Выбрать главу
Ο Φεγγαρο-άνθρωπος όλο και πίνει και κάτω απ’ τον πάγκο κυλά. Μπίρες ξανθιές βλέπει μες στο μυαλό, Χλωμιάζουνε τ’ άστρα στον ουρανό κι αυγή φέρνει αυγερινό.
Στο μαύρο το γάτο λέει ο ξενοδόχος: τα άτια θυμώσαν πολύ. Τα χάμουρα σπάνε, φρενιάζουν γοργά. Μα ο αφέντης τους έχει τα μάτια κλειστά κι ο ήλιος σε λίγο θα είναι ψηλά.
Να παίζει αρχίζει ο μαύρος ο γάτος τρελά το βιολί, δυνατά. Πριονίζει και τρίζει και παίζει κι αφρίζει. Το Φεγγαρο-άνθρωπο πιάνει σφιχτά: ξύπνα, λέει φωναχτά, κι είναι εφτά.
Το Φεγγαρο-άνθρωπο έξω τον βγάζουν στο Φεγγάρι να διώξουνε πίσω ξανά. Τ’ άλογα τρέχουν μ’ ορμή, βιαστικά Πιρούνι και πιάτο κλεφτήκαν κρυφά κι η γελάδα χορεύει, πηδάει ψηλά.
Ο γάτος βιολί ασταμάτητα παίζει. ο σκύλος χορεύει με κέφι πολύ. Γελάδα κι αλόγατα τρέχουν, πηδούν. Όλοι οι ξένοι απ’ το χάνι θα βγουν, να χορέψουν και να δροσιστούν.
Μπανγκ! Πάει σπάσαν’ όλες οι χορδές. η αγελάδα πηδάει στο Φεγγάρι ψηλά, Ο σκύλος γελάει χα-χα-χα, χι-χι-χι Το πιάτο που βλέπει το ασημί το πιρούνι πώς τρέχει να βρει!
Το άσπρο Φεγγάρι γελάει και πάει, σα βλέπει τον Ήλιο στην ανατολή, Που τρίβει τα μάτια τον τα φωτεινά Γιατί όλοι γυρίζουν στο χάνι ξανά στα κρεβάτια τους τα μαλακά!

Ακούστηκαν χειροκροτήματα δυνατά και για πολλή ώρα. Ο Φρόντο είχε καλή φωνή και το τραγούδι τούς άνοιξε την όρεξη.

— Πού είναι ο γερο-Μπιρόχορτος; φώναζαν. Έπρεπε να το ακούσει αυτό. Ο Μπομπ πρέπει να μάθει τη γάτα του βιολί κι ύστερα να κάνουμε χορό.

Παράγγειλαν κι άλλη μπίρα κι άρχιζαν να φωνάζουν:

— Πες το πάλι, κύριε! Εμπρός, τώρα! Άλλη μια φορά!

Έβαλαν το Φρόντο να πιει ένα ποτήρι ακόμα κι έπειτα ν’ αρχίσει το τραγούδι του ξανά. Πολλοί το έλεγαν μαζί· γιατί η μουσική ήταν πολύ γνωστή και γρήγορα έπαιρναν τα λόγια. Τώρα ήταν η σειρά του Φρόντο να νιώθει ευχαριστημένος. Χοροπηδούσε πέρα δώθε στο τραπέζι· και σαν έφτασε για δεύτερη φορά στο: η αγελάδα πηδάει στο Φεγγάρι, πήδηξε στον αέρα. Παραπήδηξε ζωηρά όμως· γιατί, μπαμ, πέφτει σ’ ένα δίσκο γεμάτο ποτήρια, γλιστράει και πέφτει απ’ το τραπέζι, κρατς, μαζί με τα ποτήρια. Όλοι άνοιξαν τα στόματά τους διάπλατα για να γελάσουν και κόπηκαν στη μέση χάσκοντας αμίλητοι· γιατί ο τραγουδιστής εξαφανίστηκε. Είχε χαθεί, λες και είχε περάσει μια και κάτω απ’ το πάτωμα χωρίς ν’ αφήσει τρύπα.

