Выбрать главу

— Λοιπόν, κύριε Κατωλοφίτη, είπε ο Γοργοπόδαρος, αν ήμουν στη θέση σου θα σταματούσα τους νεαρούς σου φίλους απ’ το να μιλάνε τόσο πολύ. Το πιοτό, η φωτιά και το τυχαίο συναπάντημα είναι αρκετά ευχάριστα, μα να — εδώ δεν είναι το Σάιρ. Κυκλοφορούν αλλόκοτοι τύποι. Αν και δε μου πέφτει λόγος να μιλάω, μπορεί να σκεφτείς, πρόσθεσε μ’ ένα στραβό χαμόγελο, βλέποντας τα μάτια του Φρόντο. Και τώρα τελευταία έχουν περάσει ακόμα πιο παράξενοι ταξιδιώτες, συνέχισε, παρακολουθώντας το πρόσωπο του Φρόντο.

Ο Φρόντο του ανταπόδωσε τη ματιά, μα δεν είπε τίποτα· κι ο Γοργοπόδαρος δεν προχώρησε παρακάτω. Η προσοχή του φάνηκε ξαφνικά να καρφώνεται στον Πίπιν. Με τρόμο ο Φρόντο είδε πως ο μικρός ανόητος Τουκ, παίρνοντας θάρρος απ’ την επιτυχία του με το χοντρό-Δήμαρχο του Μίσελ Ντέλβινγκ, τώρα εξιστορούσε με αστείο τρόπο το αποχαιρετιστήριο πάρτι του Μπίλμπο. Εμιμείτο κιόλας το Λόγο και πλησίαζε στην εκπληκτική εξαφάνιση.

Ο Φρόντο ενοχλήθηκε. Η ιστορία ήταν αρκετά ακίνδυνη για τους περισσότερους ντόπιους χόμπιτ, το δίχως άλλο: μια αστεία ιστορία για κείνο τον αστείο κόσμο πέρα απ’ το Ποτάμι· αλλά μερικοί (ο γερο-Βουτυράτος παραδείγματος χάρη) ήξεραν κάτι παραπάνω και ήταν πολύ πιθανό να είχαν ακούσει από παλιά για την εξαφάνιση του Μπίλμπο. Θα έφερνε το όνομα Μπάγκινς στο νου τους, ιδιαίτερα αν είχαν ζητηθεί πληροφορίες στο Μπρι γι’ αυτό το όνομα.

Ο Φρόντο καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα κι αναρωτιόταν τι να κάνει. Ο Πίπιν ήταν φανερό πως πολύ χαιρόταν την προσοχή που του έδιναν και είχε τελείως ξεχάσει τον κίνδυνό τους. Ο Φρόντο φοβήθηκε ξαφνικά πως, στην τωρινή του διάθεση, θα μπορούσε ακόμα και να πει για το Δαχτυλίδι· κι αυτό θα ήταν σίγουρη καταστροφή.

— Θα ’κανες καλά να κάνεις κάτι γρήγορα! του ψιθύρισε ο Γοργοπόδαρος στ’ αυτί.

Ο Φρόντο πήδηξε όρθιος κι ανέβηκε σ’ ένα τραπέζι κι άρχισε να μιλάει. Η προσοχή του ακροατηρίου του Πίπιν έσπασε. Μερικοί απ’ τους χόμπιτ κοίταξαν το Φρόντο και γέλασαν και χτύπησαν παλαμάκια, νομίζοντας πως ο κύριος Κατωλοφίτης είχε πιει λίγη μπίρα παραπάνω.

