Выбрать главу

Σ’ αυτό μια χορωδία από φωνές ξέσπασε. Αν ο Φρόντο ήθελε στ’ αλήθεια να γράψει ένα βιβλίο και, αν είχε πολλά αυτιά, θα είχε μάθει αρκετά για κάμποσα κεφάλαια μέσα σε λίγα λεπτά. Και, λες κι αυτό δεν ήταν αρκετό, του έδωσαν έναν ολόκληρο κατάλογο ονόματα που άρχιζε: «Ο γεροΜπιρόχορτος εδώ», στον οποίο μπορούσε να πάει για περισσότερες πληροφορίες. Αλλά μετά από λίγη ώρα κι όπως ο Φρόντο δεν έδειχνε κανένα σημάδι πως θα γράψει το βιβλίο επί τόπου, οι χόμπιτ ξανάρχισαν τις ερωτήσεις τους για το Σάιρ. Ο Φρόντο δεν αποδείχτηκε πολύ ομιλητικός και γρήγορα βρέθηκε να κάθεται μόνος σε μια γωνιά, ν’ ακούει και να περιεργάζεται.

Οι Άνθρωποι και οι Νάνοι μιλούσαν κυρίως για μακρινά γεγονότα κι έλεγαν νέα απ’ εκείνα που είχαν αρχίσει να γίνονται πολύ συνηθισμένα. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά στο Νοτιά και φαινόταν πως οι Άνθρωποι που είχαν έρθει απ’ τον Πράσινο Δρόμο μετανάστευαν και γύρευαν τόπους που να μπορέσουν να βρουν λίγη ησυχία. Οι κάτοικοι του Μπρι τους συμπονούσαν μα φαινόταν καθαρά πως δεν ήταν και πολύ πρόθυμοι να δεχτούν πολλούς ξένους στη μικρή τους γη. Ένας απ’ τους ταξιδιώτες, ένας άσχημος κι αλλήθωρος τύπος, έκανε προβλέψεις πως όλο και πιο πολλοί άνθρωποι θα έρχονταν στο Βοριά κι όχι στο μακρινό μέλλον.

— Αν δε βρεθεί χώρος γι’ αυτούς, θα τον βρουν μόνοι τους. Έχουν δικαίωμα να ζήσουν, το ίδιο όπως κι ο άλλος κόσμος, είπε φωναχτά.

Οι ντόπιοι δεν έδειξαν να χαίρονται στη σκέψη αυτή.

Οι χόμπιτ δεν έδωσαν μεγάλη προσοχή σ’ όλ’ αυτά και, την ώρα εκείνη, δε φαίνονταν να έχουν σχέση με χόμπιτ. Οι Μεγάλοι Άνθρωποι δε θα γύρευαν να κατοικήσουν σε χομπιτότρυπες. Οι χόμπιτ έδειχναν περισσότερο ενδιαφέρον για το Σαμ και τον Πίπιν, που ένιωθαν τώρα εντελώς σαν στο σπίτι τους και κουβέντιαζαν ζωηρά γι’ αυτά που γίνονταν στο Σάιρ. Ο Πίπιν ξεσήκωνε ένα σωρό γέλια περιγράφοντας πώς κατάρρευσε το ταβάνι του Δημαρχείου του Μίσελ Ντέλβινγκ: ο Γουίλ ο Ασπροπόδης, ο Δήμαρχος, που ήταν κι ο πιο χοντρός χόμπιτ στη Δυτική Μοίρα, είχε θαφτεί μες στους σοβάδες κι είχε βγει έξω σαν αλευρωμένος λουκουμάς. Μα ήταν αρκετές ερωτήσεις που ανησυχούσαν λιγάκι το Φρόντο. Ένας απ’ τους ντόπιους, που φαινόταν πως είχε πάει στο Σάιρ αρκετές φορές, ήθελε να μάθει πώς ζούσαν οι Κατωλοφίτες και με ποιους συγγένευαν.

