Τζον Ρόναλντ Ρόιελ Τόλκιν
Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών
Οι Δυο Πύργοι
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΟΜΟΥ
Αυτό είναι το δεύτερο μέρος του ΑΡΧΟΝΤΑ ΤΩΝ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΩΝ.
Το πρώτο μέρος, Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού, μας εξιστόρησε πώς ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος ανακάλυψε ότι το δαχτυλίδι που είχε στην κατοχή του ο Φρόντο ο Χόμπιτ ήταν στην πραγματικότητα το Ένα Δαχτυλίδι, ο εξουσιαστής όλων των Δαχτυλιδιών με κάποιες Δυνάμεις. Εξιστόρησε τη φυγή του Φρόντο και των συντρόφων του από το ήσυχο Σάιρ, την πατρίδα τους, κυνηγημένων απ’ τους τρομερούς Μαύρους Καβαλάρηδες της Μόρντορ, ώσπου στο τέλος, με τη βοήθεια του Άραγκορν, του Περιφερόμενου Φύλακα του Έριαντορ, έφτασαν, έπειτα από μεγάλους κινδύνους, στο Σπίτι του Έλροντ στο Σκιστό Λαγκάδι.
Εκεί έγινε το μεγάλο Συμβούλιο του Έλροντ, όπου αποφάσισαν να προσπαθήσουν να καταστρέψουν το Δαχτυλίδι και όρισαν το Φρόντο για Δαχτυλιδοκουβαλητή. Διάλεξαν και τους Συντρόφους του Δαχτυλιδιού, που θα τον βοηθούσαν στην αποστολή του: να πάει, αν μπορέσει, στο Βουνό της Φωτιάς στη Μόρντορ, στην ίδια τη χώρα του Εχθρού, γιατί μονάχα εκεί μπορούσε να καταστραφεί το Δαχτυλίδι. Σ’ αυτή τη συντροφιά ήταν ο Άραγκορν και ο Μπορομίρ, γιος του Άρχοντα της Γκόντορ, ως εκπρόσωποι των Ανθρώπων ο Γκίμλι ο γιος του Γκλόιν του Βουνού της Μοναξιάς, εκ μέρους των Νάνων ο Φρόντο με τον υπηρέτη του τον Σάμγουάιζ, και οι δυο νεαροί συγγενείς του, ο Μέριαντοκ και ο Πέρεγκριν, ως εκπρόσωποι των Χόμπιτ ο Λέγκολας, ο γιος του Ξωτικοβασιλιά του Δάσους της Σκοτεινιάς ως εκπρόσωπος των Ξωτικών και ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος.
Οι Σύντροφοι ταξίδεψαν μυστικά μακριά από το Σκιστό Λαγκάδι, προς το βοριά, ώσπου μετά την αποτυχία τους να περάσουν το ψηλό πέρασμα του Καράντρας το χειμώνα, με τον Γκάνταλφ οδηγό, πέρασαν την κρυφή πύλη και μπήκαν στα τεράστια Ορυχεία της Μόρια, αναζητώντας δρόμο στα έγκατα των βουνών. Εκεί ο Γκάνταλφ, αντιμετωπίζοντας ένα φοβερό πνεύμα του κάτω κόσμου, έπεσε σε μια βαθιά άβυσσο. Αλλά ο Άραγκορν, που τώρα αποκαλύφθηκε πως ήταν ο κρυμμένος κληρονόμος των αρχαίων Βασιλέων της Δύσης, οδήγησε την ομάδα, βγήκαν από την Ανατολική Πύλη της Μόρια, πέρασαν την Ξωτική χώρα του Λόριεν, κατέπλευσαν το Μεγάλο Ποταμό Άντουιν, ώσπου έφτασαν στους Καταρράκτες του Ράουρος. Είχαν αντιληφθεί πως το ταξίδι τους το παρακολουθούσαν κατάσκοποι και πως το Γκόλουμ, το πλάσμα που κάποτε είχε στην κατοχή του το Δαχτυλίδι κι εξακολουθούσε να το ποθεί, τους είχε πάρει από πίσω.
