαφέρον.

— Πού είναι ο Μπομπ; ρώτησε ο ξενοδόχος. Δεν ξέρεις; Λοιπόν, βρες τον! Και κάνε γρήγορα! Δεν έχω ούτε έξι πόδια ούτε έξι μάτια! Πες στον Μπομπ πως είναι πέντε πόνυ για το σταύλο. Πρέπει να τα βολέψει όπως μπορεί.

Ο Νομπ έφυγε τρέχοντας, χαμογελώντας και κλείνοντάς τους το μάτι.

— Λοιπόν, τώρα, τι θα ’λεγα; είπε ο κύριος Βουτυράτος, χτυπώντας το κεφάλι του. Το ένα με κάνει και ξεχνάω το άλλο, που λέτε. Είναι μια παρέα που ήρθαν από τον Πράσινο Δρόμο, πέρα κάτω απ’ το Νοτιά χτες βράδυ —κι αυτό, εδώ που τα λέμε, ήταν αρκετά παράξενο. Μετά απόψε ήρθαν μια παρέα νάνοι ταξιδιώτες για τη Δύση. Και τώρα του λόγου σας. Αν δεν ήσασταν χόμπιτ, δεν είμαι σίγουρος πώς θα μπορούσαμε να σας βολέψουμε. Αλλά έχουμε ένα δυο δωμάτια στη βορινή πτέρυγα ειδικά καμωμένα για χόμπιτ, σα χτίστηκε αυτό εδώ. Στο ισόγειο, όπως αυτοί προτιμάνε συνήθως, με στρογγυλά παράθυρα κι όλα όπως τους αρέσουν. Ελπίζω πως θα βολευτείτε. Και είμαι σίγουρος πως θα θέλετε το βραδινό σας φαγητό. Θα το φέρουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Απ’ εδώ τώρα!

Τους οδήγησε στο βάθος του διαδρόμου κι άνοιξε μια πόρτα.

— Εδώ είναι μια ωραία μικρή τραπεζαρία! είπε. Ελπίζω να σας κάνει. Συγχωρέστε με τώρα. Είμαι πολύ απασχολημένος. Δεν έχω καιρό για κουβέντα. Πρέπει να πάρω τα πόδια μου. Σκληρή δουλειά για δυο πόδια, μα δε λέω ν’ αδυνατίσω. Θα ξαναπεράσω αργότερα. Αν χρειαστείτε τίποτα, χτυπήστε το κουδούνι κι ο Νομπ θα ’ρθει. Αν δεν έρχεται, χτυπήστε και φωνάξτε.