Выбрать главу

Ας ανεβούμε αυτόν τον πράσινο λόφο! είπε. Κουρασμένα τον ακολούθησα, σκαρφαλώνοντας τη μακριά πλαγιά, ώσπου έφτασαν στην κορφή. Ήταν ένας στρογγυλός λόφος ομαλός και γυμνός, που στεκόταν μονάχος, ο πιο βορινός απ’ όλη τη λοφοσειρά. Ο ήλιος χάθηκε και οι σκιές του βραδινού έπεσαν σαν κουρτίνες.

Ηταν ολομόναχοι σ’ έναν γκρίζο ασχημάτιστο κόσμο χωρίς σημάδι ή μι.[ρο. Μόνο μακριά στα βορειοδυτικά είχε μια μεγαλύτερη σκοτεινιά στο βάθος της μέρας που ξεψυχούσε: τα Ομιχλιασμένα Βουνά και το δάσος στα πόδια τους.

Δε βλέπουμε τίποτα εδώ για να μας οδηγήσει, είπε ο Γκίμλι. Λοιπόν, τώρα πρέπει ξανά να σταματήσουμε και να περάσουμε τη νύχτα. Επιασε κρύο!

Ο αέρας έρχεται βορινός απ’ τα χιόνια, είπε ο Άραγκορν.

Και πριν ξημερώσει θα ’ναι ανατολικός, είπε ο Λέγκολας. Αλλά, αφού πρέπει, ξεκουραστείτε. Όμως, μη χάνετε όλες σας τις ελπίδες. Το αύριο είναι άγνωστο. Συχνά η καλή ιδέα έρχεται με την ανατολή του Ήλιου.

Ο ήλιος έχει κιόλας ανατείλει τρεις φορές από τότε που αρχίσαμε το κυνηγητό μας, αλλά δε μας έφερε καμιά καλή ιδέα, είπε ο Γκίμλι.

Η νύχτα όλο και γινόταν πιο παγωμένη. Ο Άραγκορν κι ο Γκίμλι κοιμόντουσαν σπασμωδικά κι όποτε ξυπνούσαν έβλεπαν το Λέγκολας να στέκεται δίπλα τους ή να πηγαινοέρχεται σιγοτραγουδώντας στη γλώσσα του· κι όπως τραγουδούσε, τ’ άσπρα αστέρια άνθιζαν στο σκληρό μαύρο θόλο ψηλά. Έτσι πέρασε η νύχτα. Όλοι μαζί είδαν την αυγή να φωτίζει αργά τον ουρανό, που τώρα ήταν γυμνός κι ασυννέφιαστος, ώσπου τελικά βγήκε ο ήλιος. Ήταν χλωμός και καθαρός. Ο αέρας ήταν ανατολικός κι όλες οι ομίχλες είχαν τραβηχτεί μακριά· ατέλειωτοι κάμποι απλώνονταν γύρω τους θλιβεροί στο σκληρό φως.

Μπροστά τους στην Ανατολή είδαν τ’ ανεμοδαρμένα ψηλώματα του Κάμπου του Ρόαν, που τον είχαν ξαναδεί λιγάκι, μέρες πριν, απ’ το Μεγάλο Ποταμό. Βορειοδυτικά παραφύλαγε το σκοτεινό δάσος του Φάνγκορν κάπου δέκα λεύγες απόσταση άρχιζαν οι σκιερές του άκρες και οι πέρα πλαγιές του έσβηναν στη γαλάζια καταχνιά. Κι ακόμα πιο πέρα λαμπύριζε απόμακρα, λες κι έπλεε σ’ ένα γκρίζο σύννεφο, το άσπρο κεφάλι του ψηλού Μεθέντρας, της τελευταίας κορφής των Ομιχλιασμένων Βουνών. Ο Έντγουός έβγαινε από το δάσος να τους προϋπαντήσει. Το ρεύμα του τώρα ήταν γρήγορο και στενό και οι όχθες του βαθιά σκαμμένες. Τα ίχνη των Ορκ έστριβαν απ’ τους λόφους προς τα εκεί.

Ακολουθώντας με τα κοφτερά του μάτια τα ίχνη ως το ποτάμι κι ύστερα το ποτάμι ως το δάσος, ο Άραγκορν είδε μια σκιά μακριά στην πρασινάδα, μια σκοτεινή απροσδιόριστη σκιά που έτρεχε γρήγορα. Έπεσε κάτω κι αφουγκράστηκε πάλι με προσοχή. Αλλά ο Λέγκολας στάθηκε δίπλα του σκιάζοντας τα ζωηρά ξωτικο-μάτια του με το μακρύ λεπτό του χέρι· κι αυτός δεν είδε μια απροσδιόριστη σκιά, αλλά τις μικρές σιλουέτες καβαλάρηδων, πολλών καβαλάρηδων, και το πρωινό φως που γυάλιζε στις άκρες των κονταριών τους έμοιαζε με το τρεμόσβημα μικρών αστεριών πέρα από κει που βλέπουν τα μάτια των ανθρώπων. Πίσω μακριά τους μαύρος καπνός ανέβαζε ψιλές, στριφτές κλωστές.

Στ’ άδεια λιβάδια επικρατούσε ησυχία κι ο Γκίμλι μπορούσε ν’ ακούσει τον άνεμο να περνάει μες στα χόρτα.

— Καβαλάρηδες! φώναξε ο Άραγκορν, πηδώντας όρθιος. Πολλοί καβαλάρηδες με γρήγορα άτια έρχονται κατά δω!

— Ναι, είπε ο Λέγκολας, είναι εκατόν πέντε. Τα μαλλιά τους είναι κίτρινα και τα κοντάρια τους λάμπουν. Ο αρχηγός τους είναι πολύ ψηλός.

Ο Άραγκορν χαμογέλασε.

— Τα μάτια των Ξωτικών είναι κοφτερά, είπε.

— Όχι! Αλλά οι καβαλάρηδες δεν απέχουν πάνω από πέντε λεύγες, είπε ο Λέγκολας.

— Πέντε λεύγες ή μία, είπε ο Γκίμλι, δεν μπορούμε να τους ξεφύγουμε σ’ αυτόν το γυμνό τόπο. Θα τους περιμένουμε δω ή θα προχωρήσουμε στο δρόμο μας;

— Θα περιμένουμε, είπε ο Άραγκορν. Είμαι κουρασμένος και το κυνηγητό μας έχει αποτύχει. Ή τουλάχιστον άλλοι μας πρόλαβαν γιατί αυτοί οι καβαλάρηδες έρχονται από κει που πέρασαν οι Ορκ. Ίσως μας δώσουν νέα.