— Στην αρχή σας πέρασα για Ορκ, είπε· αλλά τώρα βλέπω πως δεν είναι έτσι. Και, μα την αλήθεια, θα πρέπει να ξέρετε πολύ λίγο τους Ορκ, αν τους κυνηγάτε έτσι. Ήταν γρήγοροι και καλά οπλισμένοι, κι ήταν πολλοί. Από κυνηγοί θα γινόσασταν κυνήγι, αν τους προλαβαίνατε. Αλλά υπάρχει κάτι παράξενο σ’ εσένα, Γοργοπόδαρε.
Γύρισε τα καθαρά ζωηρά του μάτια ξανά πάνω στον Περιφερόμενο Φύλακα κι είπε:
— Αυτό το όνομα που δίνεις δεν είναι όνομα για Άνθρωπο. Και τα ρούχα σας είναι κι αυτά παράξενα. Ξεφυτρώσατε απ’ το χορτάρι; Πώς δε σας είδαμε. Είστε Ξωτικά;
— Όχι, είπε ο Άραγκορν. Μόνον ένας από μας είναι Ξωτικό, ο Λέγκολας, απ’ το Δασωμένο Βασίλειο του μακρινού Δάσους της Σκοτεινιάς. Αλλά έχουμε περάσει απ’ το Λοθλόριεν και φέρνουμε μαζί μας τα δώρα και την εύνοια της Κυράς.
Ο Καβαλάρης τούς κοίταξε με ακόμα μεγαλύτερη απορία, αλλά τα μάτια του σκλήρυναν.
— Ώστε υπάρχει κάποια Κυρά στο Χρυσαφένιο Δάσος, όπως λένε οι καλιές ιστορίες! είπε. Λένε πως λίγοι γλιτώνουν απ’ τα δίχτυα της. Παράξενες οι μέρες αυτές! Αλλά αν έχετε την εύνοιά της, τότε ίσως κι εσείς να πλέκετε δίχτυα και να κάνετε μάγια.
Ξαφνικά γύρισε την παγωμένη του ματιά πάνω στο Λέγκολας και οτον Γκίμλι.
— Γιατί δε μιλάτε εσείς, οι σιωπηλοί; τους ρώτησε.
Ο Γκίμλι σηκώθηκε και στάθηκε με τα πόδια του ανοιχτά: το χέρι του έσφιγγε τη λαβή του τσεκουριού του και τα μαύρα του μάτια άστραφταν.
— Δώσ’ μου τ’ όνομά σου, αφέντη-καβαλάρη, και θα σου δώσω το δικό μου· και κάτι παραπάνω, είπε.
— Κανονικά, είπε ο Καβαλάρης, κοιτάζοντας από ψηλά το Νάνο, ο ξένος πρέπει να πει ποιος είναι πρώτος. Πάντως ονομάζομαι Έομερ γιος του Έομουντ κι έχω τον τίτλο του Τρίτου Στρατάρχη του Ρίντερμαρκ.
— Τότε, Έομερ γιε του Έομουντ, Τρίτε Στρατάρχη του Ρίντερμαρκ, να επιτρέψεις στον Γκίμλι, το γιο του Νάνου Γκλόιν, να σε προειδοποιήσει για τ’ απερίσκεπτα λόγια σου. Μιλάς άσχημα για κάτι που είναι ωραίο πέρα απ’ ό,τι μπορείς να φανταστείς και η μόνη σου δικαιολογία είναι το λίγο μυαλό!
Τα μάτια του Έομερ άναψαν και οι Άντρες του Ρόαν μουρμούρισαν θυμωμένα και προχώρησαν προτείνοντας τα κοντάρια τους.
— Θα σου ’κοβα το κεφάλι πέρα για πέρα, μαζί με τη γενειάδα σου, Κύριε Νάνε, αν ήταν λίγο ψηλότερα απ’ τη γη, είπε ο Έομερ.
— Δε στέκεται μονάχος του, είπε ο Λέγκολας, λυγίζοντας το τόξο του και βάζοντάς του ένα βέλος με χέρια που κουνήθηκαν, ώσπου ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια. Θα πέθαινες πριν τον χτυπήσεις.
Ο Έομερ σήκωσε το σπαθί του και η κατάσταση θα μπορούσε να είχε χειροτερέψει, αλλά ο Άραγκορν πετάχτηκε ανάμεσά τους και σήκωσε το χέρι του.
— Συγγνώμη, Έομερ! φώναξε. Όταν μάθεις περισσότερα, θα καταλάβεις γιατί θύμωσες τους συντρόφους μου. Δε θέλουμε το κακό του Ρόαν ούτε κανενός απ’ το λαό του, ανθρώπου ή αλόγου. Δε θ’ ακούσεις πρώτα την ιστορία μας, πριν χτυπήσεις;
— Ναι, είπε ο Έομερ, χαμηλώνοντας το λεπίδι του. Αλλά όσοι πλανιούνται στο Ρίντερμαρκ καλά θα κάνουν να ’ναι λιγότερο περήφανοι τούτο τον καιρό της αμφιβολίας. Και πρώτα πρώτα πες μου το σωστό σου όνομα.
— Πρώτα πες μου εσύ ποιον υπηρετείς, είπε ο Άραγκορν. Είσαι φίλος ή εχθρός του Σόρον, του Μαύρου Άρχοντα της Μόρντορ;
— Υπηρετώ μόνον τον Άρχοντα του Μαρκ, το Βασιλιά Θέοντεν γιο του Θένγκελ, απάντησε ο Έομερ. Δεν υπηρετούμε τη Δύναμη της Μαύρης Γης μακριά, αλλά ούτε κι έχουμε ακόμα ανοιχτό πόλεμο μαζί του· κι αν τρέχετε να του ξεφύγετε, τότε καλά θα κάνετε να βγείτε απ’ αυτή τη χώρα. Έχουμε φασαρίες τώρα σ’ όλα μας τα σύνορα και μας απειλούν αλλά εμείς το μόνο που θέλουμε είναι να είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε όπως ζούμε ως τώρα, διαφεντεύοντας τα δικά μας και χωρίς να υπηρετούμε κανέναν ξένο αφέντη, είτε καλό είτε κακό. Τότε που οι μέρες ήταν πιο ειρηνικές, καλωσορίζαμε τους ξένους καλύτερα, αλλά αυτόν τον καιρό ο απρόσκλητος ξένος μάς βρίσκει βιαστικούς και σκληρούς. Εμπρός! Ποιος είσαι; Εσύ ποιον υπηρετείς; Και με τίνος διαταγή κυνηγάς Ορκ στη γη μας;
— Δεν υπηρετώ κανέναν, είπε ο Άραγκορν αλλά κυνηγάω τους υπηρέτες του Σόρον σ’ όποια γη κι αν πάνε. Ανάμεσα στους θνητούς Ανθρώπους ελάχιστοι υπάρχουν που ξέρουν πιο πολλά για τους Ορκ· και δεν τους κυνηγάω μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί έτσι το διάλεξα. Οι Ορκ που κυνηγούσαμε αιχμαλώτισαν δυο από τους φίλους μου. Όταν κάποιος βρεθεί σε τέτοια ανάγκη και δεν έχει άλογο, πάει και με χα πόδια και δε ζητάει άδεια ν’ ακολουθήσει τα ίχνη. Ούτε μετράει τα κεφάλια του εχθρού, παρά μόνο με το σπαθί του. Δεν είμαι άοπλος.