— Ή κονταριές, είπε ο Γκίμλι.
— Έχει τρεις άδειες σέλες, αλλά χόμπιτ δε βλέπω, είπε ο Λέγκολας.
— Δεν είπα πως θ’ ακούσουμε καλά νέα, είπε ο Άραγκορν. Αλλά, καλά ή άσχημα, εδώ θα περιμένουμε.
Οι τρεις σύντροφοι τώρα άφησαν την κορφή του λόφου, όπου ήταν εύκολο σημάδι στο βάθος του χλωμού ουρανού, και αργά κατέβηκαν τη βορινή πλαγιά. Λίγο ψηλότερα απ’ τους πρόποδες του λόφου σταμάτησαν και, τυλίγοντας γύρω τους τούς μανδύες τους, κάθισαν μαζεμένοι κοντά κοντά στο κιτρινισμένο χορτάρι. Η ώρα περνούσε αργά και βαριά. Ο άνεμος ήταν ψιλός και ψαχουλευτός. Ο Γκίμλι ήταν ανήσυχος.
— Τι ξέρεις γι’ αυτούς τους καβαλάρηδες, Άραγκορν; είπε. Καθόμαστε εδώ και περιμένουμε να βρούμε ξαφνικό θάνατο;
Έχω βρεθεί ανάμεσά τους, απάντησε ο Άραγκορν. Είναι περήφανοι και ισχύρογνώμονές, αλλά είναι πιστοί και γενναιόδωροι και στις σκέψεις και στα έργα τους· γενναίοι, αλλά όχι απάνθρωποι· γνωστικοί, αλλά αμόρφωτοι· δε γράφουν βιβλία, αλλά τραγουδούν πολλά τραγούδια, όπως τα παιδιά των Ανθρώπων πριν τα Σκοτεινά Χρόνια. Αλλά δεν ξέρω τι έχει γίνει τώρα τελευταία εδώ, ούτε με ποιανού το μέρος μπορεί να είναι τώρα οι Ροχίριμ, τώρα που βρίσκονται ανάμεσα στον προδότη Σάρουμαν και στην απειλή του Σόρον. Είναι από χρόνια πολλά φίλοι της Γκόντορ, αν και δε συγγενεύουν. Στα παλιά ξεχασμένα χρόνια ο Έορλ ο Νεαρός[2] τούς έφερε δω απ’ το Βοριά και συγγνεύουν περισσότερο με τους Μπάρντινγκ του Ντέηλ και με τους Αρκίδες του Δάσους, που ανάμεσά τους μπορεί ακόμα κανείς να δει πολλούς άντρες ψηλούς και ξανθούς, σαν τους Καβαλάρηδες του Ρόαν. Τουλάχιστο δεν αγαπούν τους Ορκ.
Ο Γκάνταλφ όμως μίλησε για κάποια φήμη ότι πληρώνουν φόρο αποτέλειας στη Μόρντορ, είπε ο Γκίμλι.
Εγώ το πιστεύω αυτό, όσο κι ο Μπορομίρ, απάντησε ο Άραγκορν.
Γρήγορα θα μάθεις την αλήθεια, είπε ο Λέγκολας. Φτάνουν κιόλας.
Τέλος, ακόμα κι ο Γκίμλι μπορούσε ν’ ακούσει το μακρινό χτύπο απ’ τις οπλές που κάλπαζαν. Οι καβαλάρηδες, ακολουθώντας τα ίχνη, είχαν αφήσει το ποτάμι και πλησίαζαν τους λόφους. Κάλπαζαν σαν τον άνεμο.
Τώρα καθάριες δυνατές φωνές αντηχούσαν στα λιβάδια. Ξαφνικά έφτασαν βροντεροί κι ο πρώτος καβαλάρης έστριψε, περνώντας απ’ τους πρόποδες του λόφου, οδηγώντας την ίλη νότια, παράλληλα με τις δυτικές πλαγιές των λόφων. Πίσω του κάλπαζαν αρματωμένοι άντρες σε μια μακριά γραμμή, γρήγοροι, αστραφτεροί, άγριοι κι ωραίοι στην όψη.
