Το σούρουπο σταμάτησαν ξανά. Τώρα είχαν κάνει δυο φορές από δώδεκα λεύγες στα λιβάδια του Ρόαν κι ο τοίχος του Έμιν Μιούιλ χανόταν στις σκιές της Ανατολής. Το καινούριο φεγγάρι θαμπόφεγγε στο θολωμένο ουρανό, αλλά ελάχιστα φώτιζε, και τ’ αστέρια ήταν σκεπασμένα.
— Τώρα είναι που πιο πολύ δε θέλω να χάνω ούτε στιγμή για ξεκούραση, ή για οποιοδήποτε σταθμό στο κυνηγητό μας, είπε ο Λέγκολας. Οι Ορκ έχουν φύγει μπροστά τρέχοντας, λες και τους κυνηγούσαν τα μαστίγια του Σόρον. Φοβάμαι πως έχουν κιόλας φτάσει στο δάσος και στους σκοτεινούς λόφους και πως τώρα που μιλάμε αυτοί μπαίνουν κάτω απ’ τις σκιές των δέντρων.
Ο Γκίμλι έτριξε τα δόντια του:
— Πικρό τέλος κάθε ελπίδας μας και κόπου! είπε.
— Ελπίδας ίσως, αλλά όχι και κόπου, είπε ο Άραγκορν. Δε θα γυρίσουμε πίσω τώρα που φτάσαμε εδώ. Είμαι όμως κουρασμένος.
Κοίταξε πίσω το δρόμο που είχαν κάνει και τη νύχτα που έπεφτε στην Ανατολή.
— Κάτι παράξενο δουλεύει σ’ αυτή τη γη. Δεν την εμπιστεύομαι τη σιωπή. Δεν εμπιστεύομαι ούτε το χλωμό Φεγγάρι. Τ’ αστέρια είναι θαμπά· κι εγώ είμαι τόσο κουρασμένος, όσο σπάνια μου ’χει τύχει, κουρασμένος όσο κανένας Περιφερόμενος Φύλακας δε θα ’πρεπε να ’ναι, όταν έχει ολοκάθαρα ίχνη ν’ ακολουθήσει. Υπάρχει κάποια δύναμη που δίνει ταχύτητα στους εχθρούς μας και βάζει αόρατο εμπόδιο μπροστά μας: μια κούραση που είναι πιο πολύ στην καρδιά παρά στο σώμα.
— Σωστά! είπε ο Λέγκολας. Εγώ το ένιωσα απ’ την πρώτη στιγμή που κατεβήκαμε απ’ το Έμιν Μιούιλ. Γιατί η δύναμη δεν είναι πίσω μας, αλλά μπροστά μας.
Έδειξε πέρα μακριά πάνω από τη γη του Ρόαν στη Δύση που σκοτείνιαζε κάτω απ’ το δρεπάνι του φεγγαριού.
— Ο Σάρουμαν! μουρμούρισε ο Άραγκορν. Αλλά δε θα μας γυρίσει πίσω! Πρέπει να σταματήσουμε για άλλη μια φορά· γιατί, δείτε! ακόμα και το Φεγγάρι βασιλεύει πίσω από τα σύννεφα που μαζεύονται. Αλλά ο δρόμος μας βρίσκεται κατά το Βοριά, ανάμεσα σε λόφους και βάλτους σαν ξανάρθει η μέρα.
Όπως και την προηγούμενη μέρα, ο Λέγκολας ήταν πρώτος στο πόδι, αν είχε βέβαια κοιμηθεί καθόλου.
— Ξυπνήστε! Ξυπνήστε! φώναξε. Η αυγή ρόδισε. Παράξενα πράγματα μας περιμένουν στις αρχές του δάσους. Καλά ή άσχημα, δεν ξέρω· αλλά μας καλούν. Ξυπνήστε!
