Ο Άραγκορν έριξε πίσω το μανδύα του. Το ξωτικοθηκάρι γυάλισε καθώς τ’ άρπαξε κι η λαμπερή λάμα του Αντούριλ άστραψε σαν ξαφνική φλόγα καθώς την τράβηξε έξω.
— Έλεντιλ! φώναξε. Είμαι ο Άραγκορν γιος του Άραθορν και με φωνάζουν Ελέσαρ, Λιθούχο, Ντούνανταν, ο κληρονόμος του Ισίλντουρ γιου του Έλεντιλ της Γκόντορ. Αυτό είναι το Σπαθί που ήταν Σπασμένο κι έχει ξαναφτιαχτεί! Θα με βοηθήσεις ή θα μ’ εμποδίσεις; Διάλεξε γρήγορα!
Ο Γκίμλι κι ο Λέγκολας κοίταξαν απορημένοι το σύντροφό τους, γιατί δεν τον είχαν ξαναδεί με τέτοια διάθεση. Φαινόταν να έχει ψηλώσει, ενώ ο Έομερ είχε μαζέψει· και στο ζωντανό του πρόσωπο είδαν ένα σύντομο όραμα της δύναμης και του μεγαλείου των πέτρινων βασιλιάδων. Για μια στιγμή στα μάτια του Λέγκολας φάνηκε πως μια άσπρη φλόγα τρεμόπαιζε στο μέτωπο του Άραγκορν, σαν αστραφτερή κορόνα.
Ο Έομερ έκανε ένα βήμα πίσω και η όψη του πήρε μια έκφραση φόβου. Χαμήλωσε την περήφανη ματιά του.
Αυτές οι μέρες είναι στ’ αλήθεια παράξενες, μουρμούρισε. Τα όνειρα κι οι παραδόσεις πετάγονται ζωντανεμένες μέσ’ απ’ το χορτάρι. Πες μου, άρχοντα, είπε, τι σε φέρνει εδώ; Και τι σημαίνουν οι σκοτεινές λέξεις; Ο Μπορομίρ ο γιος του Μένεθορ λείπει πολύν καιρό, αναζητώντας εξήγηση και το άλογο που του δανείσαμε γύρισε πίσω δίχως αναβάτη. Ποια μοίρα σε φέρνει απ’ το Βοριά;
— Η μοίρα που έχω εγώ διαλέξει, είπε ο Άραγκορν. Αυτό να πεις στο Θέοντεν γιο του Θένγκελ: μπροστά του βρίσκεται πόλεμος, ή με το Σόρον ή ενάντιά του. Κανείς δεν μπορεί τώρα να ζήσει όπως ζούσε, κι ελάχιστοι θα κρατήσουν αυτά που λένε δικά τους. Αλλά θα μιλήσουμε αργότερα γι’ αυτές τις μεγάλες υποθέσεις. Αν το επιτρέψει η τύχη, θα έρθω προσωπικά στο βασιλιά. Τώρα βρίσκομαι σε μεγάλη ανάγκη και ζητάω βοήθεια ή τουλάχιστον πληροφορίες. Άκουσες πως κυνηγάμε μια ομάδα Ορκ που μας πήρε τους φίλους μας. Τι έχεις να πέις;
— Πως δε χρειάζεται να τους κυνηγήσετε πιο πέρα, είπε ο Έομερ. Οι Ορκ έχουν αφανιστεί.
— Και οι φίλοι μας;
— Δε βρήκαμε κανέναν άλλον εκτός από Ορκ.
— Είναι όμως πολύ παράξενο, είπε ο Άραγκορν. Ψάξατε ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είχε άλλα πτώματα εκτός από Ορκ; Θα ήταν μικρά, παιδιά στα μάτια σας, ξυπόλητα αλλά ντυμένα στα γκρίζα.
— Δεν υπήρχαν ούτε νάνοι ούτε παιδιά, είπε ο Έομερ. Μετρήσαμε όλους τους νεκρούς και τους πήραμε τα όπλα κι ύστερα κάναμε σωρό τα πτώματα και τα κάψαμε, σύμφωνα με το έθιμό μας. Οι στάχτες καπνίζουν ακόμα.
