Выбрать главу

»Και είναι δύσκολο ν’ αντιμετωπίσουμε τέτοιον εχθρό: είναι μάγος, παμπόνηρος και πολυμήχανος, με πολλές όψεις. Πηγαίνει εδώ κι εκεί, λένε, σαν γεράκος με μανδύα και κουκούλα, ίδιος ο Γκάνταλφ, όπως πολλοί τώρα θυμούνται. Οι κατάσκοποι του ξεγλιστρούν μέσα από κάθε δίχτυ και τα κακορίζικα πουλιά του βγήκαν πάλι στον ουρανό. Δεν ξέρω πού θα καταλήξουν τα πράγματα κι η καρδιά μου είναι ανήσυχη· γιατί μου φαίνεται πως οι φίλοι του δε βρίσκονται όλοι στο Ίσενγκαρντ. Αλλά αν έρθεις στο παλάτι του βασιλιά, θα τα δεις κι από μόνος σου. Δε θα έρθεις; Μάταια ελπίζω πως ήρθες για να μου δώσεις βοήθεια στην αμφιβολία και στην ανάγκη μου;

— Θα έρθω όταν μπορώ, είπε ο Άραγκορν.

—  Έλα τώρα! είπε ο Έομερ. Ο Κληρονόμος του Έλεντιλ θα έδινε στ’ αλήθεια δύναμη στους Γιους του Έορλ σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, Γίνονται μάχες ακόμα και τώρα στο Δυτικό Έμνετ και φοβάμαι πως ίσως τα πράγματα δεν πάνε καλά.

»Και μάλιστα ήρθα στο βοριά χωρίς την άδεια του βασιλιά, γιατί όταν λείπω το παλάτι του μένει με πολύ λίγη φρουρά. Αλλά ανιχνευτές με ειδοποίησαν για το λόχο των Ορκ που ερχόταν απ’ τον Ανατολικό Τοίχο πριν τρεις νύχτες και μου είπαν πως μερικοί φορούσαν τ’ άσπρα εμβλήματα του Σάρουμαν. Έτσι, επειδή υποψιαζόμουν αυτό που φοβάμαι πιο πολύ, δηλαδή τη συμμαχία ανάμεσα στο Όρθανκ και στο Μαύρο Πύργο, ξεκίνησα επικεφαλής της δικής μου éored, ανθρώπων του δικού μου οίκου· και προλάβαμε τους Ορκ το βράδυ, δυο μέρες πριν, κοντά στα σύνορα του Δάσους των Εντ. Εκεί τους κυκλώσαμε και δώσαμε μάχη χτες την αυγή. Έχασα δεκαπέντε απ’ τους άντρες μου και δώδεκα άλογα, αλίμονο! Γιατί οι Ορκ ήταν περισσότεροι απ’ ό,τι τους υπολογίσαμε. Κι ήρθαν κι άλλοι απ’ την Ανατολή περνώντας το Μεγάλο Ποταμό: τα ίχνη τους φαίνονται ολοκάθαρα λίγο πιο βορινά από δω. Κι ήρθαν κι άλλοι απ’ το δάσος. Μεγαλόσωμοι Ορκ που φορούσαν κι αυτοί το Άσπρο Χέρι του Ίσενγκαρντ: αυτό το είδος είναι πιο δυνατοί και πιο άγριοι απ’ όλους τους άλλους.

»Πάντως τους εξολοθρεύσαμε. Αλλά έχουμε λείψει για πάρα πολύν καιρό. Μας χρειάζονται στο νοτιά και στη δύση. Δε θα ’ρθείτε; Καθώς βλέπετε, μας περισσεύουν άλογα. Έχει δουλειά για το Σπαθί. Ναι, και θα βρίσκαμε δουλειά για το τσεκούρι του Γκίμλι και το τόξο του Λέγκολας, αν θα μου συγχωρέσουν τα απερίσκεπτά μου λόγια για την Κυρά του Δάσους. Μίλησα μόνον όπως όλοι μιλούν στη χώρα μου και πολύ ευχαρίστως θα μάθαινα κάτι σωστότερο.

Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, είπε ο Άραγκορν, κι η καρδιά μου ποθεί να έρθω μαζί σου· αλλά δεν μπορώ να εγκαταλείψω τους φίλους μου όσο υπάρχει ελπίδα.

Λεν υπάρχει ελπίδα, είπε ο Έομερ. Δε θα βρεις τους φίλους σου στα Βορινά σύνορα.

Οι φίλοι μου όμως δεν είναι πίσω. Βρήκαμε ένα καθαρό σημάδι, όχι μακριά απ’ τον Ανατολικό Τοίχο, πως τουλάχιστον ο ένας τους ήταν ακόμα ζωντανός εκεί. Αλλά ανάμεσα απ’ τον Τοίχο και τους λόφους δε βρήκαμε άλλο σημάδι τους και τα ίχνη πάνε όλα μαζί, δεν έχουν ξεφύγει δεξιά ή αριστερά, εκτός και μ’ έχει εγκαταλείψει όλη μου η τέχνη.

— Τότε, τι λες να ’γιναν;

Λεν ξέρω. Μπορεί να σκοτώθηκαν και να κάηκαν μαζί με τους Ορκ· αλλά εσύ λες πως αποκλείεται κι έτσι δεν το φοβάμαι. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι τους μεταφέρανε στο δάσος πριν τη μάχη, ίσως και πριν ακόμα να τους περικυκλώσετε. Παίρνεις όρκο πως κανείς δεν ξέφυγε τον κλοιό σας έτσι;

— Θα μπορούσα να ορκιστώ πως κανένας Ορκ δεν ξέφυγε απ’ τη στιγμή που τους εντοπίσαμε, είπε ο Έομερ. Φτάσαμε στα σύνορα του δάσους πριν απ’ αυτούς κι αν ύστερα απ’ αυτό κάποιο πλάσμα ζωντανό κατάφερε να περάσει τον κλοιό μας. τότε αποκλείεται να ήταν Ορκ κι είχε σίγουρα κάποια ξωτική δύναμη.

— Οι φίλοι μας ήταν ντυμένοι σαν κι εμάς. είπε ο Άραγκορν κι εμάς μας προσπεράσατε κι ήταν μέρα μεσημέρι.

— Το ’χα ξεχάσει αυτό, είπε ο Έομερ. Δύσκολο να είναι κανείς σίγουρος ανάμεσα σε τόσα θαύματα. Όλος ο κόσμος έχει γίνει παράξενος. Ξωτικό και Νάνος περπατούν μαζί στα χωράφια μας· κι άλλοι μιλούν με την Κυρά του Δάσους κι είναι ακόμα ζωντανοί· και γυρίζει στον πόλεμο το Σπαθί, που ήταν σπασμένο αιώνες πριν, προτού οι πατέρες των πατέρων μας να φτάσουν στο Μαρκ! Πώς να κρίνει κανείς τι να κάνει σε τέτοιες περιστάσεις;

—  Όπως έκρινε πάντα, είπε ο Άραγκορν. Το Καλό και το Κακό δεν έχουν αλλάξει από πέρσι μέχρι φέτος· ούτε είναι διαφορετικά για τα Ξωτικά και τους Νάνους κι αλλιώτικα για τους Ανθρώπους. Κι ο κάθε άνθρωπος έχει καθήκον να τα ξεχωρίζει, όσο στο σπίτι του, τόσο και στο Χρυσαφένιο Δάσος.

— Πολύ σωστά, είπε ο Έομερ. Αλλά εγώ δεν αμφιβάλλω για σένα ούτε για την απόφαση που θα πάρει η καρδιά μου. Όμως, δεν είμαι ελεύθερος να τα κάνω όλα όπως θα ’θελα. Είναι αντίθετο με το νόμο μας ν’ αφήνουμε ξένους να πλανιούνται ελεύθερα στη χώρα μας, ώσπου να τους δώσει άδεια ο ίδιος ο βασιλιάς, κι αυτή η διαταγή εφαρμόζεται πιο αυστηρά αυτές τις επικίνδυνες μέρες. Σε παρακάλεσα να γυρίσεις πίσω μαζί μας με τη θέλησή σου κι εσύ δε θέλεις. Κι εγώ δεν έχω διάθεση να επιτεθούμε εκατό εμείς σε σας τους τρεις.