Οι άλλοι πετάχτηκαν πάνω και σχεδόν αμέσως ξεκίνησαν ξανά. Αργά οι μικροί λόφοι πλησίασαν. Ήταν ακόμα μια ώρα πριν το μεσημέρι σαν τους έφτασαν: πράσινες πλαγιές που κατέληγαν σε γυμνές κορυφογραμμές ταξίδευαν στη σειρά προς το Βοριά. Στα πόδια τους η γη ήταν στεγνή και το χόρτο χαμηλό, αλλά ένα μακρύ βαθούλωμα της γης, κάπου δέκα μίλια φάρδος, απλωνόταν ανάμεσα σ’ αυτούς και στο ποτάμι που κυλούσε βαθύ ανάμεσα σε θαμπές συστάδες από καλαμιές και βούρλα. Αμέσως δυτικά απ’ την πιο νότια πλαγιά υπήρχε ένας μεγάλος κύκλος που το χορτάρι είχε ξεριζωθεί και τσαλαπατηθεί από πολλά πόδια. Από κει τα ίχνη των Ορκ έφευγαν πάλι, στρίβοντας βορινά πλάι στα κατάξερα πόδια των λόφων. Ο Άραγκορν σταμάτησε κι εξέτασε τα σημάδια με προσοχή.
— Ξεκουράστηκαν εδώ για λίγο, είπε, αλλά ακόμα και τα ίχνη που φεύγουν είναι κιόλας παλιά. Φοβάμαι πως σου είπε αλήθεια η καρδιά σου, Λέγκολας: έχουν περάσει τρία δωδεκάωρα, υποθέτω, από τότε που οι Ορκ στάθηκαν εδώ που στεκόμαστε εμείς τώρα. Αν συνέχισαν με την ίδια ταχύτητα, τότε χτες το ηλιοβασίλεμα θα έφτασαν στα σύνορα του Φάνγκορν.
— Δε βλέπω τίποτα πέρα στο Βοριά ή στη Δύση, εκτός απ’ το χορτάρι που χάνεται στην καταχνιά, είπε ο Γκίμλι. Θα μπορούσαμε να δούμε το δάσος, αν σκαρφαλώναμε στους λόφους;
— Είναι ακόμα πολύ μακριά, είπε ο Άραγκορν. Αν θυμάμαι σωστά, αυτοί οι λόφοι προχωρούν οχτώ ή και περισσότερες λεύγες προς το Βοριά κι ύστερα, βορειοδυτικά ως τις πηγές του Έντγουός, υπάρχει ένας κάμπος κάπου δεκαπέντε λεύγες.
— Λοιπόν, ας προχωρήσουμε, είπε ο Γκίμλι. Τα πόδια μου πρέπει να ξεχάσουν τα μίλια. Θα ήταν πιο πρόθυμα, αν η καρδιά μου ήταν λιγότερο βαριά.
Ο ήλιος βασίλευε όταν επιτέλους έφτασαν στο τέλος της γραμμής των λόφων. Είχαν βαδίσει πολλές ώρες δίχως ανάπαυση. Τώρα προχωρούσαν αργά και η πλάτη του Γκίμλι ήταν σκυφτή. Οι Νάνοι είναι σκληροί σαν πέτρες και στους κόπους και στα ταξίδια, αλλά αυτό το ατέλειωτο κυνηγητό άρχισε να τον καταβάλει, καθώς κάθε ελπίδα έσβηνε στην καρδιά του. Ο Άραγκορν βάδιζε πίσω του σκυθρωπός και σιωπηλός κι έσκυβε πότε πότε να εξετάσει κάποιο αποτύπωμα ή σημάδι στο χώμα. Μόνο ο Λέγκολας εξακολουθούσε να πηγαίνει το ίδιο ανάλαφρα, τα πόδια του μόλις φαίνονταν να πατούν το χορτάρι, δίχως ν’ αφήνουν χνάρια καθώς περνούσε· αλλά στο ψωμί-για-το-δρόμο των Ξωτικών έβρισκε όλη τη διατροφή που χρειαζόταν και μπορούσε να κοιμηθεί, αν θα το ’λεγαν αυτό ύπνο οι Άνθρωποι, ξεκουράζοντας το μυαλό του στα παράξενα μονοπάτια των ξωτικοονείρων, ενώ περπατούσε με τα μάτια ορθάνοιχτα στο φως αυτού του κόσμου.