Выбрать главу

— Δε νομίζω πως ο νόμος σας έγινε για μια τέτοια περίπτωση, είπε ο Άραγκορν. Και δεν είμαι καθόλου ξένος· γιατί έχω ξανάρθει σ’ αυτή τη χώρα και παλιότερα, πάνω από μία φορά, κι έχω πολεμήσει με τους λόχους των Ροχίριμ, αν και τότε είχα άλλο όνομα κι άλλη μεταμφίεση. Εσένα δε σ’ έχω ξαναδεί, γιατί είσαι νέος. αλλά έχω μιλήσει με τον Έομουντ τον πατέρα σου και με το Θέοντεν το γιο του Θένγκελ. Ποτέ τον παλιότερο καιρό κανένας μεγάλος άρχοντας αυτής της χώρας δε θ’ ανάγκαζε κάποιον να εγκαταλείψει αποστολή σαν τη δική μου. Το καθήκον μου είναι τουλάχιστον ολοφάνερο, πρέπει να συνεχίσω. Έλα, γιε του Έομουντ, πρέπει τώρα να διαλέξεις. Βοήθησέ μας ή τουλάχιστον άσε μας να φύγουμε ελεύθεροι. Ή προσπάθησε να εφαρμόσεις το νόμο σας. Αλλά αν το κάνεις, θα γυρίσουν στον πόλεμο και στο βασιλιά σας λιγότεροι.

Ο Έομερ στάθηκε σιωπηλός για μια στιγμή, ύστερα μίλησε:

— Και οι δυο μας Βιαζόμαστε, είπε. Η ομάδα μου αδημονεί να φύγουμε και κάθε ώρα που περνάει λιγοστεύει την ελπίδα σου. Να η εκλογή μου. Μπορείτε να φύγετε· και μάλιστα θα σας δανείσω άλογα. Ζητώ όμως μόνο αυτό: όταν πετύχετε στην αποστολή σας ή αν αποδειχτεί μάταιη, γυρίστε με τα άλογα απ’ το Έντγουέιντ στο Μέντουσελντ, στο ψηλό σπίτι στο Έντορας που μένει τώρα ο Θέοντεν. Έτσι θα του αποδείξετε πως δεν έκανα λάθος στην απόφαση μου. Εμπιστεύομαι έτσι τον εαυτό μου, ίσως και την ίδια μου τη ζωή, στην καλή σας πίστη. Μη με βγάλετε ψεύτη.

— Όχι, είπε ο Άραγκορν.

Οι άντρες τους έριξαν πολλές σκοτεινές ματιές, γεμάτες αμφιβολία κι έκπληξη, όταν ο Έομερ έδωσε διαταγή να δανείσουν τα περισσευούμενα άλογα στους ξένους· αλλά μονάχα ο Έοθεν τόλμησε να μιλήσει ανοιχτά:

— Καλά, γι’ αυτόν εδώ τον άρχοντα της Γκόντορ, όπως λέει, αλλά πού ακούστηκε να δίνουμε άλογο του Μαρκ σε Νάνο;

— Πουθενά, είπε ο Γκίμλι. Και μη στεναχωριέσαι, ούτε και θ’ ακουστεί. Προτιμώ να πάω με τα πόδια, παρά να κάτσω στην πλάτη τέτοιου μεγάλου ζώου, είτε μου το δίνουν πρόθυμα είτε όχι.

— Τώρα όμως πρέπει να καβαλικέψεις, αλλιώς θα μας καθυστερήσεις, είπε ο Άραγκορν.

— Έλα, θα καθίσεις πίσω μου, φίλε μου Γκίμλι, είπε ο Λέγκολας. Τότε όλα θα ’ναι εντάξει και δε θα χρειαστεί ούτε να δανειστείς άλογο ούτε να ταλαιπωρηθείς με κανένα.

Έφεραν ένα μεγάλο γκρι σκούρο άλογο στον Άραγκορν και το καβάλησε.

— Το λένε Χάσουφελ, είπε ο Έομερ. Εύχομαι να σε πάει καλά και σε καλύτερη τύχη απ’ τον Γκάρουλφ, το συγχωρεμένο τον αφέντη του!

Στο Λέγκολας έφεραν ένα πιο μικρό και πιο ελαφρύ άλογο, αλλά ανήσυχο κι όλο φωτιά. Τ όνομά του ήταν Άροντ. Ο Λέγκολας όμως τους ζήτησε να του βγάλουν τη σέλα και τα χαλινάρια.

— Λεν τα χρειάζομαι, είπε και πήδηξε πάνω ανάλαφρα. Για μεγάλη τους έκπληξη, ο Άροντ αποδείχτηκε ήμερος και πρόθυμος κάτω από τα χέρια του. πηγαίνοντας εδώ κι εκεί μόνο με μια λέξη αυτός ήταν ο τρόπος των Ξωτικών με όλα τα καλά ζώα. Ανέβασαν τον Γκίμλι πίσω από το φίλο του κι αυτός γαντζώθηκε πάνω του, νιώθοντας σαν το Σαμ Γκάμγκη στη βάρκα.

— Έχετε γεια και μακάρι να βρείτε ό,τι γυρεύετε! φώναξε ο Έομερ. Γυρίστε όσο πιο γρήγορα μπορείτε κι ας λάμπουν τα σπαθιά μας μαζί από δω και πέρα!

— Εγώ θα έρθω, είπε ο Άραγκορν.

— Κι εγώ, είπε ο Γκίμλι. Έχουμε ακόμα την υπόθεση της Αρχόντισσας Γκαλάντριελ να τακτοποιήσουμε. Πρέπει να σε μάθω να μιλάς ευγενικά.

— Θα δούμε, είπε ο Έομερ. Έχουν γίνει τόσα πολλά παράξενα, ώστε δεν είναι ν’ απορώ πως θα μάθω να επαινώ μια όμορφη κυρά κάτω απ’ τα αξιαγάπητα χτυπήματα του τσεκουριού ενός Νάνου! Στο καλό!

Μ’ αυτά τα λόγια χώρισαν, Τ’ άλογα του Ρόαν ήταν πολύ γοργά. Όταν, έπειτα από λίγο, ο Γκίμλι κοίταξε πίσω, η ίλη του Έομερ φαινόταν κιόλας μικρή και μακρινή. Ο Άραγκορν δεν κοίταξε πίσω: παρακολουθούσε τα ίχνη όπως έτρεχαν, σκύβοντας χαμηλά το κεφάλι του πλάι στο λαιμό του Χάσουφελ. Δεν άργησαν να φτάσουν στα σύνορα του Έντγουός κι εκεί συνάντησαν τ’ άλλα ίχνη, που τους είχε πει ο Έομερ, να έρχονται απ’ την Ανατολή μέσα απ’ τον Κάμπο.

Ο Άραγκορν ξεπέζεψε κι εξέτασε τη γη, ύστερα πήδηξε στη σέλα πάλι και πήγε κάμποσο ανατολικά, προχωρώντας στην άκρη και προσέχοντας να μην πατήσει στ’ αποτυπώματα. Ύστερα ξανανέβηκε κι εξέτασε τη γη, πηγαίνοντας πίσω μπρος πεζός.