Выбрать главу

— Πολύ καλά, είπε ο Φρόντο, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος. Θα τα πούμε αργότερα.

Στο μεταξύ κοντά στο τζάκι γινόταν ολόκληρη κουβέντα. Ο κύριος Βουτυράτος είχε έρθει μέσα πηδηχτός και τώρα προσπαθούσε ν’ ακούσει αρκετές αντιφατικές διηγήσεις του γεγονότος μαζί.

— Τον είδα, κύριε Βουτυράτε, είπε ένας χόμπιτ· ή μάλλον δεν τον είδα, αν με παρακολουθείς. Αυτός έτσι εξαφανίστηκε στον καθαρό αέρα, σαν να πούμε.

— Τι μου λες, κύριε Πικρόθαμνε! είπε ο ξενοδόχος σαστισμένος.

— Και βέβαια σ’ το λέω! απάντησε ο Πικρόθαμνος. Και το πιστεύω αυτό που λέω, μάλιστα.

— Κάπου υπάρχει κάποιο λάθος, είπε ο Βουτυράτος, κουνώντας το κεφάλι του. Δεν ήταν δα και τόσο μικρός ο κύριος Κατωλοφίτης για να εξαφανιστεί στον καθαρό αέρα· και μάλιστα σ’ αυτό το δωμάτιο που ο αέρας έχει καπνό ντουμάνι.

— Λοιπόν, πού ’ν’ τος τώρα; φώναξαν αρκετές φωνές.

— Πού να το ξέρω εγώ; Από μένα έχει την άδεια να πάει όπου θέλει, φτάνει να με πληρώσει το πρωί. Να τώρα ο κύριος Τουκ: αυτός δεν εξαφανίστηκε.

— Λοιπόν, εγώ είδα αυτό που είδα κι αυτό που δεν είδα, είπε ο Πικρόθαμνος πεισματάρικα.

— Κι εγώ λέω πως έγινε κάποιο λάθος, ξανάπε ο Βουτυράτος, σηκώνοντας το δίσκο και μαζεύοντας τα σπασμένα.

— Και βέβαια έγινε λάθος! είπε ο Φρόντο. Δεν εξαφανίστηκα. Να με! Μόλις τώρα έλεγα μερικές κουβέντες με το Γοργοπόδαρο στη γωνιά.

Βγήκε μπροστά στο φως της φωτιάς· αλλά οι περισσότεροι πισωπάτησαν ακόμα πιο ταραγμένοι από πριν. Δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένοι με την εξήγησή του πως είχε μπουσουλήσει κι είχε φύγει γρήγορα κάτω απ’ τα τραπέζια μετά το πέσιμό του. Οι περισσότεροι απ’ τους χόμπιτ και τους Ανθρώπους του Μπρι έφυγαν την ίδια ώρα θυμωμένοι, χωρίς να έχουν άλλη όρεξη για διασκέδαση εκείνο το βράδυ, Κανένας δυο έριξαν μια σκοτεινή ματιά στο Φρόντο κι έφυγαν μουρμουρίζοντας αναμεταξύ τους. Οι Νάνοι και δυο τρεις ξένοι Άνθρωποι που έμειναν ακόμα, σηκώθηκαν και καληνύχτισαν τον ξενοδόχο, μα όχι το Φρόντο και τους φίλους του. Πριν περάσει πολλή ώρα δεν είχε μείνει κανένας εκτός απ’ το Γοργοπόδαρο, που εξακολουθούσε να κάθεται απαρατήρητος κοντά στον τοίχο.

Ο κύριος Βουτυράτος δεν έδειχνε πολύ συγχυσμένος. Υπολόγιζε, πολύ πιθανά, πως το πανδοχείο του θα ξαναγέμιζε για πολλές νύχτες στο μέλλον μέχρι που το μυστήριο να συζητηθεί απ’ όλες τις πλευρές.