Τώρα βρέθηκαν στην ανάγκη ν’ αποφασίσουν αν θα έστριβαν ανατολικά για τη Μόρντορ, ή θα πήγαιναν με τον Μπορομίρ να βοηθήσουν τη Μίνας Τίριθ, την κυριότερη πόλη της Γκόντορ, στον πόλεμο που θα ξεσπούσε, ή αν θα χώριζαν. Όταν έγινε σαφές πως ο Δαχτυλιδοκουβαλητής ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει το δίχως ελπίδες ταξίδι του στη χώρα του Εχθρού, ο Μπορομίρ προσπάθησε να πάρει το Δαχτυλίδι με τη βία. Το πρώτο μέρος τελείωσε με την πτώση του Μπορομίρ στον πειρασμό του Δαχτυλιδιού· με τη διαφυγή και εξαφάνιση του Φρόντο και του υπηρέτη του Σάμγουάιζ· και το σκόρπισμα των υπολοίπων της Συντροφιάς από μία ξαφνική επίθεση στρατιωτών Ορκ, από τους οποίους μερικοί ήταν στην υπηρεσία του Μαύρου Άρχοντα της Μόρντορ και μερικοί του προδότη Σάρουμαν του Ίσενγκαρντ. Η Αποστολή του Δαχτυλιδοκουβαλητή φαινόταν κιόλας να έχει πάθει πανωλεθρία.
Το δεύτερο μέρος, Οι Δυο Πύργοι, εξιστορεί τις περιπέτειες του κάθε μέλους της Συντροφιάς, μετά τη διάλυσή της, ως τον ερχομό της μεγάλης Σκοτεινιάς και την αρχή του Πολέμου του Δαχτυλιδιού, ο οποίος εξιστορείται στο τρίτο και τελευταίο μέρος.
ΜΕΡΟΣ III
Κεφάλαιο I
Ο ΜΠΟΡΟΜΙΡ ΦΕΥΓΕΙ
Ο Άραγκορν έτρεχε ανηφορίζοντας το λόφο. Πότε πότε έσκυβε στο χώμα. Έτσι που οι χόμπιτ περπατούν ελαφρά, τ’ αποτυπώματα των ποδιών τους δεν είναι εύκολο ούτε και για έναν Περιφερόμενο Φύλακα[1] να τα διακρίνει· αλλά όχι μακριά απ’ την κορφή, ένα ρυάκι έκοβε το μονοπάτι και στη βρεγμένη γη είδε αυτό που αναζητούσε.
— Σωστά διαβάζω τα σημάδια, είπε μοναχός του. Ο Φρόντο πήγε τρέχοντας στην κορφή του λόφου. Τι να είδε εκεί άραγε; Γύρισε όμως απ’ τον ίδιο δρόμο και κατέβηκε το λόφο ξανά.
Ο Άραγκορν δίστασε. Ήθελε πολύ να πάει στην ψηλή θέση κι ο ίδιος, ελπίζοντας να δει κάτι εκεί που να τον οδηγήσει στην αβεβαιότητά του· αλλά ο χρόνος τον πίεζε. Ξαφνικά όρμησε μπροστά κι έτρεξε ως την κορφή, διέσχισε τις μεγάλες πλάκες κι ανέβηκε τη σκάλα. Έπειτα, καθισμένος στην ψηλή θέση, κοίταξε μακριά. Ο ήλιος όμως έμοιαζε σκοτεινιασμένος κι ο κόσμος θαμπός κι απόμακρος. Κοίταξε γύρω γύρω απ’ το Βοριά ως το Βοριά ξανά, μα δεν είδε τίποτα εκτός από μακρινούς λόφους· είδε μόνο ένα μεγάλο πουλί σαν αετό ψηλά στον αέρα να κατεβαίνει αργά στη γη διαγράφοντας μεγάλους κύκλους.