Ξαφνικά ο Φρόντο πρόσεξε έναν παράξενο ηλιοκαμένο άνθρωπο, που καθόταν στις σκιές κοντά στον τοίχο κι άκουγε κι αυτός με προσοχή τη χομπιτοκουβέντα. Είχε μια ψηλή κανάτα μπροστά του και κάπνιζε μια πίπα με μακρύ στέλεχος και παράξενο σκάλισμα. Είχε τα πόδια τεντωμένα μπροστά, δείχνοντας ψηλές μπότες από μαλακό δέρμα, που εφάρμοζαν καλά, αλλά που είχαν φορεθεί πολύ κι ήταν τώρα λασπωμένες. Ένας λεκιασμένος απ’ το ταξίδι μανδύας από σκούρο πράσινο ύφασμα ήταν τυλιγμένος καλά γύρω του και, παρ’ όλη τη ζέστη στο δωμάτιο, φορούσε μια κουκούλα που σκέπαζε το πρόσωπο του· αλλά η λάμψη των ματιών του φαινόταν, όπως παρακολουθούσε τους χόμπιτ.

— Ποιος είναι εκείνος; ρώτησε ο Φρόντο, όταν βρήκε ευκαιρία να ψιθυρίσει στον κύριο Βουτυράτο. Δε νομίζω πως τον σύστησες.

— Εκείνος; είπε ο ξενοδόχος, απαντώντας ψιθυριστά και ρίχνοντας ματιά χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του. Δεν καλοξέρω. Είναι ένας απ’ αυτούς που περιπλανιούνται. Περιφερόμενους Φύλακες τους λέμε. Σπάνια να πει κουβέντα: όχι πως δεν μπορεί να πει καμιά παράξενη ιστορία σαν το θέλει. Χάνεται για κανένα μήνα ή χρόνο κι ύστερα ξαναπαρουσιάζεται. Μπαινόβγαινε εδώ πέρα πολύ συχνά πέρσι την άνοιξη· μα δεν τον πολυβλέπω να τριγυρίζει εδώ τώρα τελευταία. Ποιο είναι το σωστό του όνομα δεν έχω ποτέ ακούσει: μα εδώ γύρω τον ξέρουμε σαν Γοργοπόδαρο. Περπατάει με κάτι τόσες δρασκελιές μ’ αυτά τα μακριά του πόδια· αν και δε λέει σε κανένα τι έχει και βιάζεται. Μα δεν έχουν εξήγηση η Ανατολή κι η Δύση, όπως λέμε εμείς στο Μπρι, εννοώντας τους Περιφερόμενους Φύλακες και τους κάτοικους του Σάιρ, με το συμπάθιο. Περίεργο να με ρωτάτε γι’ αυτόν...

Αλλά εκείνη τη στιγμή φώναξαν τον κύριο Βουτυράτο, ζητώντας κι άλλη μπίρα και η τελευταία του κουβέντα έμεινε ανεξήγητη.

Ο Φρόντο βρήκε πως ο Γοργοπόδαρος τον κοίταζε τώρα, λες κι είχε ακούσει ή μαντέψει όλα όσα είχαν ειπωθεί. Σε λίγο, μ’ ένα κούνημα του χεριού και του κεφαλιού του, προσκάλεσε το Φρόντο να πάει και να καθίσει δίπλα του. Όπως ο Φρόντο πλησίαζε, έριξε πίσω την κουκούλα του φανερώνοντας ένα δασύ κεφάλι με μαύρα μαλλιά που είχαν και λίγο γκρίζο κι ένα ζευγάρι κοφτερά γκρίζα μάτια σ’ ένα χλωμό αυστηρό πρόσωπο.

— Με λένε Γοργοπόδαρο, είπε με χαμηλή φωνή. Χαίρομαι που σε συναντώ, κύριε Κατωλοφίτη, αν ο γερο-Βουτυράτος είπε σωστά τ’ όνομά σου.

— Το είπε, είπε ο Φρόντο ψυχρά. Δεν ένιωθε καθόλου άνετα κάτω απ’ το βλέμμα των διαπεραστικών εκείνων ματιών.