Τ’ άλογά τους ήταν μεγαλόσωμα, δυνατά και γεροδεμένα· το γκρίζο τους τρίχωμα γυάλιζε, οι μακριές ουρές τους ανέμιζαν και η χαίτη τους ήταν πλεγμένη στον περήφανο λαιμό τους. Οι Άνθρωποι που τα ίππευαν τους ταίριαζαν: ψηλοί, με μακριά χέρια και πόδια· τα μαλλιά τους, κίτρινα σαν το λινάρι, ξεχύνονταν κάτω απ’ τα ελαφρά τους κράνη κι ανέμιζαν σε μακριές κοτσίδες πίσω τους· τα πρόσωπά τους ήταν αυστηρά κι έξυπνα. Στα χέρια τους είχαν μακριά φράξινα κοντάρια, απ’ τις πλάτες χους κρέμονταν ζωγραφισμένες ασπίδες, μακριά σπαθιά ήταν στις ζώνες τους και η αλυσιδωτή αρματωσιά τους κατέβαινε ως τα γόνατά τους.
Κάλπαζαν δυο δυο και, αν και πότε πότε σηκωνόταν κάποιος στους αναβατήρες του και κοίταζε μπροστά και στα πλάγια, όμως φαινόταν πως δεν είχαν πάρει είδηση τους τρεις ξένους που κάθονταν σιωπηλοί και τους παρακολουθούσαν. Η ίλη είχε σχεδόν περάσει, όταν ξαφνικά ο Άραγκορν σηκώθηκε και φώναξε δυνατά:
— Τι νέα απ’ το Βοριά, Καβαλάρηδες του Ρόαν;
Μ’ εκπληκτική ταχύτητα και δεξιοσύνη σταμάτησαν τ’ άλογά τους, έστριψαν και γύρισαν ορμητικά πίσω. Σε λίγο οι τρεις σύντροφοι βρέθηκαν σ’ έναν κλοιό από καβαλάρηδες που έτρεχαν κυκλικά, ανέβαιναν την πλαγιά του λόφου πίσω τους, την κατέβαιναν γύρω γύρω κι όλο πλησίαζαν. Ο Άραγκορν στεκόταν σιωπηλός και οι άλλοι δυο κάθονταν δίχως να κουνιούνται κι αναρωτιόντουσαν τι εξέλιξη θα ’παιρναν τα πράγματα.
Χωρίς λέξη ή φωνή, ξαφνικά οι Καβαλάρηδες σταμάτησαν. Ένα δάσος κοντάρια σημάδευε τους ξένους και μερικοί καβαλάρηδες είχαν τόξα στο χέρι και τα βέλη ήταν κιόλας πάνω στις χορδές. Ύστερα ένας απ’ αυτούς, ένας ψηλός άντρας, ψηλότερος απ’ όλους, προχώρησε μπροστά. Απ’ την περικεφαλαία του ανέμιζε μια άσπρη αλογοουρά. Προχώρησε, ώσπου η μύτη του κονταριού του βρέθηκε ένα πόδι απόσταση απ’ το στήθος του Άραγκορν. Ο Άραγκορν δεν κουνήθηκε.
— Ποιος είσαι και τι γυρεύεις σ’ αυτή τη γη; είπε ο Καβαλάρης, χρησιμοποιώντας την Κοινή Γλώσσα της Δύσης, με τον τρόπο και τον τόνο που μιλούσε ο Μπορομίρ της Γκόντορ.
— Με φωνάζουν Γοργοπόδαρο, απάντησε ο Άραγκορν. Έχω έρθει απ’ το Βοριά και κυνηγάω Ορκ.
Ο Καβαλάρης πήδησε απ’ τ’ άλογό του. Δίνοντας το δόρυ του σε κάποιον άλλον, που είχε πλησιάσει κι είχε ξεπεζέψει στο πλευρό του, τράβηξε το σπαθί του και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Άραγκορν, εξετάζοντάς τον προσεκτικά κι όχι δίχως απορία. Τέλος ξαναμίλησε:
2
Πήρε την επονομασία Νεαρός γιατί ανέβηκε στο θρόνο σε νεαρή ηλικία και διατήρησε τα ξανθά μαλλιά του σε όλη του τη ζωή.