— Δε μιλάμε ούτε για νάνους ούτε για παιδιά, είπε ο Γκίμλι. Οι φίλοι μας ήταν χόμπιτ.
Χόμπιτ; είπε ο Έομερ. Δηλαδή τι ήταν αυτοί; Η ονομασία μάς είναι άγνωστη.
— Είναι παράξενη ονομασία παράξενων πλασμάτων, είπε ο Γκίμλι. Αλλά μας ήταν πολύ αγαπητοί. Φαίνεται πως μάθατε στο Ρόαν τα λόγια που έβαλαν σ’ ανησυχία τη Μίνας Τίριθ. Έλεγαν γι’ Ανθρωπάκια. Λυτοί οι χόμπιτ είναι τ’ Ανθρωπάκια.
Ανθρωπάκια! γέλασε ο Καβαλάρης που στεκόταν πλάι στον Έομερ. Ανθρωπάκια! Μα αυτά είναι ένας μικροσκοπικός λαός στα παλιά τραγούδια και στα παιδικά παραμύθια απ’ το Βοριά. Ζούμε στα παραμύθια ή στην πράσινη γη μέρα μεσημέρι;
Γίνονται και τα δύο, είπε ο Άραγκορν. Γιατί όχι εμείς, αλλά αυτοί που έρχονται μετά από μας θα φτιάξουν τους θρύλους της εποχής μας.
Λες η πράσινη γη; Μ’ αυτό είναι μεγάλο θέμα για θρύλο, αν και την πατάς μέρα μεσημέρι!
— Η ώρα περνάει, είπε ο Καβαλάρης, αδιαφορώντας για τον Άραγκορν. Πρέπει να βιαστούμε για το Νοτιά, άρχοντα. Ας αφήσουμε αυτούς τους άγριους στις φαντασιοπληξίες τους. Ή ας τους δέσουμε να τους πάμε στο βασιλιά.
— Ηρέμησε, Έοθεν! είπε ο Έομερ στη δική του γλώσσα. Άσε με για λίγο. Πες στην éored να συνταχθούν στο δρόμο και να ετοιμαστούν για το Έντγουέιντ.
Μουρμουρίζοντας ο Έοθεν απομακρύνθηκε και μίλησε στους άλλους. Γρήγορα αποσύρθηκαν κι άφησαν τον Έομερ μόνο του με τους τρεις συντρόφους.
— Όλα όσα λες είναι παράξενα, Άραγκορν, είπε. Όμως, λες την αλήθεια, αυτό είναι φανερό: οι Άντρες του Μαρκ δε λένε ψέματα και γι’ αυτό δεν τους ξεγελάς εύκολα. Αλλά δεν τα είπες όλα. Δε θα μιλήσεις τώρα με περισσότερες λεπτομέρειες για την αποστολή σου, ώστε να κρίνω τι πρέπει να κάνω;
— Ξεκίνησα απ’ το Ίμλαντρις, όπως λέει και το ποίημα, πριν πολλές εβδομάδες, απάντησε ο Άραγκορν. Μαζί μου ήταν κι ο Μπορομίρ από τη Μίνας Τίριθ. Η αποστολή μου ήταν να πάω σ’ εκείνη την πόλη με το γιο του Μένεθορ, να βοηθήσω το λαό του στον πόλεμο ενάντια στο Σόρον. Αλλά η Ομάδα που μαζί της ταξίδευα είχε άλλη δουλειά. Γι’ αυτή δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος ήταν ο αρχηγός μας.
— Ο Γκάνταλφ! ξεφώνισε ο Έομερ. Ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος είναι γνωστός στο Μαρκ· αλλά το όνομά του, σε προειδοποιώ, δεν εξασφαλίζει πια την εύνοια του βασιλιά. Πολλές φορές φιλοξενήθηκε στη γη μας, απ’ όσο θυμούνται οι άνθρωποι, κι ερχόταν όποτε ήθελε, συχνά ή αραιά. Αναγγέλλει πάντα παράξενα γεγονότα: μερικοί τώρα λένε πως φέρνει το κακό.