— Τώρα πες μου, τι πήγες κι έκανες, κύριε Κατωλοφίτη; ρώτησε. Τρόμαξες τους πελάτες μου κι έσπασες τα γυαλικά μου με τ’ ακροβατικά σου!

— Λυπάμαι πολύ που έκανα τόση φασαρία, είπε ο Φρόντο. Δεν το έκανα επίτηδες, σε βεβαιώνω. Ήταν ατύχημα.

— Εντάξει, κύριε Κατωλοφίτη! Μα αν σκοπεύεις να ξαναπέσεις ή να κάνεις ταχυδακτυλουργίες, ή ό,τι κι αν ήταν αυτό, καλά θα κάνεις να το λες στον κόσμο από πριν — και να προειδοποιείς κι εμένα. Είμαστε λιγάκι καχύποπτοι εδώ γύρω για ό,τι είναι ασυνήθιστο — αφύσικο, αν με καταλαβαίνεις· και δεν το παίρνουμε με καλό μάτι, έτσι αμέσως.

— Δε θα ξανακάνω τίποτα παρόμοιο, κύριε Βουτυράτε, σ’ το υπόσχομαι. Και τώρα νομίζω πως θα πάω για ύπνο. Θα ξεκινήσουμε νωρίς. Θα κοιτάξεις να είναι έτοιμα τα πόνυ μας στις οκτώ;

— Πολύ καλά! Μα πριν φύγεις, θα ’θελα να σου πω μια κουβέντα ιδιαιτέρως, κύριε Κατωλοφίτη. Κάτι θυμήθηκα, που πρέπει να σου πω. Ελπίζω να μην το παραξηγήσεις. Μόλις ξεμπερδέψω με κάτι δουλειές εδώ, θα ’ρθω στο δωμάτιό σου, αν θέλεις.

— Βέβαια! είπε ο Φρόντο· η καρδιά του όμως βούλιαξε. Αναρωτήθηκε πόσες ιδιαίτερες κουβέντες θα είχε να κάνει πριν πέσει για ύπνο και τι θα του αποκάλυπταν. Συνωμοτούσε όλος αυτός ο κόσμος εναντίον του; Άρχισε να υποψιάζεται ακόμα και το χοντρό πρόσωπο του γερο-Βουτυράτου πως έκρυβε σκοτεινά σχέδια.

Κεφάλαιο Χ

Ο ΓΟΡΓΟΠΟΔΑΡΟΣ

Ο Φρόντο, ο Πίπιν και ο Σαμ ξαναγύρισαν στη μικρή τραπεζαρία. Δεν είχε φως. Ο Μέρι δεν ήταν εκεί κι η φωτιά είχε χαμηλώσει. Μόνο σα φύσηξαν τη χόβολη ν’ ανάψει κι έριξαν ένα δυο δαδιά, ανακάλυψαν πως ο Γοργοπόδαρος είχε έρθει μαζί τους. Βρισκόταν εκεί καθισμένος ατάραχος σε μια καρέκλα πλάι στην πόρτα.

— Γεια σου! είπε ο Πίπιν. Ποιος είσαι και τι γυρεύεις;

— Με φωνάζουν Γοργοπόδαρο, απάντησε, και, αν και μπορεί να το έχει ξεχάσει, ο φίλος σας υποσχέθηκε να κουβεντιάσει στα ήσυχα μαζί μου.

— Είπες πως μπορεί ν’ ακούσω κάτι για το καλό μου, πιστεύω, είπε ο Φρόντο. Τι έχεις να πεις;

— Αρκετά πράγματα, απάντησε ο Γοργοπόδαρος. Αλλά, βέβαια, έχω και την τιμή μου.

— Τι θες να πεις; ρώτησε ο Φρόντο απότομα.

— Μη φοβάσαι! Θέλω απλά να πω αυτό: θα σου πω τι ξέρω και θα σου δώσω αρκετές καλές συμβουλές — αλλά θα θελήσω κάποια αμοιβή.

— Και τι αμοιβή θα ’ναι αυτή, παρακαλώ; είπε ο Φρόντο.