Οι ντόπιοι χόμπιτ γούρλωσαν τα μάτια σαστισμένοι κι ύστερα πετάχτηκαν όρθιοι και φώναζαν τον Μπιρόχορτο. Όλοι έφυγαν από κοντά απ’ τον Πίπιν και το Σαμ, που βρέθηκαν μόνοι σε μια γωνιά, και τους κοίταζαν σκοτεινά κι όλο αμφιβολία, από μακριά. Ήταν φανερό πως πολλοί τώρα τους θεωρούσαν σαν συντρόφους κάποιου περιοδεύοντα μάγου, που οι δυνάμεις κι ο σκοπός του ήταν άγνωστοι. Μα ένας μελαψός Άνθρωπος του Μπρι, που στεκόταν και τους κοίταζε, λες κι ήξερε, με μια έκφραση μισοκοροϊδευτική, ήταν που τους έκανε να μη νιώθουν καθόλου άνετα. Σε λίγο ξεγλίστρησε απ’ την πόρτα και τον ακολούθησε ο αλλήθωρος ξένος από το νοτιά: οι δυο τους σιγοκουβέντιαζαν πολύ μαζί όλο το βράδυ. Ο Χάρι, ο φύλακας της πύλης, βγήκε κι αυτός ξοπίσω τους.

Ο Φρόντο ένιωσε γελοίος. Μην ξέροντας τι να κάνει, απομακρύνθηκε μπουσουλώντας κάτω απ’ τα τραπέζια, στη σκοτεινή γωνιά δίπλα στο Γοργοπόδαρο, που καθόταν ατάραχος χωρίς να δείχνει τις σκέψεις του. Ο Φρόντο έγειρε πίσω στον τοίχο κι έβγαλε το Δαχτυλίδι. Πώς ήρθε και βρέθηκε στο δάχτυλό του, δεν μπορούσε να το πει. Το μόνο που μπορούσε να υποθέσει ήταν πως το στριφογύριζε στην τσέπη του όσο τραγουδούσε και πως αυτό κάπως γλίστρησε στο δάχτυλό του όταν έβγαλε το χέρι του απότομα για να γλιτώσει το πέσιμο. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως το ίδιο το Δαχτυλίδι του ’χε παίξει κάποιο παιγνίδι· ίσως να ’χε προσπαθήσει να φανεροιθεί απαντώντας σε κάποια επιθυμία ή διαταγή που βρισκόταν διάχυτη στο δωμάτιο. Δεν του άρεσαν οι φάτσες των ανθρώπων που είχαν βγει έξω.

— Λοιπόν; είπε ο Γοργοπόδαρος, σαν ξαναεμφανίστηκε. Γιατί το ’κανες αυτό; Χειρότερο απ’ ό,τι θα μπορούσαν να είχαν πει οι φίλοι σου! Τώρα το έβαλες το ποδαράκι σου! Ή θα ’πρεπε να πω το δαχτυλάκι σου;

— Δεν ξέρω τι θες να πεις, είπε ο Φρόντο, ενοχλημένος και τρομαγμένος. — Μα ναι, ξέρεις και παραξέρεις, απάντησε ο Γοργοπόδαρος· μα καλά θα κάνουμε να περιμένουμε να κοπάσει η φασαρία. Τότε, αν δε σας πειράζει, κύριε Μπάγκινς, θα ’θελα να πούμε δυο κουβέντες μαζί στα ήσυχα.

— Για τι πράγμα; ρώτησε ο Φρόντο, αγνοώντας την ξαφνική χρήση του επιθέτου του.

— Για κάτι που έχει κάποια σημασία — και για τους δυο μας, απάντησε ο Γοργοπόδαρος, κοιτάζοντας το Φρόντο κατάματα. Μπορεί ν’ ακούσεις κάτι για το καλό σου.