Ο Φρόντο ξαφνικά ένιωσε πολύ γελοίος κι άρχισε (όπως το συνήθιζε σαν έβγαζε λόγο) να ψαχουλεύει τα πράγματα στην τσέπη του. Ψηλάφισε το Δαχτυλίδι στην αλυσίδα του και, εντελώς ανεξήγητα, του ήρθε η επιθυμία να το φορέσει και να εξαφανιστεί απ’ τη γελοία θέση που βρισκόταν. Του φάνηκε πως, κάπως, λες κι η ιδέα του είχε έρθει απέξω, από κάποιον ή κάτι μέσα στο δωμάτιο. Αντιστάθηκε σταθερά στον πειρασμό κι έσφιξε το Δαχτυλίδι στη χούφτα του, λες κι ήθελε να το κρατήσει και να το εμποδίσει να του ξεφύγει ή να του κάνει καμιά ζαβολιά. Οπωσδήποτε όμως αυτό δεν του έδινε καμιά έμπνευση. Είπε μερικές «κατάλληλες κουβέντες», όπως θα ’λεγαν στο Σάιρ: Είμαστε όλοι μας πολύ συγκινημένοι απ’ την ωραία σας υποδοχή και τολμώ να πω πως η σύντομή μου επίσκεψη θα βοηθήσει ν’ ανανεωθούν οι παλιοί δεσμοί φιλίας ανάμεσα στο Σάιρ και στο Μπρι· κι έπειτα σκόνταψε και ξερόβηξε.

Όλοι στο δωμάτιο τώρα τον κοιτούσαν.

— Ένα τραγούδι! φώναξε ένας απ’ τους χόμπιτ.

— Ένα τραγούδι! Ένα τραγούδι! φώναξαν όλοι οι άλλοι.

— Έλα τώρα, κύριε, τραγούδησε μας κάτι που να μην το ’χουμε ξανακούσει!

Για μια στιγμή ο Φρόντο στάθηκε με το στόμα ανοιχτό. Έπειτα, στην απελπισία του, άρχισε ένα ανόητο τραγούδι, που ο Μπίλμπο το αγαπούσε αρκετά (και ήταν, στ’ αλήθεια, αρκετά περήφανος γι’ αυτό, γιατί είχε φτιάξει τα λόγια μόνος του). Έλεγε για κάποιο πανδοχείο· κι αυτό είναι πιθανό να το έφερε στο νου του Φρόντο εκείνη την ώρα. Εδώ είναι όλο. Κατά κανόνα τώρα μόνο λίγες λέξεις απ’ αυτό δεν έχουν ξεχαστεί.

Είναι ένα χάνι, χαρούμενο χάνι, Κάτω στο λόφο εκεί. Τόσο καλή φτιάχνουν μπίρα ξανθή, Που ο Φεγγαρσ-άνθρωπος μια νύχτα πήγε κει, για να πιει, να μεθύσει απ’ αυτή.
Έχει εκεί κάτω τρελό ένα γάτο, που παίζει ένα τρύπιο βιολί. Το παίζει με κέφι και το γρατσουνά, Τρίζει και παίζει τις νότες στραβά, και του σπάει τις χορδές στη σειρά.
Έχει το χάνι μικρό μαύρο σκύλο, που τ’ αστεία πολύ αγαπά. Στήνει αυτί κάθε βράδυ αργά, Όλα τ’ ακούει, τα χειροκροτά και γελάει τράλα λι, τράλα λα.
Έχει αγελάδα με κέρατα ωραία, που πάει κουνιστή λυγιστή. Σαν κρασί η τρελή μουσική τη μεθά, Κουνάει την ουρά της ψηλά, χαμηλά και χορεύει τριγύρω τρελά!
Τα επίσημα πιάτα κι όλα τα μαχαίρια, κουτάλια, πιρούνια, ασημιά, Σαββάτο τα βγάζουν με κόπο πολύ, Τα τριβογυαλίζουνε ώρα πολλή και τα στήνουν μετά στη γραμμή.
Ο Φεγγαρο-άνθρωπος όλο και πίνει κι ο γάτος τραγούδι αρχινά. Πιρούνι και πιάτο χορεύουν μαζί, Η γελάδα στον κήπο πηδάει κι αυτή, την ουρά κυνηγάει το σκυλί.